Διονύσης Καβαλλιεράτος, Αποπροσανατολισμένος χορός / Παραπλανημένος πλανήτης, άποψη της εγκατάστασης |
ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ
JEROME K. JEROME, Οι τεμπέλικες
σκέψεις ενός τεμπέλη, μτφρ. Καραγιαννόπουλος Θάνος, εκδόσεις Οξύ, σελ. 213
«Η μνήμη
είναι ένας σπάνιος εκτροφέας φαντασμάτων», σελ. 205
Η διάρθρωση της καθημερινότητας εμπεριέχει και συντηρεί εικόνες
συμβάντων και αντικειμένων, που μπορεί αρχικά να φανούν τετριμμένες και ευάλωτες. Καθώς ο καθένας
εμπλέκεται σε μνημονικές διαδικασίες ή «διασώζει» κείμενα παρελθοντικά,
τοποθετώντας τα στο κάδρο της ζωής του, μέσα από μια διαδικασία πολιτική και
αισθητική, υπάρχει ένα είδος αέναης παράταξης φασμάτων. Η οικειοποίηση,
άλλωστε, δημιουργεί νέες συνθέσεις και αλληλεπιδράσεις παρόντος, παρελθόντος
και μέλλοντος. Έτσι η ιστορικότητα παύει να είναι χρονική ανάκληση γεγονότων
και διεισδύει πολυφωνικά παντού.
Ο άγγλος Jerome K. Jerome (1859-1927),
έγινε γνωστός από το βιβλίο του «Τρεις σε μια βάρκα (χωρίς να υπολογίζουμε τον
σκύλο)» (1889). Το βιβλίο επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις
Παπαδόπουλος το 2017. Από την πρώτη έκδοσή του έγινε επιτυχία και έκανε τον
συγγραφέα του γνωστό, μετά από άλλες πολλές συγγραφικές προσπάθειες. Αν και για
οικονομικούς λόγους παράτησε το σχολείο στα δεκατέσσερά του, καθιερώθηκε ως
σατιρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το βιβλίο «Οι τεμπέλικες σκέψεις ενός
τεμπέλη» εκδόθηκε το 1886 και παραμένει επίκαιρο, με τις συνυφάνσεις των
στοχασμών του για την τεμπελιά, τον
έρωτα, τη θλίψη, τη φτώχεια, τα μωρά, και τη μνήμη. Αξιοποιώντας τον καυστικό
βρετανικό σαρκασμό, ο συγγραφέας συνθέτει
ένα σατιρικό κολλάζ «για το πώς να προχωρήσεις στον κόσμο» (βλ. το ομότιτλο
κείμενο).
Οι περασμένες αγάπες γίνονται αφορμή για την τρυφερή διαπίστωση:
«Μένουν κι οι δυο τους έκπληκτοι με το ξεθώριασμα του άλλου, όμως κανείς δεν
βλέπει τη δική του αλλαγή» (σ. 29). Η μελαγχολία και η ματαίωση γίνονται
αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής και ο Jerome, αποφεύγοντας τη στερεοτυπία ενός άκαρπου ευδαιμονισμού, αποδέχεται
τις εναλλαγές του βίου και της διάθεσης. Καθώς η μελαγχολία εφορμά, οι
αποφάσεις χαρακτηρίζονται από αμφιθυμία. «… φλερτάρεις με την ιδέα να κάνεις
μια επίσκεψη στους Τόμσον. Καθώς φοράς τα γάντια σου, θυμάσαι πως οι Τόμσον
είναι ηλίθιοι ποτέ δεν τρώνε βραδινό και θα περιμένουν από σένα να κάνεις και
χαρές στο μωρό τους. Καταριέσαι τους Τόμσον και αποφασίζεις να μην πας» (σ.39).
Αφοπλιστικά ο συγγραφέας περιγράφει την εγωτική απλουστευτική ματαιοδοξία, με
την οποία αξιολογούνται συχνά οι σχέσεις με τους άλλους. Οι άνθρωποι είναι
καλοί όταν μας κάνουν τα χατίρια και κακοί όταν δεν κάνουν αυτό που θέλουμε. Η
επισήμανση πως «η μάχη της ίδιας της ζωής δίνεται κι αυτή ενάντια στις
πιθανότητες» συμβαδίζει με την προτροπή πως «είναι καλύτερα να προσπαθείς και
να αποτυγχάνεις παρά να σου φύγει η ζωή απ’ τα χέρια μες στον ύπνο σου» (σ.85).
Σε ένα από τα πιο απολαυστικά κείμενα του βιβλίου ο συγγραφέας
καταδικάζει την «παπαγαλίστικη σχολή φιλοσοφίας» (σ. 128) που συνδέει τη
συστολή με την ανασφάλεια. Σ’ αυτό συνθέτει με διαυγές χιούμορ τις δυσκολίες
και τον διαρκή χλευασμό ενός ντροπαλού ανθρώπου, επιτονίζοντας το δίπολο
κυνισμού και ευαισθησίας.
Στο κείμενό του «Για τα μωρά» ο Jerome αναστοχάζεται τις μονοδιάστατες
έμφυλες κατασκευές ταυτοτήτων, ανατέμνοντας καυστικά τη μυθοποίηση της
μητρότητας. «Αν όμως θέλετε να ξύσετε
τον πάτο της περιφρόνησης και του μίσους που μπορεί να νιώσει ένας συνάνθρωπος
για σας, αρκεί να σας ακούσει μια νέα μητέρα να αναφέρεστε στο μονάκριβο μωρό
της λέγοντας “αυτό”» (σ. 139).
Ο σαρκασμός γίνεται συχνά πολιτικός στα κείμενα του Jerome, καυτηριάζοντας την
επιδερμικότητα με την οποία οι προνομιούχοι αξιολογούν τις ζωές των άλλων. «“Α
πόσο πιο ευτυχισμένος είσαι από μένα”-ιδανική σκέψη και για χοντρούς γηραιούς
κυρίους που κακαρίζουν για την ανωτερότητα της ένδειας έναντι των αγαθών. Όλα
αυτά είναι βλακείες του αέρα. Ένας πόνος στο κεφάλι πολύ γρήγορα σε κάνει να
ξεχάσεις τον πόνο στην καρδιά… Και όταν κάποιος πεινάει πολύ δεν νιώθει τίποτε
άλλο» (σ. 154).
Στα κείμενα θίγονται και τα
όρια της μνήμης και της λήθης και η αναπόφευκτη αλληλεπίδρασή τους. Ο
συγγραφέας επισημαίνει την αναγκαιότητα τού να ξεχνάς και το πάγιο πολιτικό
αίτημα να εξετάζεται κριτικά ό,τι κάθε φορά ανακαλείται. Σε κάθε επίγευση των
πολυποίκιλων διακλαδώσεων των γεγονότων κάτι μένει πίσω και κάτι επανέρχεται
στο προσκήνιο, ενώ παράλληλα οι δικές μας ιστορίες συνομιλούν με τις ιστορίες των
άλλων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η πρόσκληση του συγγραφέα που θυμίζει το επιμύθιο
παραμυθιού: «ας φάμε, ας πιούμε κι ας χαρούμε» (σ. 164), δεν είναι επίκληση
θετικιστική, αλλά η διαπίστωση πως στα ερέβη του πραγματικού υπάρχει χώρος για
ανασύνταξη δυνάμεων. «Αλλά επιτέλους φτάνει το πρωί και βλέπω ότι έχω γίνει ο
εαυτός μου» (σ. 213).
Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου