22/12/19

Τakis, η ποιητική του μαγνητισμού

ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΠΕΤΡΗΝΟΥ

«Χωρίς τρέλα, δεν μπορείς να δημιουργήσεις τίποτε μεγάλο.»[1] έγραφε ο Τakis το 1956 στην αυτοβιογραφία του.
Και πράγματι έχουμε να κάνουμε με έναν πολύ μεγάλο, διεθνή καλλιτέχνη, όπου η εμβέλειά του είναι και θα παραμείνει σύγχρονη. Το έργο του πολυσχιδές και ποικίλο. Ο Τakis είναι ένας καλλιτέχνης που βρίσκεται μπροστά από την εποχή του μέσα από την χρήση του μαγνητισμού, του ήχου, του φωτός, του ηλεκτρισμού και της μουσικής, βασικά εργαλεία της γλυπτικής του. Με μια λέξη η ενέργεια είναι ο κύριος άξονας του έργου του.
Αυτοδίδακτος, έφτασε στο μεταπολεμικό Παρίσι το 1954 και αμέσως μετείχε στους καλλιτεχνικούς κύκλους της πόλης και στην παρισινή μποέμ.
Η τέχνη του Τakis κινείται κυρίως γύρω από την εισαγωγή του μαγνητισμού. Κατ’ εξοχήν μια τέτοια τεχνική έχει λίγα περιθώρια να συγκλίνει με την ποίηση, όμως, αυτό συμβαίνει στο έργο αυτού του εξαιρετικά πρωτοποριακού καλλιτέχνη μέσα από την χρήση της ενέργειας από τα πρώτα του κιόλας έργα και καθ’ όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.
Ο μοντερνισμός πιστεύει στην τεχνολογία, στην επιστήμη, στις μηχανές. Οι καλλιτέχνες του μοντερνισμού, ψάχνουν μια ουτοπία μέσα από την τεχνολογία την οποία μεταχειρίζονται με μια ελευθεριότητα.
Ο Τakis εισάγει την τεχνολογία με τον τρόπο του αυτοδίδακτου, του ερασιτέχνη. Παρά τις επιστημονικές και τεχνολογικές του γνώσεις ήθελε να συστήνεται ως καλλιτέχνης. Η πίστη στην επιστήμη, στην λογική διαδικασία, μιας ακριβής τεχνολογίας δεν συνάδει με την καλλιτεχνική δημιουργία της ελεύθερης έκφρασης. Η δημιουργική φαντασία βρίσκεται μακριά από την οργάνωση και το ακριβές όπου η τεχνολογία βρίσκει την θέση της. Ο Τakis σαν ένας άλλος bricoleur μεταμορφώνεται σύμφωνα με τον Claude Lévis-Strauss σε έναν ποιητή. Δηλαδή χρησιμοποιεί μια τεχνολογία με ετερογενή αντικείμενα  όπου το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει αυθόρμητο. Περισσότερο θα λέγαμε συναρμολογεί παρά επιθυμεί να φέρει μια τεχνολογική επίτευξη. Θα μπορούσα να πω πως τα έργα του Τakis είτε πρόκειται για τα τοτεμικά σινιάλα είτε για τα ηλεκτρομαγνητικά δημιουργούν μια πνευματική έκσταση. Το τυχαίο, η πνευματική και συμπαντική ενέργεια βρίσκεται να έχει οργανωθεί έτσι ώστε να καθίσταται ορατή.

Το κύριο μέλημα του Τakis, ο βασικός του στόχος δεν είναι να εκθειάσει την μηχανή. Ο εν λόγω καλλιτέχνης είτε μέσα από τον μαγνητισμό είτε μέσα από τον ηλεκτρισμό παρουσιάζει μια απουσία πίστης τεχνολογικής δηλαδή της τελευταίας λέξης της επιστήμης. Θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν συναντάμε στο έργο του την αγάπη για το high tech. Μακριά από αυτό. Τα υλικά που χρησιμοποιεί συνήθως είναι παλιά, απηρχαιωμένα , και όπως λέει ο ίδιος ο καλλιτέχνης « η τεχνολογική μου δουλειά είναι πρωτόγονη , πρόκειται για την τεχνολογία των αρχών του αιώνα. Δεν χρησιμοποιώ την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, πιστεύω πως μόνο τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα θα μπορέσουν να την χρησιμοποιήσουν.»[2]  Η περιέργεια τον παρακινεί να προσδώσει στο καθημερινό και στο κοινότυπο, στο μπανάλ την αξία ενός αξιόλογου αντικειμένου. Ο Τakis δημιούργησε  μια τέχνη όπου εισήγαγε μηχανικά αντικείμενα, μεταχειρισμένα, παλιά εξαρτήματα αδιαφορώντας για την πρωταρχική τους χρήση.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση η τεχνολογία αναστατώνει την έκφραση της  τέχνης και η τέχνη με τη σειρά της έρχεται να αναποδογυρίσει τα δεδομένα της τεχνολογίας. Μπορεί να ακούγεται οξύμωρο αλλά μπορεί κανείς να ενσωματώσει την ποίηση στην τεχνολογία. Και αυτό κατορθώνει ο Τakis μέσα από τα έργα που μας άφησε μέσα από την καθολική χρήση της ενέργειας σε όλες τις μορφές της.
Η κίνηση στην γλυπτική υπάρχει  προγενέστερα του Τakis, και συγκεκριμένα από τις αρχές του 20ου αιώνα. Η πρωτοτυπία του ξεχωριστού αυτού καλλιτέχνη έγκειται στην αξία που προσέδωσε στην ενέργεια, την οποία μετέφρασε μέσα από την μαγνητική κίνηση. Ο Τakis άλλαξε τα όρια της τέχνης προσθέτοντας την ενέργεια έναντι της γλυπτικής φόρμας.  Παραμένει πολέμιος της σταθερότητας και του καθορισμένου αλλά υπέρμαχος του αυθορμητισμού, της κίνησης. Αρνείται να αποδώσει την ψευδαίσθηση του χώρου αλλά την ενεργοποίησή του, την πραγματική κίνηση σε πραγματικό χρόνο. Η απουσία βαρύτητας είναι μια μορφή αιώρησης, σύμφωνα με τα λεγόμενά του.[3] Ο Yves Klein κατόρθωσε ο ίδιος να αιωρηθεί μέσα από ένα φωτομοντάζ ενώ ο Τakis έκανε το Αδύνατον στέλνοντας στο διάστημα τον ποιητή Sinclair Beiles μέσα από την αντίστοιχη περφόρμανς.
Σαν ένας άλλος Σίσυφος ο Τakis κινεί τα γλυπτά του είτε με το φως είτε με τους μαγνήτες σε ένα απίστευτο και διαρκές πήγαινε-έλα. Τα έργα του δονούνται από τους μαγνήτες, κινούνται από τον αέρα με έναν τρόπο φυσικό, ελεγειακό, αέρινο, ποιητικό.  «Όπως έμπαινε ένα ρεύμα αέρα, τα έργα κινούνταν, σαν μαγικές βέργες κρεμασμένες κάτω από μια γέφυρα.»[4] Το θέαμα αυτό παραμένει εφήμερο και αέναο. «Πάντα αφήνω χώρο στο τυχαίο.»[5] μας λέει.
Τα συγκεκριμένα έργα έρχονται σε αντίθεση με τα κινητικά έργα του Ελβετού καλλιτέχνη Jean Tinguely ο οποίος απομυθοποιεί την μηχανή μεταμορφώνοντας την σε κάτι αλλόκοτο, σε κάτι που δεν αποσκοπεί να παράγει κάτι, πρόκειται για έναν μηχανισμό αυτοκτονικό. Ο Tinguely με μια παιδικότητα σκέφτεται πολύπλοκες μηχανές και μηχανισμούς για να εκτελέσουν κάτι απλό το οποίο δεν χρησιμεύει σε κάτι και αποσκοπεί στο γέλιο του θεατή. Σαν ένας σταρ του γέλιου, ο Tinguely στήνει φάρσες, παγίδες οι οποίες κινούνται με φρενήρη τρόπο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το παιχνίδι και η ενασχόληση με την μηχανή προκαλεί το γέλιο και δημιουργεί την αίσθηση πως όλο αυτό το «κακό» έγινε για το τίποτα.
Όταν έφτασε ο Τakis στο Παρίσι εντυπωσιάστηκε από τα φωτεινά σινιάλα της πόλης όταν στην Αθήνα υπήρχε μόνο ένα στην πλατεία Ομονοίας.
Από το 1955 ξεκινούν οι πειραματισμοί του Τakis με τα γλυπτικά του σινιάλα τα οποία άλλοτε κινούνται άλλοτε ένα φως ανάβει και άλλοτε ένας ήχος τα ξυπνά, τα ενεργοποιεί. Σαν κεραίες του σύμπαντος τα έργα αυτά προορίζονται σαν δέκτες της συμπαντικής πληροφορίας. Με έναν πρωτόγονο χαρακτήρα ο  Αλμπέρτο Τζιακομέττι δημιούργησε έργα όπως το  L’Heure des Traces (Hour of the Traces) του 1933 το οποίο φέρει αυτή την αστάθεια στην ζητούμενη ισορροπία των στοιχείων.
«Τα πρώτα σινιάλα που δημιούργησα ήταν κεραίες οι οποίες κοιτούσαν προς τον ουρανό για να προσπαθήσουν να φυλακίσουν την συμπαντική ενέργεια.»[6] Τα Σινιάλα αγκάλιαζαν την σοφία και την ποίηση, την μοντέρνα επιστήμη και τεχνολογία όπως γράφει ο Michael Wellen[7].
«Ο σταθμός ήταν ένα μεγάλο σιδηροδρομικό κέντρο. Κοίταξα τριγύρω μου ένα δάσος από σινιάλα. Τερατώδη μάτια που αναβόσβηναν, γραμμές, τούνελ, μια ζούγκλα από σίδερο. Πολύχρωμες πινακίδες, παραπετάσματα, διαβάσεις. Έβγαλα μια κιμωλία και τα σχεδίασα όλα πάνω στο τσιμέντο… Σχεδίαζα όλ’ αυτά τα περίεργα φαινόμενα. Προσπαθούσα να διατυπώσω με καθαρότητα τις ανάγκες της ανθρώπινης φαντασίας και της σκέψης μέσα από μια ακριβή εκτέλεση. Ο άνθρωπος κατασκευάζει, για τις ανάγκες του, τούνελ, διόδους, σύμβολα, για να γλιτώσει απ’ το θάνατο... Διώξαμε απ’ την έρημο τα ιερά σύμβολα και τ’ αντικαταστήσαμε με ηλεκτρικά μάτια.»[8]
Τοτεμικά σινιάλα, μοναχικά,  με καλλιγραφική απόδοση, χορευτική κίνηση μέσα από τη δύναμη του αέρα,   δημιουργώντας μια αφηρημένη γραφή μέσα στο  χώρο.
«Ήθελα τα Σινιάλα μου να’ χουν πραγματικό φως, σαν αυτό που με είχε εμπνεύσει στο σταθμό.»[9]
Το 1959 χρησιμοποιεί το μαγνήτη όπου ο κριτικός Alain Jouffroy ονομάζει τα συγκεκριμένα έργα ως Telemagnetic. Το Tele δίνει έμφαση στη χρήση της τεχνολογίας όπου μεταλλικά στοιχεία αιωρούνται μέσα από την χρήση του μαγνήτη.[10] Στα μαγνητικά του γλυπτά ο Τάκις εισήγαγε στην τέχνη την κίνηση, το κενό, την απόσταση, την αιώρηση, τον χρόνο, την μαγνητική έλξη και απώθηση.[11] «Ο ηλεκτρομαγνητισμός είναι άπειρος, αόρατος και δεν ανήκει μονάχα στην γη. Είναι συμπαντικός αλλά μπορεί να καθοδηγηθεί. Θέλω να τον κάνω ορατό έτσι ώστε να επικοινωνήσω την ύπαρξή του και να γνωστοποιήσω την σημασία του. Θέλω να κάνω ορατό αυτό το αόρατο, άχρωμο μη αισθησιακό, γυμνό κόσμο ο οποίος δεν μπορεί να ερεθίσει το βλέμμα μας το οποίο είναι μόνο σκέψη.»[12] Και λίγο πιο κάτω γράφει « Μετά από πολλή σκέψη, κατάλαβα ότι, στην πραγματικότητα, όλα τα όντα, έμψυχα ή άψυχα, είναι φορείς ηλεκτρισμού. Το ανθρώπινο σώμα συγκεντρώνει τον ηλεκτρισμό σαν μεγάλος μαγνήτης... Έτσι και ο άνθρωπος, σε ορισμένες περιόδους της ζωής του, συγκεντρώνει περισσότερο ηλεκτρισμό και για ανάλογους λόγους κάποτε τον εκπέμπει.»[13]
Ο Τakis αισθητικοποιεί την αρχή του μαγνητισμού είτε ως πομπός είτε ως ένας ευαίσθητος δέκτης. Τα έργα του εμπεριέχουν έναν ερωτισμό, είναι θεαματικά εισάγοντας τις ηλεκτρομαγνητικές ενέργειες. Υπάρχει μια αίσθηση θεάματος στα κινητικά γλυπτά του καλλιτέχνη μέσα από τον μαγνητισμό.
Από το 1959 ξεκινά η εμμονή του με τα ραντάρ όπου  θα τα μεταφράσει ως ένα ενεργό σινιάλο. «Το ραντάρ είναι ένα μεγάλο, δραστήριο «σινιάλο», σηματοδοτεί το αντικείμενο που συλλαμβάνει……Αχ, να μπορούσα μ’ ένα όργανο σαν το ραντάρ να συλλάβω τη μουσική του Σύμπαντος……..Αν μπορούσε αυτό το αντικείμενο, περιστρεφόμενο, να συλλαμβάνει ήχους και να τους αναμεταδίδει, η φαντασία μου θα ήταν υπερπλήρης, γίνεται όμως αυτό?...»[14] Και πράγματι ο Τakis θα δημιουργήσει τους δικούς του ήχους, την δικιά του μουσική γλώσσα που θα εκπέμψει στο σύμπαν αντιστρέφοντας το όνειρό του!!
Τα ηχητικά έργα του Τakis ενσωματώνουν μια πνευματικότητα μυστικιστικού περιεχομένου παίζοντας ανάμεσα στο τυχαίο και στην οργανωμένη ενέργεια του μαγνητισμού. «Στην φύση τα πάντα είναι ήχος»[15] θα ομολογήσει ο Τakis στην συνέντευξή του με τον Maiten Bouisset. Σαν τον Τζων Κέητζ, ο Takis δεν πίστευε στην σιωπή αλλά αντίθετα ότι πάντα κάτι συμβαίνει που παράγει ήχο όσο ανεπαίσθητος και αν είναι.[16] Ο Τakis όπως ο Κεητζ ήταν μαθητής του βουδισμού ζεν.  Πιστεύει ότι ό ήχος έχει μια πνευματική διάσταση. Το κενό είναι μια σημαντική παράμετρος του βουδισμού ζεν.  Ο διαλογισμός πάνω στο κενό ή στο τίποτα μπορεί να καθαρίσει το νου και να οδηγήσει σε μια διευρυμένη συνειδητότητα. [17]Από το 1955 ως το 1968 ο Τakis μελετούσε με έναν δάσκαλο του Ζεν στο Παρίσι. Από τη δεκαετία του 70 δημιουργεί τα γκονγκς εισάγοντας μια πνευματική διάσταση στο έργο του. Ο Τakis χρησιμοποιεί τα γκονγκς ως βοηθητικά εργαλεία διαλογισμού. Τα μουσικά γλυπτά του δεν μιμούνται μουσικά όργανα αλλά παράγουν ήχο.[18] O καλλιτέχνης δεν μπορεί να προβλέψει τον ήχο.
Ο Τakis έγραψε « Ο στόχος μου δεν είναι να φτιάξω κάτι πολύπλοκο.  Για μένα,  ένα κομμάτι μαγνήτη και ένα αιωρούμενο καρφί μπορούν να με κάνουν να meditate διαλογιστώ.»[19] 
Θα μπορούσαμε να δούμε πως το στοιχείο της ενέργειας το μεταχειρίζεται ο Τakis και πως ο Beuys, δυο διεθνείς δημιουργοί.  Ο Γερμανός καλλιτέχνης προσδίδει στην ενέργεια μια κοινωνική ιδιότητα ενώ στο έργο του Τakis συναντάμε μια ώσμωση ερωτική, συμπαντικά ενεργειακή ,ποιητική. Οι μαγνήτες έλκουν το μεταλλικό αντικείμενο σε μια ερωτική συνάντηση. « Ο μαγνήτης και η ερωτική έλξη είναι ένα και το ίδιο πράγμα.»[20] μας λέει ο Takis.
«Σαν γλύπτης ποτέ δεν σκέφτηκα με αισθητικούς όρους….Αυτό με το οποίο είχα εμμονή  ήταν με την έννοια της ενέργειας. Τα φυσικά φαινόμενα με εντυπωσίαζαν. Πάντα ήξερα ότι ένα υλικό είχε τη δικιά του αυτονομία. … Η επιθυμία μου ως γλύπτης ήταν να μάθω να χρησιμοποιώ αυτή την ενέργεια και μέσα από αυτήν να προσπαθήσω να εισχωρήσω στα συμπαντικά μυστήρια. Μπορώ να έρθω πιο κοντά με τα αόρατα πράγματα και να διερευνήσω το άγνωστο. Δεν έχει τίποτα να κάνει με την αισθητική.»[21]
Τα έργα του Τakis συναντούν την ποιητική του μαγνητισμού δημιουργώντας από το τίποτα κάτι το ζωντανό. « Όταν τα παιδιά έρχονται στην έκθεσή μου και παίζουν με τα γλυπτά  γελώντας, μη σκεπτόμενα σχετικά με την τέχνη, μου αρέσει αυτό»[22] μας λέει ο Τakis.
Τakis: Δημιουργός του μέλλοντος. Συνενώνει την τέχνη, την ποιητική με την συμπαντική ενέργεια σε έργα γεμάτα σημασία.


[1] Estafilades (Slashes), Ο μύθος του Τakis, 1996, Λιβάνης,σ. 207 έτος 1956
[2] Συνομιλία με τον Δημοσθένη Δαββέτα στο περιοδικό art press No 92 Μάιος 1985 σ. 10
[3] Guy Brett, Takis, Tate, p. 32
[4] Estafilades, Ο μύθος του Τakis, 1996, Λιβάνης, σ. 198 έτος 1955
[5] Takis catalogue Tate, p. 105 in Bosseur and Broniarski, 1993, p. 85
[6]
[7] κατάλογος της  Tate σ. 69
[8] Estafilades, Ο μύθος του Τakis, 1996, Λιβάνης, σ. 195, έτος 1954
[9] Estafilades, Ο μύθος του Τάκις, 1996, Λιβάνης, σ. 265 έτος 1959
[10] Alain Jouffroy, «In the Centre of All Things», Signals, vol. 1, nos 3-4, in Takis catalogue Tate, p. 17
[11] Takis catalogue Tate, p.20. Guy Brett
[12] L’oeil du Decorateur, no199, November 1964, p. 39 in Takis catalogue Tate, p. 34
[13] Estafilades, Ο μύθος του Τakis, 1996, Λιβάνης, σ. 213 έτος 1956
[14] Estafilades, Ο μύθος του Τakis, 1996, Λιβάνης, σ. 212 έτος 1956
[15] Takis catalogue Tate, p. 117 in Maiten Bouisset, A Convrsation with Takis
[16] Takis catalogue Tate, p. 93
[17] Takis catalogue Tate, p. 102
[18] Takis catalogue Tate, p. 110
[19] Takis catalogue Tate, p. 94
[20] Takis catalogue Tate, p. 116 Maiten Bouisset, A Conversation with Takis
[22] Takis catalogue Tate, p. 79

Η Χριστίνα Πετρηνού είναι ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων

Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στην ημερίδα «  Η Γλυπτική του TAKIS στον 21ο αιώνα. Θέσεις και ανατροπές» στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, 21 Σεπτεμβρίου 2019

Γιάννης Ψυχοπαίδης, Καβάφης

Δεν υπάρχουν σχόλια: