Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον Μακρυγιαννισμό Β΄
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Η πολιτικότητα ενός ποιήματος προκύπτει μόνο απ’ τη μορφή του, δηλαδή από το αισθητικό του
πρόταγμα. Όμως το αισθητικό πρόταγμα του Εγγονόπουλου, ιδιαίτερα στον Μπολιβάρ (1942-1943), προκύπτει ως
κειμενικός διάλογος με ένα πλήθος πραγματολογικών και ιστορικών στοιχείων, όπως
έδειξα στο πρώτο μέρος αυτού του κειμένου, περιοριζόμενος σε μερικά από εκείνα
που αφορούν την Επανάσταση του 1821. Ας δούμε ορισμένα ακόμη, που αφορούν την
εποχή κατά την οποία γράφεται το ποίημα.
Η επιλογή του Εγγονόπουλου, να εδράσει τον Μπολιβάρ πάνω στην αναλογία του αντιστασιακού αγώνα με εκείνον του
1821, είναι ήδη μια ταύτιση με το επαναστατικό πνεύμα της περιόδου της Κατοχής,
το οποίο κυριαρχείται από αυτή την αναλογία. Για παράδειγμα, ο παράνομος Ριζοσπάστης την διατυμπανίζει
πρωτοσέλιδα, με τον τίτλο “Κάθε κορφή και
φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης…” (15 Δεκέβρη του 1942). Ίδια η αναλογία
και στον στίχο του Εγγονόπουλου, “Με
το τουφέκι του στον ώμο…”, μέσω της αντίστοιχης σημείωσής του: “πρβλ: τι καπετάνιος είσαι εσύ/ που δεν κρατάς
τουφέκι (δημοτικό)”. Άλλο παράδειγμα είναι το δημοσιευμένο στο
τέλος του 1942, στον παράνομο Τύπο, αντάρτικο τραγούδι του Νίκου Καρβούνη, «Στ’
άρματα, στ’ άρματα». Εδώ, βρίσκουμε τους στίχους “Ξαναζωντάνεψε το αρματολίκι…”, “Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα στέλνει
περήφανο χαιρετισμό…”, καθώς και τους ανάλογους, με το πνεύμα τού (μεταγενέστερου
κατά τη συγγραφή του) Μπολιβάρ, καταληκτήριους
στίχους: “θέλουμε
ελεύτερη εμείς πατρίδα/ και πανανθρώπινη την λευτεριά”. Αλλά και η
εναρκτήρια εικόνα του τραγουδιού, “Βροντάει
ο Όλυμπος, αστράφτει…”, μας οδηγεί συνειρμικά, μέσω του Δία, στην εικόνα
του συμβόλου Μπολιβάρ: “Σαν
μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν […] Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους”.
Ας ανοίξουμε κι άλλο
το κάδρο. Όπως σημειώνει ο ποιητής, κάποιοι στίχοι του Μπολιβάρ αποτελούν “ζωντανές αναμνήσεις από τον πόλεμο του 1940-’41”, στον
οποίο ο Εγγονόπουλος μετείχε, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή του μετώπου: “Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά
μεθόριο: πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές./ Κι ο στρατός
ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη, π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι./
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα λεωφορεία με τους πληγωμένους.”
Στις αναλυτικές
σημειώσεις που συνοδεύουν τον Μπολιβάρ,
φθάνοντας στον περιβόητο στίχο “Μπολιβάρ,
είσαι ωραίος σαν Έλληνας”, ο Εγγονόπουλος μας
παραπέμπει ιδιοχείρως στον σωκράτειο [ισοκράτειο] ορισμό, πως το να είσαι
Έλληνας δεν είναι θέμα καταγωγής αλλά αγωγής. Αν όμως έτσι ξεμπερδεύουμε με τη
φυλετική διάσταση της φράσης, στη θέση της προβάλλει ίσως η ιστορική διάσταση
της τρισχιλιετούς συνέχειας. Ας δούμε όμως τα συμφραζόμενα της εποχής.
Ενάμισι χρόνο πριν, λέγεται
η επίσης περιβόητη φράση του Ουίντσον Τσώρτσιλ: “πολέμησαν ατρόμητοι σαν Έλληνες”. Η εκτεταμένη χρήση
της στα καθ’ ημάς, ήδη στα χρόνια της Κατοχής, μέσω της συμπλεκτικής παράθεσής
της με την έννοια “ήρωες”, αποτελεί ένα ακόμη διακείμενο του Μπολιβάρ, αλλά και ενέχει θέση εναύσματος της μεταφοράς του
Εγγονόπουλου, μεταφορά σημαίνουσα, που προσδίδει όμως διαφορετικό νόημα και
σαφές πολιτικό περιεχόμενο στον έπαινο.[1]
Γιατί όταν γράφεται το
ποίημα, ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος έχει ήδη μετατραπεί ανοικτά σε αντιφασιστικό,
ενώ η ένοπλη συνέχεια του Αλβανικού έπους γράφεται στα ελληνικά βουνά από τα
αντάρτικα τμήματα. Είναι επίσης η στιγμή που συμβαίνει η ανατίναξη της γέφυρας
του Γοργοποτάμου (25/11/1942): “Υπονομευτήκαν
οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη, του ξακουστού, του άφταστου σε τέτοια”,
με την αντίστοιχη σημείωση του Εγγονόπουλου να μας δείχνει τον Λαγουμιτζή,
που “ετίναζε στον αέρα” τα
εχθρικά στρατόπεδα.
Η “αγωγή” λοιπόν δεν
παραπέμπει στην ημέτερη παιδεία και στο αρχαίο κλέος, αλλά στην αγωγή του
αγωνίζεσθαι, και μάλιστα μέσα από το συγκεκριμένο ιστορικό παράδειγμα, του
ιταλοελληνικού πολέμου και της συνέχειας της αντιφασιστικής πάλης. Τι είναι
λοιπόν ως σύμβολο ο Μπολιβάρ; Η απάντηση του Εγγονόπουλου είναι ευθεία, χωρίς
να κρατούνται τα προσχήματα: “πηγή του
δέους, του δίκιου δρόμος, λυτρώσεως πύλη”. Μήπως όμως πρόκειται για το
αντιστασιακό πνεύμα της διαχρονικής ελληνικότητας; Μια τέτοια ανάγνωση κατ’
αρχήν φαίνεται νόμιμη: “Είσαι του Ρήγα
Φεραίου παιδί,/ Του Αντωνίου Οικονόμου –που τόσο άδικα τον σφάξαν– και του
Πασβαντζόγλου αδελφός”, μόνο που ο αμέσως επόμενος στίχος έρχεται να την
ανατρέψει, δίνοντας και πάλι ένα απολύτως σαφές στίγμα: “Το όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ ξαναζεί στο μέτωπό
σου”. Ακολουθεί, χωρίς ανάσα, η διάλυση των όποιων ελληνοκεντρικών
φαντασιώσεων, μεταφέροντας τα συμφραζόμενα στην Νότιο Αμερική, εκεί όπου η
εθνική ταυτότητα καθορίζεται από την αντιαποικιακή χειραφέτηση και όχι από τις
εθνικιστικές αντιπαλότητες: “Είσαι ο
ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής”. Και επιπλέον, δηλώνοντας ο ποιητής πως
θα “τραγουδήσει” για τον Σίμωνα Μπολιβάρ και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, “όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις/
πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,/ κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν”.
Η ιστορική συγκυρία,
οι αναγκαιότητες του αντιφασιστικού πολέμου, δεν συνεπάγονται για τον
Εγγονόπουλο ιδεολογικές και, κυρίως, αισθητικές εκπτώσεις. Έτσι, το σύμβολο
Μπολιβάρ συσχετίζεται, επιπλέον, με έναν εξέχοντα πρόδρομο του σουρεαλιστικού
κινήματος, τον πρωτο-μοντερνιστή Λωτρεαμόν: “Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν ήτανε απόγονός σου ο άλλος
μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίδεο αυτός”. Και τώρα η σύνθεση, ιστορικών,
πολιτικών και αισθητικών αναφορών, όπου το σύμβολο Μπολιβάρ, που είναι και Σίμων
Μπολιβάρ, και Ρήγας και Ανδρούτσος, και Κολοκοτρώνης και Οικονόμου και
Πασβαντζόγου και Χορμοβίτης και Ροβεσπιέρος και Λωτρεαμόν, παίρνει τη θέση της
ιστορικής μήτρας, καταξιώνει το παρόν: “Ένα
μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι γυιός σου”.
Ο Εγγονόπουλος, περνώντας το σύμβολό του Μπολιβάρ από τη γαλλική,
τη λατινοαμερικάνικη, την ελληνική, τη σουρεαλιστική επανάσταση, ενεργοποιώντας
δηλαδή και οικειοποιούμενος όλη την επαναστατική παράδοση, πολιτική και
καλλιτεχνική, δίνει ένα πολύ ευρύτερο νόημα στον αντιφασιστικό αγώνα: “Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και
είσαι, και τώρα, δεν είσαι όνειρο”. Όμως η μεγαλοσύνη του ποιήματος είναι
ότι λειτουργεί τόσο παροντικά όσο και ανεξαρτήτως της στιγμής που θα διαβαστεί.
Λειτουργεί ακόμα και ως επικαιρικό ποίημα, με την επίγνωση όμως, του ποιητή και
του ποιήματος, ότι “η φωνή μου είτανε
προωρισμένη μόνο για τους αιώνες”.
Ως παράδειγμα της παροντικής λειτουργίας του ποιήματος, ας πάρουμε
τον “Ύμνο του ΕΛΑΣ”, που γράφτηκε τον Μάρτη του 1944, μετά από παραγγελία του
Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ στην Έλλη Αλεξίου, η οποία ήταν ο κρίκος με το “Βουνό”
των εαμικών λογοτεχνών κύκλων, που είχαν ως κύριο αντικείμενό τους να διαβάζουν
ποιήματα σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα. Η Αλεξίου λοιπόν αναθέτει
στην ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη να γράψει τον “Ύμνο του ΕΛΑΣ”, η οποία
και τον γράφει “μέσα σε μια νύχτα”, όπως μαρτυρούν τόσο η ίδια όσο η Έλλη
Αλεξίου. Μια παράλληλη ανάγνωση, του Μπολιβάρ
και του “Ύμνου”, αναδεικνύει εντυπωσιακές διακειμενικές
συμπτώσεις. Ιδού ο στίχος του Μπολιβάρ,
“Με το τουφέκι του στον ώμο…”, ιδού και
ο πρώτος στίχος του “Ύμνου”: “Με το τουφέκι μου στον ώμο”.
Με βάση τη σημείωση του ίδιου του
Εγγονόπουλου, το ποίημα “κυκλοφόρησε,
στην αρχή, σε χειρόγραφα αντίτυπα που έκαναν πολλοί, και το διάβαζαν σε
συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα”. Νομίζω πως πρέπει να θεωρείται
βέβαιο, ότι η Μαυροειδή-Παπαδάκη όχι μόνο είχε διαβάσει και “ρουφήξει” τον Μπολιβάρ, αλλά από εκεί πήρε, σημείο
προς σημείο, όλα τα θεματικά μοτίβα του “Ύμνου του ΕΛΑΣ”, όπως:
“Ροβόλαγες
τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες/ στους κάμπους” ─ “καθώς
στη ράχη ροβολάς/ κι αντιλαλούν απ’ τη φωνή σου/ πλαγιές και κάμποι”,
“του δίκιου δρόμος” ─ “της λευτεριάς ανοίγω δρόμο … το δίκιο και τη λευτεριά”,
“Η χέρα σου είτανε μεγάλη
σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το
καλό και το κακό” ─ “Παντού η Πατρίδα μ’ έχει στείλει/ φρουρό μαζί
κι εκδικητή”,
“δεν
εφοβήθηκε, δε ‘σκιάχτηκε’ που λεν, ποτέ,/ Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο
φονικιά” ─ “το θάνατο έχω καταργήσει,/ δεν ξέρω φόβος τι
θα πει”,
“Αν η νύχτα, αργή να περάση,
[…]/ Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου” ─ “θα λάμψει η μέρα, δεν αργεί/ της λευτεριάς
ν' ανοίξω δρόμο, / για να διαβώ σ' όλη τη γη”.
Ενώ και η πολυειδής γενεαλογία του Μπολιβάρ επίσης τροφοδοτεί τη γενεαλογία
του “Ύμνου”: “Με χίλια ονόματα μία χάρη / ακρίτας είτ'
αρματολός/ αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι/ πάντα είν' ο ίδιος ο λαός”.
Μια τελευταία
παρατήρηση, για την πολιτικότητα του ποιήματος αλλά και του πολιτικού
προσανατολισμού του Εγγονόπουλου, αφορά τον Ροβεσπιέρο, για τον οποίο, το 1962,
στη δεύτερη έκδοση του Μπολιβάρ σε
βιβλίο, σημειώνει προκλητικά (πιο προκλητικά δεν γίνεται…): “Μαξιμιλιανός ντε Ρομπεσπιέρ. Ο μέγας δημοκρατικός ηγέτης της Γαλλίας. Τελείως
διαφορετικός στην πραγματικότητα απ’ ό,τι μου το διδάξανε στα μαθητικά θρανία [ο
Εγγονόπουλος τέλειωσε το γαλλικό Λύκειο στο Παρίσι]. Όχι μόνο δεν είτανε ο αιμοσταγής τύραννος που μου έλεγαν, αλλ’
αντίθετα ένας αγνός ιδεολόγος, ένας ενάρετος πολιτικός άνδρας μεγάλου
αναστήματος, που δεν τα κατάφερε, μέχρι τέλους, να εξουδετερώση τις καταχθόνιες
σκευωρίες των εχθρών του νόμου και της ηθικής”.
Ο Μπολιβάρ είναι ένα σουρεαλιστικό ποίημα, ανατρεπτικό ως προς την
ποιητική του και το αισθητικό του πρόταγμα, αλλά, έτσι, και εν ταυτώ, μια
αντιπρόταση, πολιτικά, ιδεολογικά και αισθητικά προσανατολισμένη απέναντι στον
μακρυγιαννισμό, τη στιγμή που αυτός μορφοποιείται από τη γενιά του ’30. Με αυτό
το ρήγμα που δημιουργεί, εν μέσω του πολέμου και αρχομένης της αντίστασης, ο
Εγγονόπουλος δεν συνείργησε στην αναζήτηση της πολυθρύλητης “εθνικής ενότητας”, σε
ένα πεδίο το οποίο σε τελευταία ανάλυση όριζε ο αντίπαλος, αλλά, φωτίζοντας τις
εμφύλιες αντιπαραθέσεις του 1821, και δι’ αυτών τις ήδη σαφείς κατοχικές
εμφύλιες πολώσεις και διαφαινόμενες συγκρούσεις, επέλεξε, πολιτικά και
αισθητικά, την πλέον ριζοσπαστική έκφραση και προοπτική, δίνοντάς της ένα
τρομακτικό ιστορικό βάθος.
Η συνέχεια την επόμενη Κυριακή.
[1]
Ευχαριστώ τους ιστορικούς, Βασιλική Λάζου και
Προκόπη Παπαστράτη, για την επιβεβαίωση, τόσο της φράσης του Τσώρτσιλ όσο και
της διάδοσής της στα χρόνια της Κατοχής. Παράλληλο έναυσμα (όπως μου επισημαίνει ο φιλόλογος Μιχάλης Άνθης), θα μπορούσε να
αποτελεί η φράση του Λωτρεαμόν, “il est
beaux come...” (Άσματα του Μαλντορόρ,
1869), που ορίζει το ωραίο με την εικόνα της απροσδόκητης συνάντησης μιας
ομπρέλας και μιας ραπτομηχανής, και αποτέλεσε ένα από τα σύμβολα του
σουρεαλιστικού κινήματος.
Γιάννης Ψυχοπαίδης, Ελύτης |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου