ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Στα
μονοπάτια της σιγής. Ο Heidegger και το Δίκαιο,
εκδόσεις Ευρασία, σελ. 310
Η ανά χείρας εργασία του Χάρη Παπαχαραλάμπους είναι μια
εργασία που εξ-ιστορεί τη γραφή του Χάιντεγγερ χωρίς να την ιστορεί, όπως
συνήθως συμβαίνει με μια πλειάδα έργων τα οποία εκκινούν από το «ιστορείν» της
χαϊντεγγεριανής περιπλάνησης στα έργα και τις ημέρες των φιλοσοφικών τόπων με
τους οποίους εμπλέκεται. Και αυτή η εξ-ιστόρηση είναι πράγματι σημαίνουσα,
διότι, κατά την αντίληψή μου, ο Χάιντεγγερ δεν συγκρότησε ποτέ μια συστηματική
κοσμοθεώρηση ή δεν επιχείρησε να εδραιώσει ένα φιλοσοφικό σύστημα, οπότε το
«ιστορείν» τις ιδέες θα ήταν ασφαλώς μια σημαντική πτυχή των εγχειρημάτων του,
αλλά, αντίθετα, επιχείρησε μια γεμάτη πάθος διεμβόλιση του σκέπτεσθαι στους
τόπους εκείνους όπου το σκέπτεσθαι κατά κανόνα δεν συνιστά διαμονή του
φιλοσόφου, αλλά συγκρότηση μιας υπεριστορίας της μεταφυσικής ή της φιλοσοφίας
ως απαρχής και εξέλιξης των ιδεών.
Πράγματι, ο Παπαχαραλάμπους αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της
εκ του σύνεγγυς ανάγνωσης και αποφεύγει με επιδεξιότητα τον σκόπελο της
ερμηνείας του φιλοσοφικού συνεχούς, το οποίο η ίδια η χαϊντεγγεριανή σκέψη
αρνείται να αποδεχθεί, εξαντλώντας την δυναμική της διεμβόλιση των φιλοσοφικών
συστημάτων στην αποσπασματική ανάγνωση του φιλοσοφικού συνεχούς και αποσπώντας
μέσα από αυτό το συνεχές θραύσματα ερωτημάτων, τα οποία στη συνέχεια μετατρέπει
σε ερωτήματα περί της ίδιας της φιλοσοφίας, έτσι ώστε τελικά να αναδεικνύεται η
απορητική φύση του φιλοσοφικού σκέπτεσθαι ως κορωνίδα κάθε φιλοσοφικού
εγχειρήματος, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.
Υπ’ αυτή την έννοια, δίκαια και με οξυδέρκεια ο
Παπαχαραλάμπους «καθυστερεί» στις ομολογίες και στις αντιφωνήσεις της
χαϊντεγγεριανής εναίσθησης και προπάντων στις διαρκείς εξ αρχής εκκινήσεις του
Χάιντεγγερ μέσα στους τόπους του ερωτήματος ως αρχής και τέλους του
«φιλοσοφείν». Ασφαλώς, είναι αυτή η εμμονική προσκόλληση του Χάιντεγγερ στους
τόπους του ερωτήματος, το οποίο παραμένει περιφραγμένο μέσα στον εαυτό του και
έτσι ωθεί προς την ουσία του, που καθιστά τον λόγο του ένα ατομικό ιδίωμα με
καθολική ισχύ. Κατά τη διατύπωση του George Steiner,
«Ο φιλοσοφικός λόγος του Χάιντεγκερ γίνεται αυτό που οι
γλωσσολόγοι ονομάζουν ιδιόλεκτο, ατομικό ιδίωμα. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, το
άτομο στοχεύει στο να αποδώσει στο προσωπικό του ύφος επικοινωνίας μια καθολική
ισχύ. Ο Χάιντεγκερ έχει απόλυτη συνείδηση της ελλοχεύουσας ύβρεως και της
παραδοξότητας αυτής της διαδικασίας […] καμιά πλευρά της χαϊντεγκεριανής σκέψης
δεν μπορεί να αποκοπεί από το φαινόμενο του ύφους της γραφής του Χάιντεγκερ».[1]
Το χάρισμα του Παπαχαραλάμπους στην παρούσα σπουδή του είναι
κυρίως ότι καταδύεται σε αυτή την ελλοχεύουσα ύβρη, δηλαδή στο ύφος της γραφής
του Χάιντεγγερ, στο ιδίωμα (‘Jargon’ θα το ονομάσει η επιθετικότητα της
κριτικής του Theodor Adorno[2]),
στο ετυμολογικό παιχνίδι των χαϊντεγγεριανών νεολογισμών ή της αμφισημίας των
χαϊντεγγεριανών εμπλοκών με τις λέξεις και το πεπρωμένο των λέξεων, χωρίς
ωστόσο να μετατρέπει την κατάδυσή του σε μέτρο μιας προειλημμένης απόφασης των
δικών του αφορμήσεων, αλλά, αντίθετα, εγκαταλείποντας τη γραφή του μέσα στο
χαϊντεγγεριανό ιδίωμα, προς χάριν του ιδιώματος, προκειμένου να αιτιολογήσει
τους όρους και τις συνθήκες της καθολικής του ισχύος.
Κατά την αντίληψή μου, το χαϊντεγγεριανό ιδίωμα
περιελίσσεται γύρω από το συγκείμενό του, ήτοι γύρω από τη θεολογία της
ανάδυσης της κρυμμένης λέξης, η οποία συγκροτεί πράγματι ένα πανίσχυρο
συγκείμενο πάνω στο οποίο εδράζεται και η καθολική ισχύς του χαϊντεγγεριανού
υπαρξισμού. Ο Micha Brumlik επιμένει να χαρακτηρίζει το χαϊντεγγεριανό ιδίωμα
στην καταγωγική του περιοχή ως εγχείρημα επιστροφής στο Γνωστικισμό, ο οποίος
του χορηγήθηκε ως οδοδείκτης καθ’ οδόν προς τους τόπους του σκέπτεσθαι.[3]
Στο κέντρο της γνωστικής θεολογίας τίθεται ασφαλώς η ανάδυση της κρυμμένης
λέξης, μια ανάδυση που προκύπτει από τη «συντριβή της λέξης», η οποία «είναι το
πραγματικό βήμα» που οδηγεί πίσω στον δρόμο του σκέπτεσθαι», κατά τη διατύπωση
του ίδιου του Χάιντεγγερ.[4]
Ο George Steiner προχωρεί ένα βήμα περαιτέρω, αναφερόμενος επίσης στη
χαϊντεγγεριανή δήλωση κατά την οποία η ανάδυση της ελληνότροπης ακρόασης της
λέξης μας οδηγεί «άμεσα ενώπιον της καθαυτής προκείμενης υπόθεσης και όχι
αρχικά ενώπιον μιας απλής λεξικής σημασίας». Ο Steiner αποφαίνεται:
«Το ερώτημα με ποιον τρόπο αυτή η δήλωση δεν κάνει τίποτα
περισσότερο από το να αναπαράγει τις αλληγορίες του αδαμικού και του εβραϊκού
λόγου όπως τους συναντάμε στα καββαλιστικά και στα πιετιστικά δόγματα και το
ποιοι πιθανοί τρόποι υπάρχουν για να επιβεβαιωθούν οι δηλώσεις του Χάιντεγκερ
είναι θεμιτές και, πραγματικά, επιτακτικές ερωτήσεις. Αυτό που θέλουμε να
γνωρίζουμε τώρα, όμως, είναι ακριβώς πού μας οδηγεί αυτός ο “ετυμολογικός
ρεαλισμός”».[5]
Πρόκειται ωστόσο για έναν ετυμολογικό ρεαλισμό ή, κυριότατα,
για μια, μέσω της θεολογικής αλληγορίας, υπέρβαση του ετυμολογικού ρεαλισμού
προς την κατεύθυνση τουσυγκεκριμένου, το οποίο θα αποκαταστήσει τη λέξη,
διεμβολίζοντάς την καταστροφικά, ώστε να προκύψει η έκρηξη του ερωτήματος ως
τόπου του σκέπτεσθαι και ως διαμονής του ‘Philosophus-Theologus’, το πεπρωμένο
του οποίου ενδύεται το χαϊντεγγεριανό ιδίωμα;
Στο βαθμό που στη σπουδή του ο Παπαχαραλάμπους
συμπεριλαμβάνει ερωτήματα αυτού του είδους, αποδέχεται το θεολογικό συγκείμενο
του χαϊντεγγεριανού σκέπτεσθαι, επιχειρώντας να το ερμηνεύσει με όρους της
χαϊντεγγεριανής εκφραστικής. «Ο φιλόσοφος», γράφει ο Παπαχαραλάμπους,
«φαίνεται να εισηγείται τελικά ένα ‘θεϊστικό κοσμοείδωλο’
τόσο επειδή απορρίπτει την ‘κατηγορία’ του αθεϊσμού για τη φιλοσοφία του, όσο
και επειδή υπαινίσσεται το Θεό μη αποδεχόμενος την καθαρολογική διάκριση γνώσης
και πίστης […] Γι’ αυτόν η φιλοσοφία είναι αυτή η αυθεντική θεολογία που είναι
τελικά αποφατική: στο χαϊντεγγεριανό ‘Es gibt’ ο Θεός αναπαρίσταται ακριβώς σε
αυτό το κρυπτικό και άρρητο ‘Es’».
Η αποφατικότητα του χαϊντεγγεριανού ιδιώματος είναι βέβαια
ταυτόσημη με την αποφατική θεολογία του Γνωστικισμού, της γνωστικής
χριστολογίας και της καββαλιστικής προσκόλλησης στο ονομάζειν, η οποία, μέσω
της ανάδυσης της κρυμμένης λέξης, οδηγεί στην ουσία του Λέγειν και στην ανάγκη
της αντιφώνησης της γλώσσας προς τον Λόγο απ’ όπου η γλώσσα χορηγήθηκε. Δεν θα
ήταν υπερβολή να μιλήσουμε εδώ για μια «μαγική εκφραστική» του χαϊντεγγεριανού
ιδιώματος, η οποία, κατά κάποιον τρόπο, μυστικοποιεί τη σχέση μεταξύ της λέξης
και της ουσίας του πράγματος ως δεξίωσης στην «προσαγόρευση της γλώσσας». Η
γλώσσα, αποφαίνεται ο Χάιντεγγερ, «είναι αυτή που κατ’ αρχάς και τελικά μας
στέλνει νεύματα για την ουσία ενός πράγματος»,[6]
αλλά αυτά τα νεύματα βρίσκονται μάλλον στην ανοικτότητα του Μεταξύ ουρανού και
γης, δηλαδή στην αποφατικότητα του νεύματος και της ερμηνευτικής οδού. Αυτό
πιστεύω ότι υπαινίσσεται ο Steiner, μιλώντας για την καταλυτική επίδραση που ο
Χάιντεγγερ άσκησε στον υπαρξισμό και στους επιγόνους του. Σημειώνει ο Steiner:
«Η επίδραση του Χάιντεγκερ στο μεταπολεμικό υπαρξισμό […]
υπήρξε σαρωτική […] Η επίδρασή του στη θεολογία είναι σχεδόν συγκρίσιμη. Μέσω
του Karl Rahner, από την καθολική πλευρά, και μέσω του Bultmann, από την
προτεσταντική, η χαϊντεγγεριανή οντολογία, η σύλληψη της γονιμοποιού αμφισημίας
της ‘ερριμμενότητας στον κόσμο’ του ανθρώπου, η χαϊντεγγεριανή ερμηνευτική των
Γραφών ή ο τρόπος αναζήτησής του ώστε να ‘αφουγκρασθεί’ το πνεύμα, την ανάσα
του κρυμμένου πνεύματος στη γλώσσα, είχαν όλα ιδιαίτερη επίδραση. Αντιστρόφως η
θεολογία είχε διεκδικήσει τον Χάιντεγκερ ως δικό της εκπρόσωπο».[7]
Η συζήτηση περί του θεολογικού συγκειμένου του χαϊντεγγεριανού
ιδιώματος έχει αναμφισβήτητα ένα πλήθος συνδηλώσεων, τις οποίες η ερμηνευτική
έχει κατά καιρούς επισημάνει ποικιλοτρόπως. Ωστόσο, η κυριότερη ερμηνευτική
απόληξη δεν μπορεί να είναι άλλη από τη διαρκή ταυτολογική αναζήτηση του
βιβλικού «ειμί ο ων», η οποία υπεισέρχεται αμφίσημα μέσα στην και
προσαγορεύεται από τη γλώσσα ως πάθος ομολογίας και ιεροφάνειας. Το
χαϊντεγγεριανό «Είναι-μέσα-στον-κόσμο» αποτελεί την κορυφαία εκδήλωση της
ομολογιακής και ιεροφανειακής ταυτολογίας, διότι, κατ’ ουσίαν, εκεί ακριβώς το
χαϊντεγγεριανό ιδίωμα αποκρύπτει και συγχρόνως φανερώνει τον εαυτό του και τις
απρόβλεπτες (κάποιοι θα έλεγαν: αυθαίρετες) περιπλανήσεις του μέσα στους τόπους
του σκέπτεσθαι. Το πάθος του Χάιντεγγερ για τη χαμένη, την κρυμμένη λέξη και
για τις ετυμολογικές συνάψεις και συμπλοκές είναι, εξάλλου, η επιβεβαίωση της
αμφισημίας, την οποία αποκαλύπτει το πνεύμα ή η «ανάσα του κρυμμένου πνεύματος
μέσα στη γλώσσα».
Ωστόσο, ακόμη και υπό αυτή την προοπτική, το χαϊντεγγεριανό
ιδίωμα αντλεί μεγάλο μέρος της ισχύος του από τη ρομαντική διάσταση, την οποία
ενσωματώνει ως θεμελιώδη προκείμενή του. Αυτή η διάσταση, κατά τη δική μου τουλάχιστον
ανάγνωση, είναι θεμελιώδης πράγματι υπό την έννοια ότι το πάθος του σκέπτεσθαι,
ως ενόρμηση των χαϊντεγγεριανών περιπλανήσεων και των ριζοσπαστικών ανατροπών
του φιλοσοφικού συνεχούς βρίσκεται ήδη εκφρασμένο απροκάλυπτα μέσα στη ρομαντική
‘Weltanschauung’ ως καταστατικός-ιδρυτικός της όρος. Είναι αλήθεια ότι ο
Χάιντεγγερ ποτέ δεν ομολόγησε τις οφειλές του στους ρομαντικούς τόπους και στη
βοή και στο πάθος που εμπνέει η αποκάλυψη των τόπων αυτών. Είναι όμως επίσης
αλήθεια ότι, όπως ορθά παρατηρεί ο Allan Megill,
«η σιωπή του σχετικά με το ζήτημα των πιθανών συναφειών
ανάμεσα στη σκέψη του και στη σκέψη των ρομαντικών είναι τόσο εντυπωσιακή ώστε
να μπαίνει κανείς στον πειρασμό να τον κατηγορήσει για εσκεμμένη απόκρυψη».[8]
Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί, χωρίς ίχνος υπερβολής,
ότι ολόκληρη η χαϊντεγγεριανή θέαση της κρυμμένης λέξης και του ετυμολογικού
υπερβατισμού, δηλαδή της γλώσσας ως νεύματος για την ουσία του πράγματος, δεν
είναι παρά μια αισθητική αντίληψη για το Είναι μέσω της ποιητικής του Είναι, η
οποία έλκει την καταγωγή της από τη ρομαντική ποιητική εκφραστική, κατά τρόπον
ώστε να προκύπτει τελικά μια ώσμωση αποκαλυπτική ανάμεσα στο χαϊντεγγεριανό
ιδίωμα και στην προσκόλληση του ρομαντικού κοσμοειδώλου στο φαντασιακό πρόταγμα
μιας καθολικής ποιήσεως που εμψυχώνει τα πράγματα, δηλαδή νεύει προς τα
πράγματα απο-οικειοποιώντας τα και εντάσσοντάς τα, μέσω της γλώσσας, σε μια
κρυμμένη ομολογία, ήτοι στην αποφατική θεολογία του ‘deus absconditus’. Για το
σημαντικό αυτό ζήτημα, ο Παπαχαραλάμπους, στην αρχή της σπουδής του, κάνει μια
εξαιρετικά εύστοχη νύξη. Γράφει:
«αλλά και η ώσμωση της υπαρξιστικής φιλοσοφικής γραμματείας
με τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό δεν είναι ξένη στον Heidegger, που μπορεί να
μην συνέγραψε λογοτεχνικά έργα, ασχολήθηκε όμως έντονα στο ύστερο έργο του με
σημαντικούς και “δύσκολους” ποιητές, αν και βέβαια η ενασχόλησή του αυτή δεν
εντάσσεται εύκολα στον υπαρξιστικό κανόνα, τον οποίο θεωρείται ότι περισσότερο
εκφράζει η πιο φιλοσοφικά προσανατολισμένη (με τα ακαδημαϊκά κριτήρια)
υπαρκτική αναλυτική, αλλά φέρεται εν πολλοίς από ένα ευρύτερο ρομαντικό
πνεύμα».
Γράφει ο Χάιντεγγερ υπό μορφή σκεπτικής ρέμβης: «Ποτέ δεν
ερχόμαστε στις σκέψεις. Αυτές έρχονται σε μας». Και συνεχίζει: «τρεις κίνδυνοι
απειλούν τη σκέψη. / Ο καλός και γι’ αυτό ο ωφέλιμος κίνδυνος είναι η εγγύτητα
του άδοντος ποιητού. / Ο δαιμονικός και γι’ αυτό ο οξύτερος κίνδυνος είναι η
ίδια η σκέψη. Πρέπει να σκέπτεται εναντίον του εαυτού της, πράγμα που μόνο
σπάνια μπορεί να κάνει. / Ο κακός και γι’ αυτό ο πλέον περιπεπλεγμένος κίνδυνος
είναι το φιλοσοφείν».
Και τέλος: «Ο ποιητικός χαρακτήρας της σκέψης είναι ακόμη
συγκαλυμμένος […] Όμως η ποίηση που σκέπτεται είναι στ’ αλήθεια η τοπολογία του
Είναι».[9]
Εκκωφαντικά ακουστός είναι ο ρομαντικός χαρακτήρας της
ανάγκης του Χάιντεγγερ να επικαλείται τον άδοντα ποιητή, τον «Poeta-Theologus»,
τον οποίο ο ρομαντισμός ανέδειξε ως την κατακόρυφο της διαμονής του ποιητή μέσα
στο σκέπτεσθαι, να ομολογεί απερίφραστα, σκεπτικά ρεμβάζοντας, ότι η τοπολογία
του Είναι είναι η κρυμμένη ποίησή του, και όλα αυτά να τα επικαλείται με τον
τρόπο της καθολικής ποίησης, μέσω της οποίας συντηρείται η ελπίδα του να
φανερωθεί ο ποιητικός χαρακτήρας της σκέψης.
[Από τον πρόλογο του Στέφανου Ροζάνη στο βιβλίο]
[1] George
Steiner, Χάιντεγκερ (μετάφρ.: Ασιμίνα Καραβαντά), Πατάκης, Αθήνα 2000, σελ. 58.
[2] Theodor Adorno, The Jargon of
Authenticity (μετάφρ.:
Knut Tarnowski και
Frederic Will), Northwestern University Press, Evanston 1973.
[3] Micha
Brumlik, Οι Γνωστικοί (μετάφρ.: Μαίρη Ευσταθίου), Νήσος, Αθήνα 2006, σελ.
357-395.
[4] Όπως
παρατίθεται από τον Micha Brumlik, όπ.π., σελ. 386.
[5] Steiner,
όπ.π., σελ. 77.
[6] Βλ.
Στέφανος Ροζάνης, «Πλάτων και Χάιντεγκερ», σε: Στέφανος Ροζάνης - Δημήτρης
Τζωρτζόπουλος, Martin Heidegger – Μεταστοχασμός και Ερμηνεία, εκδ. Ρώμη,
Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 11, όπου και η σχετική παραπομπή.
[7] Steiner,
όπ.π., σελ. 225 (η έμφαση στο πρωτότυπο).
[8] Allan Megill, Prophets of
Extremity, University of California Press, Λονδίνο 1987, σελ. 21-22.
[9] Martin Heidegger, Poetry, Language,
Thought (μετάφρ.:
Albert Hofstadter), Harper and Row
Publishers, Νέα Υόρκη 1975, σελ. 6, 8, 12.
Παναγιώτης Δαραμάρας, Χωρίς τίτλο, 2018, χειροποίητο σχοινί, ξύλο και σελίδες βιβλίου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου