2/8/20

Στοχαστική ποίηση

ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

Π. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Ωσάν ποιήματα, η συνέχεια, εκδόσεις Γράφημα, σελ. 85

Το ανά χείρας βιβλίο είναι η τρίτη ποιητική έκδοση του Π. Σωτηρίου που αποτελεί τη λογοτεχνική περσόνα του Παναγιώτη Σ. Πίστα (1939), φιλόλογου, ποιητή και δοκιμιογράφου που θήτευσε επί δεκαετίες ως δάσκαλος στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Ενός από τα ιστορικά πρόσωπα της πνευματικής Θεσσαλονίκης με πολυσχιδή δράση, το έργο του οποίου εκτείνεται από τις κριτικές του θεάτρου και του κινηματογράφου για τον Μπέργκμαν και τον Τζέημς Μποντ μέχρι την εξαιρετική μελέτη για τον Ρήγα Βελεστινλή και το Σχολείον των ντελικάτων εραστών. Έχουν προηγηθεί η συλλογική έκδοση Ιδίοις αναλώμασιν ( 1985) και το Ωσάν ποιήματα (1989) από τις εκδόσεις Χειρόγραφα. Αν και πρωτοεμφανίστηκε το 1982 με δημοσιεύσεις στα περιοδικά Διαγώνιος και Σημειώσεις ανήκει στους οψιμογενείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.

Ο διφυής τίτλος παραπέμπει νομίζω και στις ποιητικές του καταβολές. Ο κύριος, καθ’ ομολογία του Σωτηρίου στο ομώνυμο ποίημα της πρώτης συλλογής, ακουμπά στον Καρυωτάκη. Μια μικρή προσωπική φωνή ωσάν ελεγεία και σάτιρες, «ωσάν ποιήματα ελάσσονος στιχουργού ενώ η περιπέτεια των νεωτερισμών τελειώνει». Η «συνέχεια», που ανεβαίνει ως υπότιτλος στο όνομα της παρούσας συλλογής, δεν είναι το μόνο στίγμα του Μανόλη Αναγνωστάκη. Ο απόηχός του με συγκεκριμένα σήματα όπως είναι το πλήθος, οι παλιοί σύντροφοι, οι παλιές υποσχέσεις διαμορφώνουν ένα γενικότερο κλίμα. Οι στίχοι προσπαθούν να εκλογικεύσουν την ήττα, τους συμβιβασμούς και τις άτακτες υποχωρήσεις που μετατρέπονται σε πανικό, εκφράζοντας ταυτόχρονα την έγνοια για τους ταπεινούς που πήγαιναν «στις πρωινές παραστάσεις με ελαττωμένες τιμές και στο γήπεδο έκοβαν εισιτήριο ορθίων». Όμως, αυτή η αριστερή μελαγχολία των νικημένων, και της χαμένης γενιάς, που μένουν πιστοί στους ποιητές και τις ευτυχισμένες χρονιές που δεν είχαν δίκαιη συνέχεια, κατά τον Enzo Traverso εντάσσεται στην ιστορία και τη μνήμη, συντηρεί τη «δύναμη μιας κρυφής παράδοσης», ώστε ύστερα από χρόνια δίσεκτα «δίκαιοι να δικαιωθούν» κι «αγκαλιές να ξανανοίξουν με θέρμη». Παρά τις ήττες και την παράδοση των ιερών υπάρχει η εμμονή και η ελπίδα της συνέχειας. «Είναι/ αυτός που κρατεί και έχει/ τα υπολείμματα των οραμάτων/ τη δυσπιστία των διαψευσμένων/ Και συνεχίζει να ζει/ με μισό κορμί/ με μισή ελπίδα».

Δεν πρόκειται μόνο για την αριστερή μελαγχολία της μεταπολεμικής γενιάς. Ο λόγος υποβάλλει την αίσθηση ότι η ήττα είναι πολιτισμική και γενικευμένη. Βαθαίνει, γίνεται κοινωνική και υπαρξιακή. Οι ήττες αποκτούν εθνικό χρώμα, συνυφαίνονται με τις εθνικές καταστροφές. Εκείνο το νήμα ξετυλίγεται μέχρι σήμερα, το ίδιο βλέμμα κατοπτεύει τη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Ο στοχασμός ανοίγει για να συμπεριλάβει τον λαό «που αμέριμνα τρέχει ανεύθυνος προς τον αφανισμό του» και τη «δημοκρατία που αυτοκτονεί στο όνομά της». Εμμένει σε μια πολιτική ηθική που αρνείται να συμμορφωθεί στις «Νέες Ωδές» και τους νέους ορισμούς των αξιών που δημοσιεύονται καθημερινά στις εφημερίδες.

Ωστόσο, παρόλο που στα μισά ποιήματα δίνει τον τόνο η αριστερή μελαγχολία στα υπόλοιπα υπάρχει ένα αισιόδοξο βλέμμα κι ένας διάχυτος ερωτισμός που διακρίνει την ομορφιά της ζωής, τη γλύκα των ανθρώπων, «τα όμορφα μελετηρά κορίτσια με το χρώμα των γονάτων τους», την ευδία του κόσμου που ξανανθίζει. Το υποκείμενο της αφήγησης συνήθως σε πρώτο πρόσωπο, χαμηλόφωνα και εξομολογητικά, με συναισθηματική διάθεση κι έναν καβαφικό λυρισμό, μετεωρίζεται μεταξύ της βουβής αιχμαλωσίας από τη σαγήνη της ομορφιάς και της αξιοπρέπειας του ρόλου που επιβάλλει η ηλικία. Πρόκειται για μια ποίηση που φλέγεται πίσω από το προσωπείο της διακριτικότητας «για να δηλώσουμε ευπρεπώς/ την ευφροσύνη των βλεμμάτων μας/… με λόγιες λέξεις/ για να σκεπαστούν οι λογής λογής μικρές φωτιές/ που ακόμη σιγοκαίνε». Ψάχνει διόδους -«σκυμμένοι πάνω στα λεξικά»- για να εκφράσει υπόγειες επιθυμίες και αισθήσεις, να τις ξορκίσει με την αισθητική δημιουργία. Εκστασιασμένη από την απροσδόκητη εισβολή της νεότητας στην περιοχή της επαχθούς ηλικίας, αποθεώνει την ομορφιά, τις φαινομηρίδες «με τα κομψά δισάκια τους στην πλάτη/ καμαρωτές να βαδίζουνε στους δρόμους/ με τους μηρούς να λάμπουνε στο φως». Το βλέμμα εστιάζει επί ματαίω στις δίχως απόκριση νεανικές ματιές, χαμένο στους «καλούς τρόπους του ανεπιθύμητου σεβασμού».

Η στοχαστική ποίηση, του ολιγογράφου αλλά καίριου Π. Σωτηρίου, ορίζει με στιβαρό λόγο τη δική της περιοχή και φιλοτεχνεί μαχητικά τη μικρή πατρίδα της εποχής του: «Υπερασπιστείτε το παρόν, όσο ακόμη δεν είναι αργά».

Ο Μάκης Καραγιάννης είναι πεζογράφος


Άγγελος Αντωνόπουλος, Προθήκη- Α, 2018- 2020, εγκατάσταση, μικτή τεχνική

Δεν υπάρχουν σχόλια: