27/9/20

Μοντερνισμός

Οι ρομαντικές ρίζες της μοντέρνας κατάστασης των τεχνών 

Angelo Accardi, Blend, 2017, μικτή τεχνική σε καμβά, 100 x 150 εκ.

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ* 

Συνήθως οι λογοτεχνικοί μελετητές χρησιμοποιούν τον όρο μοντερνισμός με την ιστορική του σημασία, ως όρο δηλαδή που χαρακτηρίζει ένα σύνολο συγκεκριμένων αισθητικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων, και ιδιαίτερα τον Συμβολισμό, τον Ιμπρεσιονισμό, τον μετα-ιμπρεσιονισμό, τον Εξπρεσιονισμό, τον Ντανταϊσμό, τον Υπερρεαλισμό, τον Ιμαζισμό, τον Φουτουρισμό κ.ά. Με την ιστορική αυτή χρήση του όρου δεν συμφωνεί, ωστόσο, μια πλειάδα ερευνητών. Σύμφωνα με τη γνώμη τους, ο όρος μοντερνισμός δεν αποδίδει μια συγκεκριμένη ιστορική εκδήλωση αισθητικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων, αλλά προσδιορίζει μια γενικότερη στάση ζωής και έκφρασης του σύγχρονου ανθρώπου, η οποία μάλιστα υπερβαίνει τον ιστορικό μοντερνισμό. Οι ερευνητές αυτοί προτιμούν αντί του όρου μοντερνισμός να χρησιμοποιούν τον όρο μετα-μοντερνισμός, επιχειρώντας να διακρίνουν σαφώς την καινούργια κατάσταση την οποία βιώνει, μέσω της αισθητικής και καλλιτεχνικής έκφρασης, ο σύγχρονος άνθρωπος. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς τους ερευνητές, προσπαθώντας να ορίσουν σαφέστερα τη μοντέρνα κατάσταση πραγμάτων μεταχειρίζονται μια πολυμορφία όρων, όπως: Πρωτο-μοντερνισμός, Παλαιο-μοντερνισμός, Νεο-μοντερνισμός και Μετα-μοντερνισμός. 
Η συζήτηση σχετικά με το περιεχόμενο και την έκταση του μοντερνισμού εμπλέκει πολυάριθμα προβλήματα αισθητικής, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας των τεχνών και μελέτης των φιλολογικών και λογοτεχνικών ειδών, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο μοντερνισμός να εμφανίζει ένα πραγματικά τεράστιο εύρος και βάθος. 
Αναλύοντας τους χαρακτήρες της μοντέρνας κατάστασης των τεχνών, οι μελετητές Malcom Bradbury και James McFarlane επισημαίνουν μεταξύ άλλων: "Κανείς καλλιτέχνης δεν ανέχεται την πραγματικότητα, μας λέει ο Νίτσε. Η [σύγχρονη] τέχνη έχει ως έργο της την αυτο-πραγμάτωσή της, έξω και πέρα από τις κατεστημένες καταστάσεις. Ο Φλωμπέρ λέει: ‘Αυτό που θεωρώ ως ωραίο, αυτό που θα ήθελα να κάνω, είναι ένα βιβλίο με θέμα το τίποτα, ένα βιβλίο χωρίς εξωτερικές δεσμεύσεις, το οποίο θα στηριζόταν μόνο στον εαυτό του μέσω των εσωτερικών δυνάμεων του ύφους του’. Αυτό το όνειρο του Φλωμπέρ για μια τέχνη ανεξάρτητη ή μια τέχνη που θα υπερβαίνει το ανθρωπιστικό, το υλικό, το πραγματικό, υπήρξε ένα κρίσιμο ενδιαφέρον για μια ολόκληρη περιοχή των σύγχρονων τεχνών. Και αυτό που πολλοί σύγχρονοι καλλιτέχνες έχουν κατορθώσει μπορεί να θεωρηθεί ως το κορυφαίο επίτευγμα των καλλιτεχνικών δυνατοτήτων του 20ού αιώνα. Η τέχνη που δημιουργεί τη ζωή, το δράμα της συνείδησης του καλλιτέχνη, οι δομές που κείνται πέρα από τον χρόνο, από την ιστορία, από την ορατή πραγματικότητα, από τις ηθικές επιταγές της τεχνικής, όλα αυτά αποτελούν τη βάση μιας μεγάλης αισθητικής επανάστασης. Τώρα, η ανθρώπινη συνείδηση και ιδιαίτερα η καλλιτεχνική συνείδηση γίνεται περισσότερο ενορατική, περισσότερο ποιητική". 
Σε αυτή την περιγραφή της μοντέρνας κατάστασης των τεχνών, γίνεται εμφανές ότι το ρομαντικό πρόταγμα του 19ου αιώνα λειτουργεί ως το αναγκαίο υπόβαθρο πάνω στο οποίο εδράζεται η αντίληψη του μοντερνισμού. Βέβαια, ο μοντερνισμός, ακόμη και σήμερα, στις ποικίλες μορφές του, κρατά μια θεωρητική τουλάχιστον απόσταση από τον ρομαντισμό. Όπως έχει παρατηρηθεί, ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά του μοντερνισμού είναι η ριζοσπαστική αντιπαράθεση όσον αφορά το ύφος των στοιχείων και της γλώσσας διαφορετικών περιοχών της εμπειρίας. Έναντι μιας ενοποιητικής αντίληψης της ύπαρξης, που είναι το κατ' εξοχήν χαρακτηριστικό του Ρομαντισμού, στον μοντερνισμό παρατηρείται αναμφισβήτητα μια αποσπασματική αντίληψη της ύπαρξης και της καλλιτεχνικής συνείδησης. Οι ρομαντικοί ουδέποτε σταμάτησαν να αναζητούν την ενότητα. Οι μοντερνικοί θέλησαν το έργο τους να αντανακλά την απέλπιδα φύση, της σύγχρονης εμπειρίας∙ παρά ταύτα, ωστόσο, κατά τη γνώμη μου αυτή η διάσταση δεν αναιρεί το γεγονός ότι ένα πλήθος χαρακτηριστικών του μοντερνισμού έχει την καταγωγική του περιοχή στις διατυπώσεις των ρομαντικών, τις οποίες, όχι λίγες φορές, επαναλαμβάνουν, ασφαλώς με διαφορετικό ύφος και μορφή. 
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι το κέντρο αναφοράς της μοντερνικής ιδεολογίας στρέφεται γύρω από τη ρήση του Νίτσε ότι κανείς καλλιτέχνης δεν ανέχεται την πραγματικότητα. Ο Νίτσε είναι ασφαλώς το πρότυπο του μοντερνισμού. Βέβαια, ο Νίτσε διόλου δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας ρομαντικός φιλόσοφος. Είναι, ωστόσο, ένας φιλόσοφος του οποίου οι ιδέες βρίσκονται βαθύτατα ριζωμένες στη ρομαντική γερμανική φιλοσοφία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Νίτσε, χωρίς τη ρομαντική του καταγωγή, δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητός. Από την άλλη μεριά ο Νίτσε του μοντερνισμού, δηλαδή ο Νίτσε όπως τον προσλαμβάνει και τον ερμηνεύει ο μοντερνισμός, δεν ξεφεύγει ουδόλως από τη ρομαντική του τροχιά. Είναι πράγματι ένας Νίτσε "πλησιέστερος προς τον Byron". Άλλωστε, η ρήση του Νίτσε ότι κανείς καλλιτέχνης δεν ανέχεται την πραγματικότητα θα μπορούσε, χωρίς υπερβολή, να υποστηριχθεί ότι είναι μια ρομαντική διατύπωση. 
Αλλά και η διατύπωση, του Φλωμπέρ σχετικά με μια τέχνη η οποία υπερβαίνει τον καταναγκασμό των εξωτερικών δυνάμεων και της πραγματικότητας, μια τέχνη που στηρίζεται στις δικές της εσωτερικές δυνάμεις, έχοντας ως θέμα το τίποτα, και την οποία ο μοντερνισμός καθιστά κρίσιμο κέντρο του ενδιαφέροντός του, παραπέμπει ασφαλώς στη ρομαντική σύλληψη της τέχνης ως υπέρβασης του δυισμού μορφής και περιεχομένου, μέσω της καθολικής υποκειμενικής ενόρασης. Ας μην λησμονούμε ότι ήταν ο γερμανός ρομαντικός φιλόσοφος και αισθητικός Friedrich Schlegel εκείνος που έθεσε τους όρους αυτής της υπέρβασης: "Κάθε ποίηση", αποφαίνεται ο Schlegel, "είναι ή θα έπρεπε να είναι ρομαντική [...], σε κάθε μια από τις αναπαραστάσεις της θα έπρεπε επίσης να αναπαριστά τον εαυτό της, και πάντοτε να είναι συγχρόνως ποίηση και ποίηση της ποιήσεως". 
Η τέχνη θα πρέπει να αναπαριστά τον εαυτό της σε κάθε στιγμή: αυτό υπήρξε το κεντρικό πρόταγμα της ρομαντικής θεωρίας των τεχνών. Το όνειρο του Φλωμπέρ για ένα βιβλίο με θέμα το τίποτα, για ένα βιβλίο που θα στηρίζεται μόνο στον εαυτό του μέσω των εσωτερικών δυνάμεων του ύφους του, τι άλλο θα μπορούσε να είναι παρά μια δημιουργική επανάληψη της ιδέας για μια τέχνη που σε κάθε στιγμή θα αναπαριστά τον εαυτό της και θα στηρίζεται στις δικές της εσωτερικές δυνάμεις, υπερβαίνοντας την υλικότητα της πραγματικότητας και τις δεσμεύσεις των εξωγενών παραγόντων; 
Στη σφαίρα της μοντερνικής φιλοσοφίας, θα αρκούσε ίσως ένα τυπικό παράδειγμα για να απεικονίσει τη σχέση μεταξύ Ρομαντισμού και μοντερνισμού. Πρόκειται για την εξέγερση της υποκειμενικότητας την οποία διακηρύσσει ο Υπαρξισμός, ένα κατ’ εξοχήν μοντερνικό κίνημα που διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τον φιλοσοφικό 20ό αιώνα. Η Agnes Heller, μία από τις σημαντικότερες φιλοσόφους της εποχής μας, αναφερόμενη στις διαστάσεις του υπαρξιακού κινήματος αποφαίνεται: "η ταχύτητα με την οποία το μήνυμα του Σαρτρ σαγήνευσε τη νεολαία της Δυτικής Ευρώπης και ως έναν βαθμό της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης είχε κάποιο προηγούμενο. Το ρομαντικό κίνημα είχε απλωθεί το ίδιο γοργά έναν αιώνα νωρίτερα. Χωρίς προηγούμενο ήταν ο χαρακτήρας του κινήματος, η συγκυρία η οποία επέτρεψε στο ‘υπαρξιακό κύμα’ να εγκαινιάσει μια σειρά εκπληκτικών φαινομένων στη Δυτική ιστορία το δεύτερο μισό του αιώνα μας. Ο καινοφανής του χαρακτήρας οφείλεται στο ιδιαίτερο ιστορικό του σκηνικό. Αυτό το κίνημα, όπως και ο Ρομαντισμός παρουσιάστηκε ως μια εξέγερση της υποκειμενικότητας ενάντια στις αποστεωμένες μορφές της αστικής ζωής, ενάντια στις συμβάσεις και στους περιοριστικούς κανόνες τους ριζωμένους σε αυτή τη ζωή. Η εξέγερση της υποκειμενικότητας είχε βέβαια πολιτικές αναφορές, όχι όμως τόσο φανερές όσο τα προηγούμενα ρομαντικά κινήματα". 
Αλλά επ’ αυτού θα χρειαστεί να επανέλθουμε, μια επόμενη Κυριακή. 

Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: