ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΟΝΤΙΑΔΗΣ: Πανδημία, Βιοπολιτική και Δικαιώματα. Ο
κόσμος μετά τον Covid-19, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 188
«Είναι θέμα χρόνου να
υποχωρήσει η πανδημία, όχι όμως και ο φόβος». Αυτή η φράση (σ. 15) του
Ξενοφώντος Κοντιάδη μάς εισάγει στην προβληματική του για τις σύγχρονες
κοινωνίες της διακινδύνευσης. Πώς επηρεάζει και, κυρίως, πώς θα διαμορφώσει η
πανδημία τις σύγχρονες κοινωνίες, σε συνθήκες, μάλιστα,
διακινδύνευσης; Ας ξεκινήσουμε από μία κύρια παραδοχή του συγγραφέα, την οποία,
με αναλυτική σαφήνεια και επιχειρηματολογική επάρκεια, εκθέτει ο ίδιος στον
αναγνώστη: η υγειονομική κρίση εδραιώνει την παγκυριαρχία ενός βιοπολιτικού
μηχανισμού, ο οποίος δρα συνδυάζοντας διοικητικές, οικονομικές, πολιτικές-κυβερνητικές
λειτουργίες, επηρεάζοντας τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις. Παρακολουθώντας την
προβληματική του συγγραφέα, μπορούμε να διαπιστώσουμε και να κατανοήσουμε ότι η
πρόσφατη υγειονομική κρίση, όχι μόνο ανέδειξε ανεπάρκειες και καταφανείς
δυσλειτουργίες ως προς τον ρόλο του κράτους, αλλά ανέδειξε και δύο κρίσιμες
παραμέτρους ως προς την επανεξέταση, αλλά και την αξιολογική ανατίμηση αυτού
του ρόλου. Η πρώτη παράμετρος αφορά το κατά πόσον το κράτος, καθώς και το σύνολο των λειτουργιών
του, αποτιμώνται σε σχέση και με την δυνατότητά του να λειτουργεί επαρκώς ως
μηχανισμός διαχείρισης.
Η πρόσφατη –και εν
εξελίξει– πανδημία, το «νόθο τέκνο της παγκοσμιοποίησης», όπως, και με
ευρηματικότητα και με ακρίβεια, την αποκαλεί ο συγγραφέας (σ. 22), έδειξε ότι,
εκτός από τις δημοσιονομικές κρίσεις, αλλά και κρίσεις προερχόμενες από φυσικές
καταστροφές, το κράτος δοκιμάζεται και ως μηχανισμός, ικανός να διαχειριστεί
μία κρίση η οποία πλήττει τη δημόσια υγεία, αλλά και που, ως πανδημία πλέον,
πλήττει το δικαίωμα στην υγεία ως ατομικό δικαίωμα. Από εδώ προχωρούμε στη
δεύτερη παράμετρο, η οποία αφορά, βεβαίως, την υγεία ως δημόσιο αγαθό, άρα και
την δημόσια πολιτική που θα αποσκοπεί στην εγγυητική διασφάλιση αυτού του
αγαθού. Αυτό, όμως, αναδεικνύει, με την σειρά του, και το μείζον ζήτημα που
έχει να κάνει με την κρίση της ίδιας της πολιτικής. Και αυτή η κρίση είναι,
πρωτίστως, κρίση του νοήματος της πολιτικής, η οποία οδηγεί και σε κρίση
αξιοπιστίας της πολιτικής. Στις συνθήκες της υγειονομικής κρίσης, η εμπιστοσύνη
των πολιτών απέναντι στην πολιτική και τον ρόλο του κράτους δοκιμάζεται εκ
νέου. Στην συνθήκη της έκτακτης ανάγκης, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την
πανδημία, η αξία και ο ρόλος της πολιτικής καθορίζεται και από την υποκατάστασή
της από την ιατρική και τον λόγο της. Ο
τεχνοκρατικός λόγος κερδίζει σε αξιοπιστία, άρα και σε εμπέδωση αισθήματος
ασφάλειας, αφού προηγουμένως έχει εμπεδωθεί ο παραλυτικός φόβος, την πολιτική.
Ο Ξενοφών Κοντιάδης
εύστοχα διαπιστώνει ότι «Ο τεχνοκρατικός υγειονομικός λόγος με τον οποίο
περιενδύονται οι πολιτικές αποφάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας
αποτελεί μεν εύλογη επιλογή, όμως, αποτυπώνει ταυτόχρονα την κρίση αξιοπιστίας
της πολιτικής» (σ. 49). Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η τεχνοκρατική λήψη των
σχετικών αποφάσεων παύει να είναι πολιτική. Είναι, όμως, πολιτική που δρα σε
«κάλυψη/απόκρυψη»: η παραλλαγή της είναι ο λόγος των ειδημόνων. Είναι μια
πολιτική που ενεργεί κρυπτόμενη πίσω από την ιατρική τεχνοκρατική εντολή.
Εκφέρεται η ίδια μέσω του τεχνοκρατικού, ιατρικού λόγου, ο οποίος, ως λόγος των
ειδικών, εκφωνείται ως καθοδηγητικός λόγος. Είναι μια πολιτική που επιτείνει
την κρίση νομιμοποίησης, η οποία πλήττει
την σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία και η οποία εκδηλώνεται ως κρίση
νομιμοποίησης των δημοκρατικών, πολιτικών θεσμών.
Ο Ξενοφών Κοντιάδης
ευλόγως επισημαίνει ότι «Οι βιοπολιτικές ρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν έθεσαν σε
δοκιμασία τις συνταγματικές και τις διεθνείς εγγυήσεις των δικαιωμάτων και του
δημοκρατικού κράτους δικαίου» (σ. 89). Αυτές ακριβώς οι ρυθμίσεις και οι
συνέπειές τους, όπως τις επισημαίνει ο συγγραφέας, μας οδηγούν στην κόψη μιας
σχέσης. Είναι η σχέση δικαίου και πολιτικής. Η επισφαλής ισορροπία επάνω στην
κόψη αυτής της σχέσης είναι το δίκαιο της ανάγκης. Το δίκαιο της ανάγκης
αποτυπώνει ένα κενό, ένα ακαθόριστο πεδίο. Πρόκειται για το πεδίο το οποίο
ορίζει η αόριστη έννοια της κατάστασης εξαίρεσης. Σε αυτήν την συνθήκη, όμως,
αναδεικνύεται και μία απωθημένη πλευρά της κρατικής λειτουργίας: «Η
συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος προστασίας της υγείας αποτελεί βασική
παράμετρο, σε συνδυασμό ιδίως με τη συνταγματική ρύθμιση του δικαιώματος στην
κοινωνική πρόνοια, για τη θεμελίωση ενός δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλεια,
που καλύπτει το σύνολο των πολιτών ανεξάρτητα από την ύπαρξη ασφαλιστικού
δεσμού ή τη συμπλήρωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων» (σ.85). Είναι σαφές για τον
συγγραφέα, όπως φαίνεται από το παραπάνω απόσπασμα, ότι η καταχρηστική επίκληση
της ατομικής ευθύνης ως προς την διαφύλαξη της υγείας δεν μπορεί να υποκαθιστά την δημόσια πολιτική
και το αντίστοιχο δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλεια. Αυτή η παραδοχή μάς οδηγεί
στο να εξετάσουμε μία σημαντική θέση του συγγραφέα ως προς τον ρόλο του
κοινωνικού κράτους.
Πρόκειται για έναν
ακόμη μετασχηματισμό: το φιλελεύθερο κράτος δικαίου μετασχηματίστηκε σε
κοινωνικό κράτος δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι η σταθμισμένη, ισόρροπη σχέση
ανάμεσα στις δικαιοκρατικές εγγυητικές
αρχές, όπως είναι η ατομική ελευθερία και ασφάλεια, η αρχή της νομιμότητας και
της τυπικής ισότητας, και τις συλλογικές κρατικές σκοπεύσεις, όπως είναι η κοινωνική προστασία
και ασφάλεια, η προστασία της απασχόλησης και η εγγύηση των κοινωνικών και
εργασιακών δικαιωμάτων, καθώς και των όρων που εξασφαλίζουν το δικαίωμα όλων
στην ίση αξιοπρεπή ζωή, συνέθεσαν τις αρχές και τους αρμούς που συνέχουν το
κοινωνικό κράτος δικαίου. Αυτές οι αρχές περιέχονται στη συνταγματική εντολή η
οποία επιτάσσει την χάραξη και την άσκηση των δημόσιων, κρατικών πολιτικών.
Ο επόμενος
μετασχηματισμός είναι αυτός τον οποίο εκθέτει ο Ξενοφών Κοντιάδης, σε αναφορά
προς την νέα κατάσταση που διαμόρφωσε η πανδημία. Ο συγγραφέας, αφορμώμενος από
τη θέση ότι το κοινωνικό κράτος δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην προστασία
της απασχόλησης και την αναδιανεμητική πολιτική, αλλά, χωρίς να την παραβλέπει,
θα πρέπει να προσανατολίζεται και προς την «ανανοηματοδότηση του πολιτικού και
κοινωνικού πλουραλισμού, την αναβίωση της πολιτικής συμμετοχής και την
εμβάθυνση της συνταγματικής δημοκρατίας, αναδεικνύει τον ισχυρό σύνδεσμο
ανάμεσα στο κοινωνικό κράτος και το δημοκρατικό κράτος δικαίου. Αυτή η θεώρηση
οδηγεί, με την σειρά της, στον εξής μετασχηματισμό: «Το κοινωνικό κράτος
πρόληψης ενεργοποιείται τόσο στα παραδοσιακά πεδία παρέμβασης του κοινωνικού
κράτους όσο και σε νέα πεδία βιοπολιτικής ρύθμισης, με ιδιαίτερη έμφαση στα
πεδία της δημόσιας υγείας και της περιβαλλοντικής προστασίας» (σ. 75).
Αυτή η θέση μάς επιτρέπει
να επιστρέψουμε στην αφετηρία, δηλαδή στο ότι η πανδημία κατέδειξε ότι το
κράτος οφείλει να λειτουργεί και ως μηχανισμός διαχείρισης κρίσεων. Αυτό, όμως,
συνεπάγεται ότι, πριν να δοκιμαστεί ως προς τη διαχειριστική του επάρκεια, θα
πρέπει να έχει εξασφαλίσει την προληπτική του ικανότητα. Αυτή έγκειται σε ένα
σύνολο προληπτικών παρεμβάσεων, οι οποίες δεν αφορούν μόνο την προστασία της
δημόσιας υγείας, αλλά και την πρόληψη των ασθενειών, όπως επίσης και τις
προληπτικές ενέργειες που αποσκοπούν στην αποτροπή των κινδύνων που απειλούν
εργαζόμενους κατά την εκτέλεση της εργασίας τους. Είναι δηλαδή προληπτικές
παρεμβάσεις που αποβλέπουν στην ασφάλεια των εργαζομένων, εφόσον οι εργοδότες,
προς αποφυγή του αναγκαίου κόστους, δεν λαμβάνουν αντίστοιχα μέτρα ασφαλείας. Η
πανδημία κατέστησε την κατοχύρωση τέτοιων μέτρων για την ασφάλεια των εργαζομένων
ακόμη επιτακτικότερη. Ταυτόχρονα, ανέδειξε και την σπουδαιότητα που έχει η
κάλυψη της κοινωνικής μέριμνας, ιδίως σε τμήματα του πληθυσμού που αποτελούνται
από όσους βρίσκονται κοντά στο όριο της
φτώχειας ή και κάτω από αυτό. Άλλωστε αυτοί είναι οι πρώτοι που βάλλονται.
Βάλλονται πρωτίστως όσοι έχουν διαβεί το όριο ανάμεσα στην κοινωνία και τον
αποκλεισμό.
Όμως, τίποτε από τα
παραπάνω δεν μπορεί να ισχύσει στην πράξη, χωρίς την κοινωνική αλληλεγγύη. Και
αυτό είναι κάτι που το τονίζει ξεκάθαρα ο συγγραφέας. Η κοινωνική αλληλεγγύη,
όμως, σε αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να λειτουργήσει, όταν το δημόσιο
σύστημα υγείας επωμίζεται όλο το βάρος ως προς το πώς θα αντιμετωπιστούν οι
συνέπειες της πανδημίας, ενώ τα ιδιωτικά κέντρα απαλλάσσονται –και μάλιστα με
το αζημίωτο– παρά τα εξαγγελλόμενα περί κοινού πολέμου εναντίον του κοινού
εχθρού που μας απειλεί. Εύστοχα παρατηρεί ο Ξενοφών Κοντιάδης ότι «Πίσω από την
κατασκευή μιας επίπλαστης συναίνεσης απέναντι στον κοινό ‘πόλεμο’ κατά της
πανδημίας, ως φυσικού, ‘απολιτικού’ κινδύνου ο οποίος απειλεί όλους
ανεξαιρέτως, λανθάνουν διαχωρισμοί, ανισότητες και αντιθέσεις που
συγκαλύπτονται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πανδημίας ως γενικευμένης
απειλής κατά της ζωής σε πλανητικό επίπεδο» (σ. 153). Παρά το κοινώς λεγόμενο,
ότι δηλαδή ο νεοφιλελευθερισμός αποβλέπει στον δραστικό περιορισμό του κράτους,
αυτό που προκρίνει είναι ένα
αποτελεσματικό κράτος, ικανό να καταστέλλει, αλλά και να απορρυθμίζει το
Εργατικό Δίκαιο και τις κανονιστικές ρυθμίσεις, με τις οποίες διευθετούνται οι
σχέσεις εργαζομένων και εργοδοτών, στο πεδίο της συλλογικής αυτονομίας, όπως
ορίζει και το Σύνταγμα, άλλωστε, δηλαδή στο πεδίο στο οποίο ανήκουν οι
Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.
Παραλλήλως, η ίδια
πολιτική αποσκοπεί και στο να υπαγάγει τα κοινά, δημόσια αγαθά στην αγορά, ενώ,
ταυτοχρόνως, συρρικνώνει το κράτος, σε ό,τι αφορά τη διασφάλιση των κοινωνικών
δικαιωμάτων, των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, καθώς και της
απρόσκοπτης διαβούλευσης και ενημέρωσης των πολιτών. Πρόκειται για την πολιτική
η οποία ενισχύει την ανέλεγκτη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς και
εντάσσει σε αυτήν τα δημόσια αγαθά, που,
με την πολιτική του κοινωνικού κράτους, ως δημοκρατικού, συνταγματικού
κοινωνικού κράτους δικαίου, είχαν αποσπαστεί από αυτόν τον μηχανισμό, προκειμένου
να διατηρηθεί ασφαλής και ακέραιος ο δημόσιος χαρακτήρας τους. Έτσι το κράτος
χάνει τον ρυθμιστικό του ρόλο, καθώς και
την εποπτική λειτουργία του, ως προς το να μεριμνά για την ίση πρόσβαση όλων
των πολιτών στα δημόσια αγαθά, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας.
Ως προς αυτό, το
κράτος οφείλει να είναι και αποτελεσματικό, διότι η ικανοποίηση της αρχής της
ισότητας επιτρέπει να έχουν όλοι, όχι μόνο ίση αλλά και εξίσου ευχερή πρόσβαση
στα δημόσια αγαθά της κοινωνικής ασφάλισης, πρόνοιας, παιδείας και υγείας, αλλά
και της εργασίας ως προϋπόθεσης για τη βιοτική αυτοτέλεια, η οποία, με τη σειρά
της, καθίσταται προϋπόθεση αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η υπαγωγή όλων των παραπάνω στους
αυτοματικούς μηχανισμούς της αγοράς διευρύνει και βαθαίνει τις ανισότητες. Οι
ανισότητες, στην νέα συνθήκη την οποία ορίζει η πανδημία, θα βαθύνουν και άλλο
και, βεβαίως, θα ενταθεί η δραστική ισχύς των συνεπειών που θα επιφέρουν. Είναι
αναπόδραστο αυτό;
Το βιβλίο του
Ξενοφώντος Κοντιάδη, με τον απορητικό λόγο του, αλλά και την επιχειρηματολογική
του στιβαρότητα, προτείνει έναν τρόπο, για να σκεφτούμε δημιουργικά,
αναζητώντας την απάντηση.
Ο Στέφανος Δημητρίου
είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης
και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Lynda Benglis, Rovin, 1989, 150 x 152 x 46 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου