Κωστής Βελώνης, The White Stripes (Reclining Clown), 2019, ξύλο, πηλός και ακρυλικό, 28 x 52 x 14 εκ. |
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑ, Μετρό(ει)
αυτή η λύπη, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 34
Η σεφερική ποιητική, χαμηλόφωνη και αφηγηματική, αποτελεί
την πλέον διαδομένη αφετηρία για την σημερινή ποιητική κοινή. Έχουν μεσολαβήσει
βέβαια γενεές επιγόνων, με αποτέλεσμα
αυτή η αφετηρία σχεδόν να μην αναγνωρίζεται ως τέτοια αλλά να χάνεται μέσα στο
ποιητικό παρελθόν. Κι όμως, οι αισθητικοί προσανατολισμοί, και τα συνακόλουθα αισθητικά
όρια των επιγονικών εκφάνσεων από αυτήν ορίζονται, έστω κι αν απομακρύνεται στο
βάθος της σκηνής. Έτσι, μάλλον μοιραία, αυτή η από δεύτερο ή τρίτο χέρι
συνέχειά της έχει ως βέβαιο αποτέλεσμα μια διαδρομή απίσχνασης του ποιητικού
λόγου, που χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από τα εξωτερικά μόνο στοιχεία
της σεφερικής ποιητικής (ελεύθερος στίχος, χαμηλοφωνία, αφηγηματικότητα), χωρίς
την ποιητικότητά της.
Η Ελένη Καρά γνωρίζει και παρατηρεί ποιητικά όλη αυτή τη
διαδρομή, και πιάνει το νήμα από την πηγή του. Όχι για να επαναλάβει το
εγχείρημα του ένδοξου προγόνου αλλά γιατί αυτή η ποιητική γλώσσα ανταποκρίνεται
στην ποιητική της διάθεση, που εμφανώς είναι να αφηγηθεί, σε γλώσσα στρωτή και
άμεση, συναισθήματα και σκέψεις, την προσωπική της εμπειρία.
Αλλά οι ομοιότητες και οι οφειλές σταματούν εδώ. Στον λόγο
της Ελένης Καρά, η σεφερική ποιητική αποκτά έναν ρυθμό διπλάσιας έντασης, με
αποτέλεσμα η ροή της αφήγησης να γίνεται ασθματική, η νοηματική ακολουθία να
σπάζει κι αυτή, με κενά, με χάσματα, με συνειρμικές εικόνες.
Η έκρηξη πλησιάζει./
Ψυχές διαμελίζονται∙ αλλά ας τελειώνουμε πια με αυτό το αστείο:/ ο κόσμος δεν
θα ανασυγκολληθεί/ ούτε με τρικ ούτε με λέξεις./ Μες στους θρυμματισμένους
ύπνους μου/ σκορπίζονται θρύψαλα θανάτου.
Η χαμένη ενότητα του προνεωτερικού κόσμου, και εκείνη της
εθνικής ιστορίας, καθώς και η χαμένη συνεκτικότητα/μονολογικότητα του
αισθητικού πεδίου, δηλαδή ό,τι θρηνεί ο Σεφέρης βλέποντας τα σπασμένα μάρμαρα,
δεν απασχολούν την Καρά, γιατί έχει να αντιμετωπίσει τον δικό της, ατομικό πια,
θρυμματισμένο κόσμο, θρυμματισμένο εαυτό. Έτσι, η ματιά της απεκδύεται τη
συγκατάβαση και τη μακαριότητα και γίνεται επιθετική, κριτική, απέναντι στην
πραγματικότητα, συναντώντας εδώ τον Νίκο Καρούζο, αλλά και απέναντι στην
ποιητική πραγματικότητα, συναντώντας τις αφετηρίες του μοντερνισμού, μέσα από
έναν άριστο γνώστη τους, τον Τάκη Σινόπουλου, μετερχόμενη π.χ. την τεχνική της
βίαια κομμένης, ατελείωτης φράσης, που τελευτά με επίρρημα (που), με πρόθεση
(δια), με μόριο ακόμη (δεν), ανακαλώντας εκείνου τον Νεκρόδειπνο, εννοηματώνοντας και στιχοποιητικά τα δύο ποιήματα,
στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου, που φέρουν τον τίτλο «Ψυχοπομπός».
Για να καταλήξει στο «Επίμετρο»: Απ’ τον Χορκχάιμερ χύνονται πράσινα μαλλιά/ Χείλη σαρκώδη τη διαλεκτική
ρουφάνε/ Δεν είναι ο υλισμός μαβής/ Τα σύννεφα είναι που κυλάνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου