Το έργο
του Γιάννη Θεοδωρόπουλου
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΠΕΤΡΗΝΟΥ
Μέσα από τις φωτογραφίες του, ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος
εφευρίσκει, αναμοχλεύει, ανακατασκευάζει, μεταμορφώνει τα αντικείμενα του
σπιτιού-εργαστηρίου του. Η διαδικασία αυτή απέχει πολύ από το να είναι μια
ημερολογιακή ή μνημονική καταγραφή. Όσο και αν το πατρικό σπίτι είναι
φορτισμένο από παιδικές και εφηβικές οικογενειακές εικόνες άλλοτε τραυματικές, στοιχειωμένες,
εν τούτοις παραμένει μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τον φωτογράφο εικαστικό
καλλιτέχνη.
Μέσα σε αυτόν τον οικείο χώρο, ο Θεοδωρόπουλος δημιουργεί
πιθανούς χώρους, πιθανές σκηνοθεσίες. Αυτή η καθήλωση στις ρίζες έχει έναν χαρακτήρα επιστροφής αλλά και
απόστασης, όσο οξύμωρο και αν φαίνεται. Επιστρέφει στους χώρους για να δει και
να μας κάνει κοινωνούς εκείνου που βλέπει σήμερα, σε έναν παρόντα χρόνο. Μέσα
από αυτή την κατά συνθήκη επιστροφή, οι φωτογραφίες του δεν μας δείχνουν κάτι «από
τα παλιά».
Ο χώρος του σπιτιού-εργαστηρίου δεν είναι εξιδανικευμένος
ούτε και φανταστικός, ονειρικός. Ενυπάρχει σε αυτόν ένα μείγμα οικειότητας και
ανοικειότητας. Οι φωτογραφίες του αναδεικνύουν την σιωπή του χώρου. Ο
καλλιτέχνης προχωρεί ψάχνοντας βήμα -
βήμα μέσα σε ένα παρελθόν που γίνεται παρόν. Επανέρχεται στους χώρους
όχι για να διηγηθεί, για να επαναφέρει στην μνήμη ένα μέρος της ιστορίας στο
σήμερα. Επανέρχεται στους χώρους του σπιτιού του μόνος. Μέσα από αυτή την
ησυχία μας διηγείται το ουσιαστικότερο. Οι φωτογραφίες του έχουν μια «γοητεία»,
αυτήν του σπιτιού-εργαστηρίου. Η μνήμη του χώρου αναποδογυρίζει όπως βγάζουμε
ένα γάντι. Ο Θεοδωρόπουλος μπαίνει σε έναν ρόλο τοπογράφου δημιουργώντας μια
μικρογεωγραφία της ατμόσφαιρας του χώρου. Τα αντικείμενα του σπιτιού, μια
πολυθρόνα για παράδειγμα, μετακινούνται και φωτογραφίζονται διαφορετικά, καθώς
ο καλλιτέχνης τους μεταγγίζει μια μελλοντική πραγματικότητα. Κατ’ αυτόν τον
τρόπο γεννιέται μια μυθιστοριογραφία του πραγματικού, όπου υπάρχει μια
σύγκρουση ανάμεσα στο παρόν και το παλαιό εκείνων των χρόνων.
Ο φωτογράφος τρέχει πίσω από το επιθυμούμενο μοτίβο του
ξεγλιστρώντας από παρελθοντολογικές αναβιώσεις. Μέσα από αυτή την έρευνα και το
κυνήγι του φωτογραφικού θέματος υπάρχει μια κίνηση, μια μέθοδος που γεννά μια
έμμονη ιδέα (idée fixe). Υπάρχει μια υπομονή στη μέθοδο και μια
διάρκεια στην προσήλωσή του. Κάτι εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά του εντελώς
απρόοπτα. Αποτυπώνει μια τυχαία εικόνα η οποία είναι διακριτική, απροσδόκητη
και ταυτοχρόνως εκρηκτική. Συμβαίνει μια συνάντηση ανάμεσα στο μάτι του φωτογράφου
καλλιτέχνη και το θέμα του. Αυτό το
τυχαίο εύρημα φέρει την ουσία της αναζήτησης, της διαδρομής από το τότε στο
σήμερα, λειτουργώντας αποπροσανατολιστικά για το οικείο περιβάλλον.
Ο Θεοδωρόπουλος γοητεύεται από αυτές τις τυχαίες
εμφανίσεις των θεμάτων του. Λειτουργεί σαν ένας περιηγητής ενός κλειστού,
περιορισμένου, και πεπερασμένου χώρου. Τακτοποιεί τα αντικείμενα του
σπιτιού-εργαστηρίου, αυτά τα ετερόκλητα αντικείμενα, πράγματα της ζωής σε μια
τυχαία συνεύρεση, σε ένα νέο χωρόχρονο. Κατά έναν παράδοξο τρόπο εμφανίζεται
ό,τι πήγε να χαθεί.
Στις φωτογραφίες του ενυπάρχει ένα στιγμιαίο άνοιγμα μιας
απόκρυψης. Εκθέτει ένα «ντεκόρ» το οποίο διαρκώς μετακινείται και χάνεται. Αναζητά
το περιβάλλον της μορφής μέσα σε ένα αδιάφορο φόντο. Κατοικεί έναν χώρο ο οποίος
επίμονα και συστηματικά προσδοκά την
καταβρόχθισή του. Όλα παίζονται σε μια στιγμή όπου ο φακός του
καλλιτέχνη ψάχνει να ορίσει το νέο του μοντέλο το οποίο καταπίνει το υπάρχον αντικείμενο
αφήνοντας μόνο εγκαταλελειμμένα υπολείμματα, αυτά τα λείψανα, ερείπια του
παρελθόντος. Η προσέγγιση του φωτογράφου
τοποθετείται σε ένα συνεχές μοντάζ μετατοπίσεων, αποσπασμάτων, γρίφων. Μιλάμε
για μια σχεδόν ιερή μοναξιά του θέματος, της λήψης χωρίς μεταφυσικές αναφορές.
Οι φωτογραφίες του Θεοδωρόπουλου, μας αγγίζουν σαν μια παραμόρφωση.
Αγγίζει τα διάφορα αντικείμενα του σπιτιού του διαλύοντάς
τα μέσα από ένα διακριτικό βλέμμα. Πρόκειται για μια προκαθορισμένη αισθητική.
Έχουμε να κάνουμε με λεπτομέρειες, αποστάσεις πολύ καλά σχεδιασμένες μέσα από
το άγγιγμα του βλέμματος του φωτογράφου. Ξεχωρίζει και διαχωρίζει τα ποικίλα
αντικείμενα του χώρου, ενός αναχρονιστικού γούστου για το σύγχρονο βλέμμα, σε
μια νέα συνθήκη. Τραβάει θαυμαστές και αποτελεσματικές εικόνες μέσα από συνεχείς
μετατοπίσεις, μέσα από ένα χαοτικό bric-à-brac χωρίς να γοητεύεται από την όποια ελαφρότητα. Ο Θεοδωρόπουλος
αποφεύγει τους πειρασμούς στις φόρμες του παρελθόντος, παλεύει ενάντια στον
εαυτό του ψάχνοντας με ανείπωτη επιθυμία την μορφή της λήψης του. Με αυτήν την προϋπόθεση
μπορούμε να μιλήσουμε για τον «θάνατο» του κειμηλίου.
Οι εικόνες του δεν έχουν αναμνηστικό χαρακτήρα παρά την
ιδιωτική και προσωπική τους αφετηρία. Απογυμνώνονται από το παρελθόν. Η
προσέγγιση μοιάζει με μια κάθαρση. Κάθε φωτογραφία και μια κάθαρση, μια
αιώρηση. Ο καλλιτέχνης αδιαφορεί για το ντοκουμεντάρισμα. Απομονώνει και
ακινητοποιεί με μια αστραπιαία ακρίβεια, με μια ταυτόχρονη αυστηρότητα και
απλότητα: αυτή είναι η μέθοδός του. Φωτογραφίζει με έναν διαυγή και σαφή τρόπο
χωρίς αστάθειες. Αποσυνθέτει και ανασυνθέτει όπως σε ένα όνειρο. Εφευρίσκει
νέες ιεραρχίες στα φωτογραφικά μοντάζ του. Οι όμορφες εικόνες του στέκουν
μακριά από την όποια αδιαφορία. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει.
Τα έργα του δεν λειτουργούν ως καθρέφτισμα του προσωπικού
περιβάλλοντος. Οι φωτογραφίες του Θεοδωρόπουλου μας αρέσουν, μας γοητεύουν τόσο
πολύ επειδή δεν αποτελούν ψυχογραφήματα παρά το γεγονός ότι το σπίτι-εργαστήριο
φαίνεται να είναι ένας βιωματικός χώρος.
Η Χριστίνα
Πετρηνού είναι ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων
Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Δύτης ΙΙ, 2015 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου