8/12/19

Πρόσφυγες στην Τσεχοσλοβακία

Αντιγόνη Καββαθά, Διαδρομή IV (λεπτομέρεια), 2019, ακρυλικά σε mylar



ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τη μελέτη του Κώστα Τσίβου, «Ο μεγάλος καϋμός της ξενιτειάς...»: Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τσεχοσλοβακία (1948-1989), που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, δίνοντας μια συνολική εικόνα της, από τον ερχομό μέχρι τον επαναπατρισμό της, με έμφαση στις διασπάσεις του 1956-1958 και του 1968, οι οποίες συνδέονταν με τη διαδικασία αποσταλινοποίησης και την προσπάθεια για την οικοδόμηση ενός σοσιαλισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο.

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΤΣΙΒΟΥ

Oι προσφυγικές κοινότητες ξεπέρασαν την αρχική απομόνωση και εντάχθηκαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στην τσεχοσλοβάκικη κοινωνία, χωρίς να αφομοιωθούν από αυτή. Λόγω της ιδιαιτερότητάς τους διατήρησαν μια αυτόνομη θέση, η οποία ενισχύθηκε από γλωσσικούς, εθνικούς, πολιτικούς και θεσμικούς παράγοντες, οι οποίοι στόχευαν στον επίτευξη του επαναπατρισμού. Αυτές οι ιδιαιτερότητες βοήθησαν τους Έλληνες πρόσφυγες να καλλιεργήσουν περαιτέρω τις ιδιαιτερότητές τους, διαμορφώνοντας την ταυτότητα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, οι οποίοι κατόρθωσαν να ενταχθούν χωρίς προβλήματα στην τσεχική κοινωνία. Το παράδειγμα φιλοξενίας των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων και η θετική εμπειρία της ένταξης και συνύπαρξής τους στην τσεχική κοινωνία θα μπορούσε να αξιοποιηθεί πολυποίκιλα και σήμερα, σε μια εποχή που στην Τσεχική Δημοκρατία ενισχύεται το κύμα ξενοφοβίας και που πληθαίνουν οι φωνές του εθνικισμού και του απομονωτισμού.

Παρά τις αναμφίβολα κοινές εμπειρίες και άλλα πανομοιότυπα χαρακτηριστικά, οι επιλογές ζωής των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων εξακολούθησαν και στην υπερορία να χαρακτηρίζονται από έντονες διαφορές, καθώς διαφορετικές εν πολλοίς ήταν αρχικά οι γλωσσικές τους καταβολές, η γεωγραφική ή ακόμα και η εθνοτική τους καταγωγή. Έως ένα βαθμό διαφορετικές υπήρξαν και οι πολιτικές τους επιλογές (ειδικά σε περιόδους κρίσης), οι τακτικές ένταξής τους στη χώρα φιλοξενίας ή η στάση τους στο θέμα του επαναπατρισμού. Η νοσταλγία για την πατρίδα, συνοδευόμενη από το έντονα καλλιεργημένο αίσθημα της προσωρινότητας στη χώρα φιλοξενίας, πρέπει να ήταν τελικά ο κυριότερος ομογενοποιητικός παράγοντας των πολιτικών προσφύγων.
Παρά τα κοινά βιώματα και τα ομογενοποιητικά χαρακτηριστικά που απέκτησαν οι πρόσφυγες κατά την υπερτριακονταετή παραμονή τους στην υπερορία, μέσα στις γραμμές τους καταγράφονται διαχωριστικές γραμμές, οι οποίες έμειναν διακριτές και μετά τον επαναπατρισμό τους. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τρεις άτυπες προσφυγικές ομάδες που εμφανίστηκαν μετά το 1968 και παρέμειναν σε χαλαρή λειτουργία αρκετά χρόνια αργότερα. Στην πρώτη ομάδα ανήκαν οι πιστοί στη γραμμή του ΚΚΕ. Σε αυτή εντάχθηκαν πρόσφυγες της πρώτης αλλά και της δεύτερης γενιάς των παιδικών σταθμών, με άλλα λόγια άτομα που διαπαιδαγωγήθηκαν σε ένα ημι-μιλιταριστικό περιβάλλον που προήγαγε την αφοσίωση την κομματική γραμμή και στη Σοβιετική Ένωση. Σε αυτή την ομάδα απορροφήθηκε μετά τη διάσπαση του 1968 σημαντικό τμήμα των «δογματικών» που είχαν διαγραφεί από τις κομματικές γραμμές το 1956. Τα μέλη αυτής της άτυπης ομάδας δεν αποδέχτηκαν την καθεστωτική αλλαγή που σημειώθηκε το 1989, μιλάνε με νοσταλγία για τις χαμένες «σοσιαλιστικές κατακτήσεις», ενώ ταξινομούν ως «αποστάτες» ή και «προδότες» τους πρόσφυγες που δεν συντάσσονται με την κομματική θεώρηση των εξελίξεων μετά την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων.
Η δεύτερη ομάδα των πρώην «ρεβιζιονιστών» βρέθηκε σε μειονεκτική θέση μετά την καταστολή της Άνοιξη της Πράγας. Σε αυτή εντάχθηκαν τα περισσότερα στελέχη της πολιτικής προσφυγιάς που ταυτίστηκαν με την ιδέα για έναν «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Η απώλεια των ηγετικών θέσεων που είχαν στον κομματικό μηχανισμό ή γενικότερα μεταξύ των προσφύγων, όπως και η επιβολή διάφορων διακρίσεων εις βάρος τους, τους οδήγησαν στην άποψη ότι ήταν οι μάρτυρες μιας λαϊκής προσπάθειας που επρόκειτο να οδηγήσει στην ανανέωση του σοσιαλισμού. Συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ των πρώτων που επαναπατρίστηκαν, αμέσως μετά την πτώση της Χούντας. Μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από την Βουλή των Ελλήνων, αρκετά μέλη αυτής της ομάδας συντάχθηκαν με την πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Η στάση τους για τη «μεταβελούδινη» πορεία της Τσεχίας είναι αμφιλεγόμενη. Από τη μια θεωρούν εαυτούς δικαιωμένους για την πτώση του μπρεζνιεφικού μοντέλου του σοσιαλισμού, από την άλλη τηρούν αποστάσεις από την επιβολή του «άγριου καπιταλισμού» και τον περιορισμό των «θετικών κατακτήσεων» του προηγούμενου συστήματος.
Πέρα από τις δυο προηγούμενες ομάδες υπάρχει η λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» της προσφυγιάς, στην οποία ανήκε η πλειονότητα των πολιτικών προσφύγων. Σε αυτή συγκαταλέγονται οι περισσότεροι πρόσφυγες της δεύτερης και τρίτης γενιάς, οι οποίοι γεννήθηκαν στην υπερορία. Η Ελλάδα ήταν γι’ αυτούς μια μακρινή και ονειρεμένη χώρα στην οποία έπρεπε κάποτε να επιστρέψουν, χωρίς ωστόσο να έχουν μια σαφή προοπτική επαναπατρισμού. Παρακολουθούσαν από απόσταση τους τσακωμούς των γονιών τους και τις ενδοπροσφυγικές συγκρούσεις για ζητήματα τα οποία, κατά κανόνα, είτε δεν καταλάβαιναν είτε τους φαινόταν απόμακρα και αδιάφορα. Όσοι από αυτούς εκφράστηκαν πολιτικά, το έκαναν κατά κανόνα από αισθήματα υποχρέωσης και σεβασμού προς τους αγώνες των γονιών και των παππούδων τους. Οι περισσότεροι πρόσφυγες μιλούν με νοσταλγία για τη ζωή τους στην σοσιαλιστική Τσεχοσλοβακία και εκφράζουν αισθήματα ευγνωμοσύνης για την φιλοξενία που τους παρείχε το σοσιαλιστικό καθεστώς, καθώς και για τις δυνατότητες επαγγελματικής και κοινωνικής ανέλιξης που βρήκαν στην Τσεχοσλοβακία.
[...] Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και το βελούδινο διαζύγιο της Τσεχοσλοβακίας, η ελληνική κοινότητα της Τσεχίας, που στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αριθμούσε περίπου τέσσερις χιλιάδες άτομα, αναγνωρίστηκε με το καθεστώς εθνικής μειονότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: