Ο οικειοθελής εξαναγκασμός της μετακίνησης και η απαγόρευσή του.
Μετά, τι;
ΤΟΥ ΖΗΣΗ ΚΟΤΙΩΝΗ
Έχουμε όλοι ζήσει και ζούμε ακόμη την εμπειρία της μη μετακίνησης,
μέσα στην πόλη, από πόλη σε πόλη, από χώρα σε χώρα, Έχουμε δεί τα αεροπλάνα
σταθμευμένα κατά χιλιάδες στους αεροδιαδρόμους των μεγάλων μητροπολιτικών
αεροδρομίων. Και τους δείκτες, βεβαίως, της αέριας και όχι μόνο ρύπανσης να
πέφτουν δραματικά, ακόμα και να μηδενίζονται προσωρινά, με την απαγόρευση των
μετακινήσεων.
Αυτή η εμπειρία βιώνεται με την μορφή μιας επιβολής, μιας
απαγόρευσης ακόμα κι αν είναι μια επιβεβλημένη απαγόρευση, μια κατάσταση
εξαίρεσης, την ανάγκη της οποίας συμμεριζόμαστε. Αυτή η βίαιη αλλαγή της σκηνής
και της δράσης μέσα σε αυτήν, και ο περιορισμός της δράσης στο σπίτι μας
επιτρέπουν να σκεφτούμε την μετακίνηση όχι σαν μια φυσική κατάσταση του
ανθρώπου και μάλιστα κατάσταση υπερέντασης και ντελιρίου όπως συμβαίνει στη
συνθήκη του ύστερου καπιταλισμού. Αλλά να τη σκεφτούμε σαν μια συνθήκη όπου
επιτρέπεται να διερωτηθούμε για το μέλλον της, μέσα στην πλανητική
πραγματικότητα του υπερπληθυσμού και της κλιματικής αλλαγής. Η μετακίνηση,
λοιπόν, δεν είναι κάτι του οποίου την απαγόρευση υφιστάμεθα σε έκτακτες
συνθήκες αλλά αντίστροφα: η μετακίνηση και το ταξίδι τίθενται υπό ερώτηση ως
εκφράσεις εξαναγκασμού στις κανονικές
συνθήκες όταν η ανθρωπότητα είναι υποχρεωμένη να πειθαρχεί στην υπερεντατική
κανονικότητά της.
Βέβαια, οι μετακινούμενοι/ες των πολέμων, της φτώχειας της
ερημοποίησης της υπαίθρου και της κλιματικής αλλαγής είναι ένα οικουμενικό
υποκείμενο που εύκολα καταλαβαίνουμε τον εξαναγκασμό και τη βία της μετακίνησής
του. Αλλά τι συμβαίνει εάν εκληφθεί ως εξαναγκασμός μετακίνησης και εκείνη η
συνθήκη όπου κάποιος/α ταξιδεύει για να πάει στη δουλειά του, για να γίνει πιο
πλούσιος ή γνωστότερος, ή για να κάνει διακοπές σε ένα άλλο μέρος του πλανήτη;
Υποθέτουμε εδώ ότι η μαζική οικουμενική μετακίνηση υποκειμένων, κεφαλαίου και
εμπορευμάτων είναι η απαραίτητη συνθήκη χωρικής ενεργοποίησης για την αναπαραγωγή
της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Με αυτή την οπτική μπορεί κανείς να κοιτάξει
την μετακίνηση και μάλιστα όσον αφορά τον ίδιο και τη ζωή του, ως βασικό
εξαναγκασμό και όχι ως ελεύθερη επιλογή για την αναπαραγωγή της ζωής του.
Ο Bruno Latour στο βιβλίο που μεταφράστηκε και εκδόθηκε πρόσφατα, το 2019. έβαλε τον τίτλο “Πού θα προσγειωθούμε”
και μπορεί τώρα, υπό συνθήκες γενικής προσγείωσης και μη μετακίνησης να
εκληφθεί ως τίτλος προνοητικός. Στο δοκίμιό του προτείνει τον όρο “Επίγειο” (Terrestre), έναν τρίτο όρο
κατ’ αντιπαράθεση προς το δίπολο του Τοπικού και του Πλανητικού. Αντιδρώντας
στον ακροδεξιό τοπικισμό από την μία και την ντελιριακή νεοφιλελεύθερη
παγκοσμιοποίηση από την άλλη προτείνει τον δραστικό όρο του “Επίγειου” σαν έναν
ορίζοντα προγραμματικό για μια συνολική στροφή του πολιτισμού. Μας ενθαρρύνει
να μην κοιτάμε τον πολιτισμό με μια “αντικειμενική” οπτική από τον Άρη, αλλά να
κατανοήσει το ίδιο το υποκείμενο “πολιτισμός” τον εαυτό του σε μια συνθήκη όπου
το φόντο της δράσης μας, η ίδια η γη, έχει αναλάβει και πρωταγωνιστεί
συνεχίζοντας την καταστροφική δυναμική, την οποία της έχει επιδώσει η ανθρώπινη
δραστηριότητα. Η γη από σκηνή δράσης γίνεται ο δράστης. Έτσι, οι μετακινήσεις
μέσα στην Επίγεια συνθήκη γίνονται παράγοντας προς επανεξέταση κυρίως με βάση
τις επιπτώσεις τους στην δυναμική της ίδιας της γαίας και της συμπεριφοράς της,
που μετά επιστρέφει ως συνθήκη μη κατοικησιμότητας σε εμάς, και στο μέλλον μας.
Οι υπεραισιόδοξοι θεωρούν ότι οι επιβεβλημένες, γενικευμένες χρήσεις
του διαδικτύου στην εργασία, την εκπαίδευση, την επιχειρηματικότητα που αναπτύσσονται
ραγδαία ως απάντηση στον περιορισμό της μετακίνησης θα αποκτήσουν μόνιμα
χαρακτηριστικά και θα επιταχύνουν μια διαδικασία που ούτως ή άλλως η κατεύθυνση
της είχε προδιαγραφεί. Όμως σε αυτή τη αλλαγή παραδείγματος έρχεται εμπόδιο η
χωρική διάταξη των πραγμάτων και η τεράστια αδράνεια των χωρικών συγκροτήσεων
της πολιτισμικής δραστηριότητας. Εδώ, δεν μπορούμε να αποτιμήσουμε κριτικά την
μετακίνηση προς μια οικονομία της τηλε-εργασίας και των απομακρυσμένων δράσεων
αλλά η συζήτηση φέρνει σε κρίση σχήματα της παγκοσμιοποιημένης χωρικής
οργάνωσης από την πλανητική κλίμακα ως την μονάδα της διαμονής, το σπίτι μας.
Όλο το σύστημα των διαρκών μετακινήσεων, από την κλίμακα του πλανήτη ως την κλίμακα
της γειτονιάς, βασίζεται στα εμπεδωμένα
δίπολα, κέντρο/ μητρόπολη από τη μια περιφέρεια από την άλλη, χώρος εργασίας
από τη μια χώρος διαμονής από την άλλη, εποχή εργασίας από την μια εποχή
διακοπών από την άλλη. Αυτά τα καθολικά δίπολα συνεπιφέρουν την προσαυξημένη
κινητικότητα από τα αεροδρόμια ως τις λεωφόρους καθημερινά ή από τις
μητροπόλεις στα νησιά εποχιακά. Και βέβαια το κυρίαρχο δίπολο είναι ανάμεσα
στις λεγόμενες αναπτυγμένες, πλούσιες περιοχές του πλανήτη και τις φτωχές, ή
τις υπό φτωχοποίηση σε ένα σύγχρονο σχήμα μετα-αποικιοκρατίας, όπου δεσπόζει η
πίεση των μαζικών μετακινήσεων των πληθυσμών για μια καλύτερη τύχη, πέρα από τα
αποστερημένα εδάφη των προγόνων τους.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, όλα αυτά τα δίπολα που παράγουν τις
πληθυσμιακές μετακινήσεις συνδέονται μεταξύ τους με μια κοινή λογική και την συμπληρωματικότητα
μιας αρνητικής διαλεκτικής. Μπορούμε να κατανοήσουμε την έννοια του “Επιγείου”
ως ένα τρόπο συνολικής αλλά και ταυτόχρονα απόλυτα εξειδικευμένης-εντοπισμένης
βλέψης στο γενικό. Είναι δυνατόν η εργασία να εννοηθεί σε μια
συμπληρωματικότητα με την διαμονή, είτε βασισμένη στην τεχνολογία είτε στην
αρχαία πρόσδεση των δραστηριοτήτων της ζωής με το έδαφος; Εφόσον μια τέτοια
επανασύνδεση περιγραφεί, μπορεί να ξαναπεριγραφτεί η άρση του διπόλου ανάμεσα
στην μητροπολιτική ζωή και την ζωή της υπαίθρου; Ακόμη και ο υμνητής της
μητροπολιτικής κουλτούρας Ρεμ Κούλχας προστρέχει σήμερα στο countryside προτείνοντας
την υπέρβαση της διαφοράς ανάμεσα στην αστική και την κουλτούρα της εξοχής.
Ασφαλώς υπό το βλέμμα μιας υπέρβασης των διπόλων ο τουρισμός ως εκπλήρωση ενός
προπατορικού απωθημένου επανεξετάζεται. Το προπατορικό απωθημένο είναι ακριβώς
το επαναλαμβανόμενο γεγονός της ριζικής εκδίωξης από τον “κήπο” -ή τον
“παράδεισο” από τα περσικά- και μιας τάσης επαναφοράς στον εξωτικό κήπο στη
διάρκεια μικρών ή μεγάλων διακοπών. Και βέβαια η επίκληση της επαναφοράς στον
προπατορικό -και γιατί όχι προμητρικό- κήπο που επιχειρούμε εδώ -τώρα ισχύει πάνω από όλα για τους
μετακινούμενους που εξαναγκάζονται να αφήσουν τις χώρες τους για ένα καλύτερο
μέλλον. Μπορούμε να φανταστούμε μια πλανητική κατανομή της ευτοπίας του μέλλοντος
και σε γαίες όπου τώρα έχουν αποκλειστεί από το πρόγραμμα και τη δυνατότητα
μιας σχετικής ευζωίας… Αλλά για να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε αυτό πρέπει να
σκεφτούμε ευρείες πολιτικές αναδιανομής του πλούτου, μέχρι να φτάσουμε στην
περιγραφή του “Επίγειου” ως ενός δικτύου κήπων όπου δεν είναι καθόλου αναγκαίες
οι συνεχείς μετακινήσεις: Εκεί που θέλω να πάω είναι ήδη εδώ που είμαι!
Οι κρίσεις ανοίγουν τη δυνατότητα όχι μόνο να συζητηθεί η επόμενη
μέρα αλλά κυρίως να κοιταχτεί η μεγάλη εικόνα. Το αυτονόητο των συνεχών
μετακινήσεων που οικονομικοποιεί τη ζωή στον πλανήτη τίθεται και αυτό υπό
κρίση, ειδικά τώρα που μια καθολική απαγόρευση, ένας υπερβατικός δεσποτισμός
μας δίνει την ευκαιρία να σκεφτούμε ότι και το αντίθετό του, η αυτονόητη,
συνεχής, γενικευμένη μετακίνηση, δεν είναι παρά ένας υποβαλλόμενος, φουκωϊκού
τύπου, οικειοθελής εξαναγκασμός. Αυτός ο οικειοθελής εξαναγκασμός της
μετακίνησης υποβάλλει μέχρι τώρα την
Επίγεια ζωή σε δοκιμασία χωρίς διαφαινόμενο αίσιο τέλος.
Ο Ζήσης Κοτιώνης είναι αρχιτέκτων και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
*Bruno Latour “Πού Θα Προσγειωθούμε; Δοκίμιο
Πολιτικού Προσανατολισμού στο Νέο Κλιματικό Καθεστώς”, μτφ. Άγγελος Μουταφίδης,
εκδ. Πόλις, 2019
Γιώργος Παπαδάτος, Stages
for minor actions, λεπτομέρεια εγκατάστασης, Potential Project, Αθήνα, 2020 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου