ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
ANDREW CULP, Σκοτεινός
Ντελέζ, μτφρ. Χλόη Κολύρη - Παναγιώτης Τριτσιμπίδας, εκδόσεις Επέκεινα, Τρίκαλα,
σελ. 180
Ο Theodor Adorno αποκαλούσε τον Hegel "σκοτεινό". Ο
Adorno υπήρξε αναμφισβήτητα ο "σκοτεινός" στοχαστής της Σχολής της
Φραγκφούρτης. Στα Minima Moralia έγραφε:
"Τελικά δεν επιτρέπεται στον συγγραφέα να κατοικεί ούτε στο γράψιμο"1. Άρα,
μιλώντας ο Adorno για τον "σκοτεινό" Hegel, ομολογούσε, κατά κάποιον
τρόπο, τον εαυτό του, και συγχρόνως την ανημπόρια του συγγραφέα να βρει τη
διαμονή του μέσα στο γραμμένο κείμενο. Εξ ου και η "σκοτεινιά" του
κειμένου. Ο Jacques Derrida αποφαίνεται ότι σε όλες τις γλώσσες υποφώσκει μια
μεσσιανική a priori δομή, η οποία προσδίδει την υποσχετική διάσταση της
ομιλίας: από τη στιγμή που κάποια λέξη προφέρεται, εκφέρεται συγχρόνως και η
μεσσιανική υπόσχεση της αλήθειας2. Προκύπτει, κατά συνέπεια, ότι στο θεμέλιο της
γλώσσας ενυπάρχει μια οντολογική ουτοπία, μια Εστία δηλαδή, η οποία, όπως θα
έλεγε ο Miguel Abensour, είναι η "Εστία του Είναι" ως υπόσχεση της
αλήθειας. Αυτή η μεσσιανική-ουτοπική υπόσχεση είναι η "σκοτεινιά" που
ενεδρεύει μέσα σε κάθε κείμενο, μια "σκοτεινιά" που το κείμενο θέλει
να την μιλήσει. Το αχανές της "σκοτεινιάς" είναι το άλεκτο, ή
ανονόμαστη σημασία, η αιχμηρή κόψη της σιωπής, όπως θα έλεγε ο George Steiner,
και τελικά η εξάρτηση της γλώσσας μέσα στη γλώσσα. Ο Hugo Van Hofmannstkal αυτή
τη "σκοτεινιά" υπονοούσε λέγοντας ότι η γλώσσα, επιχειρώντας να διατυπώσει
οποιαδήποτε κρίση, διαλύεται στο στόμα "σαν σαπισμένα μανιτάρια"3.
Ο Andrew Culp αποκαλεί τον Ντελέζ "σκοτεινό" ακριβώς
εξαιτίας του εγχειρήματός του να εμπλακεί μέσα στη "ζοφερή έγκληση της
κρύπτης", η οποία ασφαλώς ενοικεί στη γλώσσα, όταν η γλώσσα εντυλίσσεται
στη "διαχεόμενη αρνητικότητα των εννοιών και των συναισθημάτων". Το
σκότος, διατείνεται ο Culp, "αναδύεται από διανοητές που νοιάζομαι για τη
σημερινή πολιτική κατάσταση, και γι' αυτό γεννάει έναν επαναστατικό Ντελέζ που
προτάσσει την επαναστατική άρνηση [...] Αυτός ο αλλιώτικος Ντελέζ συγκροτεί
έναν 'αντικανόνα' [...]. Στο επίπεδο των εννοιών, αναγνωρίζει κανείς ότι η
αρνητικότητα διαποτίζει όλα τα γλωσσικά προθέματα (από-, α-, αν-, μη) που
χρησιμοποιεί ο Ντελέζ όταν αναφέρεται στη διαφορά, το γίγνεσθαι, την κίνηση και
τη μεταμόρφωση. Όσον αφορά το συναίσθημα, επενδύει στον λόγο του Ντελέζ για το
απροσδιόριστο, το εν αποκρύψει, την ντροπή του να είναι κανείς άνθρωπος, και
τέλος την τερατώδη δύναμη της κραυγής [...]. Ο Σκοτεινός Ντελέζ παράγει έννοιες
μόνο και μόνο για να γράφει σενάρια επιστημονικής φαντασίας αποκαλυπτικού
τύπου".
Πράγματι, ο Ντελέζ γράφει "σενάρια επιστημονικής φαντασίας
αποκαλυπτικού τύπου", διότι ενδίδει οδυνηρά στη μεσσιανική-ουτοπική
υπόσχεση της αλήθειας, και διότι ενδίδοντας σε αυτή την υπόσχεση, η γλώσσα
διαλύεται στο στόμα του "σαν σαπισμένα μανιτάρια". Και η αξίωσή του
για έναν ανένδοτο αποκαλυπτικό τύπο της γραφής τον οδηγεί στη "διαχεόμενη
αρνητικότητα των εννοιών", δηλαδή στην εξάρνηση της ίδιας της γλώσσας,
όταν ο πυρήνας των εννοιών και των συναισθημάτων είναι η ζοφερή, η σκοτεινή
κρύπτη της γλώσσας, εκεί ακριβώς που επισυμβαίνει η βίαιη πρόσκρουση της
γλώσσας στα όρια του άλεκτου, του απροσδιόριστου, του εν αποκρύψει, και της
τερατώδους δύναμης και κραυγής.
Ο Culp προσθέτει κάτι σημαντικό σε σχέση με τη σκοτεινή
"κρύπτη" της γλώσσας του Ντελέζ: "Ο Σκοτεινός Ντελέζ",
γράφει "μας ζητά να καταστρέψουμε τα είδωλά μας. Ο πρώτος στόχος είναι
αρνητικός, μια 'ριζική απόξεση', όπως στη σχιζοανάλυση των Ντελέζ και Γκατταρί:
να γκρεμίσουμε τα ιερά τους, να σπάσουμε τους κίονές τους, να παραδώσουμε στις
φλόγες τα ιερά τους τεμένη, να ρίξουμε κάτω τις λαξευμένες μορφές των θεών τους
και να εξαλείψουμε διά παντός τα ονόματά τους (ΑΟ, 311)".
Ο Culp ορθά επισημαίνει ότι ο "σκοτεινός" Ντελέζ "δεν
παίζει τον ρόλο ενός προφητικού γκουρού". Όμως μιλά μια γλώσσα που έχει
βαθιά τις ρίζες της στη βιβλική προφητεία, από την οποία διατηρεί το
διφορούμενο των λέξεών του, πολλές φορές τον οξύ καταγγελτικό του λόγο, ή άλλες
φορές την κρυπτικότητα της αναγγελίας. Πάντως, το παράπονο του Φρόυντ δεν τον
αφορά. Ποτέ δεν έγινε τελικά σάρκα από τη σάρκα και αίμα από το αίμα αυτού που
καταγγέλλει: "μπορεί να είμαστε από τον κόσμο αυτόν αλλά σίγουρα δεν
είμαστε γι' αυτόν".
Ο "σκοτεινός" Ντελέζ θέλει να γκρεμίσει, να καταστρέψει,
να εξαλείψει. Η γλώσσα του διατηρεί την ορμή της σαγήνης, έστω κι αν αυτή η
ορμή οδηγεί τελικά στην καταστροφή των πραγμάτων, των εννοιών και των
συναισθημάτων. Αυτή η καταστροφή, μέσω της σαγήνης, σημαίνει ασφαλώς την άρνηση
των πραγμάτων, των εννοιών και των συναισθημάτων να παραμείνουν μέσα στην
παρουσία και στη βεβαίωσή τους. Σημαίνει να αποδεχθούν αυτό που δεν είναι, αυτό
που δεν δύναται να βεβαιωθεί, διότι αυτό ακριβώς είναι η ουσία τους η οποία
ωθεί προς τη γλώσσα και το νόημα, δηλαδή προς την περιπέτεια της γλώσσας και
του νοήματος. Ο Jean Baudrillard μιλούσε να την "ικανότητα εξάρνησης του
πραγματικού και αντιπαράθεσης στο πραγματικό μιας άλλης σκηνής όπου τα πράγματα
υπακούουν σε έναν ανώτερο κανόνα παιχνιδιού"4. Πιστεύω ότι παρόμοιο είναι και το
σχέδιο και η προοπτική του "σκοτεινού" Ντελέζ: να ανακαλύψει την
"άλλη σκηνή" και να την αντιπαραθέσει στο πραγματικό, στο
καθιδρυμένο, στο από καιρό τώρα αυτονόητο των εννοιών. Τον απασχολούν έντονα τα
ανεπίκαιρα χάσματα μη επικοινωνίας "που διασπούν τα κυκλώματα αντί να τα
επεκτείνουν", κατά τη διατύπωση του Culp.
Σε αυτή την "άλλη σκηνή", η ουτοπική θεώρηση φαίνεται να
είναι μια άλλη ώθηση, ίσως όχι με την κλασσική της έννοια, αλλά τροποποιημένη
έτσι ώστε να αντιπαρατίθεται προς τη δυστοπία της ολοκληρωτικής δημοκρατίας,
της μαζοκουλτούρας, της τεχνοεπιστήμης και των εξουσιαστικών δομών που
απορρέουν από τα πλέγματα και τη λειτουργία των μηχανισμών καθυπόταξης και
απανθρωποποίησης. Ο Culp επισημαίνει αυτή την προσχώρηση στο ουτοπικό πρόταγμα
των Ντελέζ και Γκατταρί. "Υπάρχουν βέβαια" γράφει, "πολλοί που
θεωρούν ότι ήδη βρισκόμαστε με το ένα πόδι στην ουτοπία. Μήπως όμως θα ήταν πιο
σωστό να πούμε ότι είμαστε και με τα δύο πόδια σε ένα παρόν που πηγάζει προς τη
δυστοπία; Οι Ντελέζ και Γκατταρί επικαλούνται την ουτοπία στην αναζήτηση ενός
νέου λαού και μιας νέας Γης (WP, 99)".
Αναμφισβήτητα, η ουτοπία κάτι θέλει να χτίσει, κατά τη διατύπωση
του Martin Buber. Αλλά πριν χτίσει έχει ανάγκη να καταστρέψει, έστω και αν αυτό
που καταστρέφει ανάγεται, ή πιστεύεται ότι ανάγεται στις οντολογικές
προκείμενες του ανθρώπου. Οι Ντελέζ και Γκατταρί αποδέχονται τη συλλογική
ανατροπή της οντολογίας και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο προσχωρούν στην ουτοπία,
ίσως όχι για να καταστρέψουν τον κόσμο, αλλά επειδή έχουν το βλέμμα τους
σταθερά προσηλωμένο στο μέλλον μέσω της ουτοπικής ανατροπής, ακόμη και των
οντολογικών σταθερών.
Κατά την αντίληψή μου, η προσκόλληση του Ντελέζ στην νιτσεϊκής
αντιδιαλεκτική φανερώνει την υποφώσκουσα ουτοπική και ταυτόχρονα ρομαντική
προοπτική της ολικής ανατροπής των σταθερών την οποία επιχειρεί. Η απόρριψη του
Καντιανού υπερβατολογικού ιδεώδους, προκειμένου να αναδυθεί ένας χώρος
επιθυμιών και προθετικοτήτων οι οποίες έχουν απωθηθεί, καταπιεστεί και/ή
συρρικνωθεί μέσω των μηχανισμών της νεωτερικότητας, οδηγούν τους Ντελέζ και
Γκατταρί στην ανάδειξη της παραβατικότητας με τη μορφή της επανένωσης του
ερωτικού με το ιερό, κατά το πρόταγμα του επαναπροσδιορισμού του χριστιανικού
μυστικισμού από τη ρομαντική Weltanschauung, καθώς και της κριτικής των
νεωτερικών φιλοσοφιών της συνείδησης μέσω της νιτσεϊκής
ουτοπικής προσήλωσης στο ανθρώπινο σώμα5.
Η "σκοτεινιά" του Ντελέζ πηγάζει κατ' εξοχήν από την
ανατροπή των σημαινομένων και από την απόδοση ενός καινούργιου πρωτείου στο
ασυνείδητο, στο σωματικό, στην υλικότητα και στην επιθυμία, προκειμένου να
καταδειχθεί ένα ριζοσπαστικό πεδίο ηθικών και πολιτικών συμπερασμών. Ο Ντελέζ
αρνείται να αναγνωρίσει όριο μέσα στον χώρο της φαντασιακής αναπαράστασης
"είτε αυτή θεωρείται ως ριζοσπαστικά αυτόνομη μορφή, είτε ενσωματώνεται
πλήρως στον κόσμο της ιστορικής εμπειρίας"6. Γι' αυτό ακριβώς είναι
"σκοτεινός".
1. Theodor W. Adorno, Minima Moralia, μτφρ. Λευτέρης
Αναγνώστου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1990, ρ. 164.
2. βλ. Simon Critchley, Ethics, εκδ. Verso, Λονδίνο - Νέα Υόρκη 2009, σ. 107.
3. Hugo von Hofmannstrial, Η επιστολή του Λόρδου Τσάντος, μτφ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Άγρα,
Αθήνα 2009, σσ. 32, 33.
4. Jean Bandrillard, Η διαφάνεια του κακού, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα
1996, σ. 22.
5. βλ. Patricia Waugh, Practising
Postmodernism, εκδ. Edward Arnold, Λονδίνο 1992, σ. 10
6. Patricia Wangh, ό.π., σ. 33.
Daniel Richter, Gang of Five, 2003, μολύβι, λάδι, ταινία Tesa σε χαρτί, 41 x 39,8 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου