25/10/20

Η Βάσω Κατράκη τις παραμονές του πολέμου και την Κατοχή

Του Τώνη Σπητέρη*

...Κι έφτασε η 4η Αυγούστου και ο πόλεμος του ’40... Ο Κεφαλληνός με το φιλελεύθερό του πνεύμα δεν μπορούσε να ανεχτεί τη δικτατορία σε οποιαδήποτε μορφή. «Δεν θέλω να μου βάλετε χαφιέ στο εργαστήρι μου, γιατί θέλω μπαίνοντας να μπορώ να μιλάω όπως θέλω. Γι’ αυτό αφήνω σε σας την επιλογή των σπουδαστών που θα μπαίνουν στο ατελιέ μας» τους δήλωσε. 
Μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος, η Σχολή αποφάσισε να φιλοτεχνήσει μερικές αφίσες με «ηρωικά» θέματα που θα ενίσχυαν το φρόνημα του κόσμου. Την εργασία αυτή ανέλαβε το εργαστήρι της χαρακτικής. «Εμείς τότε», διηγείται η Βάσω, «ήμαστε αντιμιλιταριστές, ακολουθώντας τη γραμμή του Ριζοσπάστη. Ο Κεφαλληνός τράβαγε τα μαλλιά του για να μας εξηγήσει πως ο τότε πόλεμος ήταν αμυντικός και όχι κατακτητικός κι ότι παίζαμε το παιχνίδι των φασιστών. Εμείς επειδή ακολουθούσαμε λαθεμένη καθοδήγηση, τραβάγαμε στις αφίσες μια γραμμή την ημέρα. Ύστερα όμως μας μήνυσαν πως κάναμε λάθος γιατί μας καθοδηγούσε ένας δεύτερος Ριζοσπάστης που έβγαζε η Ασφάλεια. Από τη μια μέρα στην άλλη αλλάξαμε τακτική, πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά και σύντομα τελειώσαμε τις αφίσες». 
Το εργαστήριο του Κεφαλληνού είχε φυσικά τη φήμη πως ήταν φωλιά κομμουνιστών, αφού σχεδόν όλοι οι σπουδαστές (Κουλεντιανός, Δήμου, Λουκία Παπαλεονάρδου, Τάσσος, Δαγκλής, Μανουσάκης, Μοντεσάντου, Γραμματόπουλος, κ.ά.) ήσαν αν όχι κομμουνιστές, στα σίγουρα αντιφρονούντες, όπως άλλωστε απέδειξε και η μετέπειτα στάση τους στην κατοχή και την αντίσταση. 
Μόλις τελείωσαν οι αφίσες ο Μεταξάς αποφάσισε να πάει να τις δει. Τον συνόδευαν ο Διάκος και ο Πρεβελάκης, Γραμματέας τότε των Καλών Τεχνών στο Υπουργείο Παιδείας, και ο Δημητριάδης, διευθυντής της Σχολής. Πριν έρθουν ο δάσκαλος τους έκανε κατήχηση. «Θέλω αξιοπρέπεια» τους είπε. Πράγμα που δεν παρέλειψαν. 
Κι εξακολουθεί η Βάσω: «Μόλις μπήκε ο Μεταξάς με την κουστωδία του κανένας δεν κουνήθηκε, αρχίζοντας από το δάσκαλο που κρατούσε τα χέρα πίσω από την πλάτη και παρόλο που ο Δημητριάδης τον κούναγε για ν’ αλλάξει στάση και να ξεναγήσει, κούναγε το κεφάλι σα να ’θελε να πει: «Έτσι θέλω και καλά είμαι έτσι». 
Ούτε οι σπουδαστές άλλαξαν στάση. Ο ένας ήταν όρθιος, οι άλλοι στις καρέκλες, η Βάσω καθόταν στο τραπέζι πάνω στο χέρι της. Ο Μεταξάς με προσοχή εξέτασε τις αφίσες και απέρριψε μονάχα αυτή του Μανουσάκη «Ελλάδα με τα Δωδεκάνησα» καθαρά για πολιτικούς λόγους και όχι για ιδεολογικούς. Οι άλλες που ενέκρινε ήταν του Τάσσου («Τσολιάς με Τουφέκι»), του Γραμματόπουλου («Γυναίκες της Πίνδου»), του Δήμου («Τσοπάνος με την οικογένειά του μ’ ένα τουφέκι φύλαγε τα πρόβατά του μπροστά στο σπίτι του»). Δεν τυπώθηκε όμως γιατί κατά τον Κεφαλληνό ήταν «φασιστική» αφού ήταν εκτελεσμένη σύμφωνα με τις αρχές του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Τέλος η Βάσω είχε φιλοτεχνήσει μια «Γυναίκα που έπλεκε». «Είχε τοιχοκολληθεί σ’ όλους τους σιδηροδρομικούς σταθμούς κι είχαν γεμίσει όλα τα μαλλάδικα. Αυτή στάθηκε και η πρώτη μου εμφάνιση στην τέχνη» μας λέει. 
[...] Με τη συνθηκολόγηση, το εργαστήρι της χαρακτικής σταματάει προσωρινά. Η Βάσω φεύγει για το Αιτωλικό. Είχε στο μεταξύ διακριθεί στους διάφορους σχολικούς διαγωνισμούς (γυμνό) και της έδωσαν και μια υποτροφία που συνοδευόταν με χρηματικό ποσό. Μεταφράστηκε αμέσως σε χρώματα, πινέλα και... παπούτσια για τις αδελφές της. 
Μετά στη Νέα Αγχίαλο όπου βρίσκεται ο Κατράκης παντρεύεται, το 1941, σ’ ένα ερημοκλήσι. «Ο Γιώργος σπούδαζε ιατρική, όταν τον γνώρισα. Μαζί τελειώσαμε, μαζί δώσαμε εξετάσεις, μαζί πήραμε το δίπλωμα. Ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος έρωτας της ζωής μου. Ευτύχησα που τον συνάντησα. Πετύχαμε μια επαφή απόλυτη μεταξύ μας. Στάθηκε δίπλα μου, με βοήθησε σε περιόδους απογοητεύσεων. Πίστευε σε μένα, όταν εγώ δεν πίστευα στον εαυτό μου. Θυσίασε τα πάντα για να μπορέσω να εργαστώ». 
Μένουν εκεί ενάμιση χρόνο, ωσότου καταλαγιάσουν τα πράγματα. Εκεί μαζί με τον Γιώργο βοηθούν τους φυγόδικους και τις ταλαιπωρημένες γυναίκες. Εκεί πρωτάκουσαν και για τον Άρη που είχε περάσει έξω απ’ το χωριό «σαν άνεμος, σαν σύννεφο, σαν θρύλος». 
Το 1943 γυρίζουν στην Αθήνα και η Βάσω ξαναπάει στου Κεφαλληνού, όπου βρίσκανε ζεστασιά, υλικά, μοντέλα κι ένα πρωτοφανές αγωνιστικό πνεύμα. Εκεί δούλευε μια μεγάλη ομάδα καλλιτεχνών που είχε δράση στο κέντρο της Αθήνας. Στις συνοικίες υπήρχαν παράλληλες καλλιτεχνικές ομάδες. 
Η Βάσω τελειοποιεί την τεχνική της ξυλογραφίας -για χαλκό δεν μπορούσε να γίνει λόγος, αφού έλειπαν τα υλικά- τυπώνοντας ένσημα για τον αγώνα, κάρτες, ακόμα και αφίσες που νυχτερινά συνεργεία κολλούσαν με χίλιους δυο κινδύνους στους τοίχους της Αθήνας. 
Αργότερα ξαναπηγαίνει για ένα διάστημα στο χωριό όπου κάνει τρία ύπαιθρα και σαν ξέσπασμα στην πνιγερή ατμόσφαιρα, δύο χαρούμενα θέματα: «Ο Γιώργος και τα τρία κορίτσια», «Κάτι κορίτσια με ομπρέλες» και «Οι τρεις αδελφές». 
Στην Κατοχή για να ενισχυθούν οι καλλιτέχνες έγιναν και δύο εκθέσεις στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Η Βάσω έλαβε μέρος στη δεύτερη με δυο υδατογραφίες, επίσης ο Τάσσος με τον «Τρελό με το κόκκινο λουλούδι» και ο Κεφαλληνός με την «Πείνα». Τα θέματα θεωρήθηκαν ύποπτα και οι Ιταλοί τους φυλάκισαν για δυο μέρες. [...] 

* Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από δακτυλόγραφο προσχέδιο μιας βιογραφικής συνέντευξης της Βάσως Κατράκη στον τεχνοκριτικό Τώνη Σπητέρη (Αρχείο Τώνη Σπητέρη, Βάσω Κατράκη, φακ. 9, 10, 11, Τελλόγλειο Ιδρυμα Τεχνών ΑΠΘ)

Μαρία Χρουσάκη, Έλληνες φαντάροι στελέχη αντιαεροπορικής πυροβολαρχίας φωτογραφίζονται σε ύψωμα στη Μπαντιλόγια (περ. 5 χιλ. ΝΑ της Πρεμετής) στη Βόρειο Ήπειρο

Δεν υπάρχουν σχόλια: