Κοιτώ ένα πουλί. Το γνωρίζω μήνες. Δεν ξέρω αν είναι
αποδημητικό που ξέμεινε με τον τρελό
καιρό. Έχει μαύρο γωνιώδες σώμα –αν είναι δυνατόν! – κολοβή ουρά, λαιμό μακρύ
και χοντρό με μαυριδερά λεπτά πούπουλα
και κοντά φτερά που φτάνουν ώς τη μέση του. Κάθεται πάνω σ’ ένα κλαδί της
κουμαριάς που βλέπω από το παράθυρό μου και παρακολουθώ τον κύκλο εργασιών της
όλο το χρόνο. Με το κόκκινο χοντρό ράμφος του, τόσο χοντρό που αρχίζει από κει
που τελειώνει ο λαιμός του –και είπαμε πως ο λαιμός του είναι χοντρός – με αυτό
το λισγάρι του σπάει και τρώει τα κούμαρα εδώ και ώρα. Βοσκάει μέρες μόνο του σ’
αυτήν την ερημιά. Γερό μου φαίνεται και ενήλικο. Και μου αρέσει, το ψάχνω κάθε
μέρα. Σιωπηλό αλλά κινούμενο διαρκώς,
δεν παίρνω όρκο για το τι κάνει ακριβώς. Πέρασαν ένα ζευγάρι τσίχλες, ένας
κοκκινολαίμης, κοτσύφια, σπουργίτια ζωηρά. Κανένα δεν στάθηκε πλάι του. Μόνο
του βόσκει το τεθλασμένο πουλί για καιρό. Αλλά σήμερα , έτσι που στάθμευσε στην
κουμαριά και με το κόκκινο λισγάρι του τρώει τα μισογινωμένα κούμαρα δεν το
βλέπω καλά… Υπολογίζω ότι μέχρι αύριο θα έχει αποδημήσει.
Εξερευνά επικίνδυνους τρόπους ζωής, δεν ξέρω πώς γλίτωσε ως
τώρα. Όχι, δεν το βλέπω καλά. Με ελαττωματικό ένστικτο και χωρίς οικογένεια και
τόσο που έζησε πολύ είναι.
ΑΡΕΤΗ ΓΚΑΝΙΔΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου