3/11/19

Στην Αργεντινή του Βιντέλα

Παύλος Σάμιος, Φηρά, ακρυλικό σε καμβά, 40 x 100 εκ. 


ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Eduardo Rosenzvaig, Η κάμπια πάνω στον μαυροπίνακα. Ισάουρο Αρανσίμπια, Δάσκαλος, πρόλογος-μετάφραση Βασίλης Αλεξίου, Θεσσαλονίκη 2019, εκδ. Πανοπτικόν. Εδώ, παραθέτουμε αποσπάσματα από τον «Πρόλογο του μεταφραστή»

Το «παράξενο» αυτό βιβλίο, στην ουσία, επικεντρώνεται στις δυόμιση τελευταίες ώρες της ζωής του αργεντινού δασκάλου Φρανσίσκο Ισάουρο Αρανσίμπια, ιστορικού συνδικαλιστή ηγέτη της Agremiación Tucumana de Educadores Provinciales – ακρώνυμο: ATEP, (Σωματείο Επαρχιακών Εκπαιδευτικών του Τουκουμάν), ενός από τα πιο μαχητικά, μαζικά και δραστήρια σωματεία της Αργεντινής στις ταραγμένες και ταραχώδεις δεκαετίες 1950-1970. Βέβαια, αυτές οι τελευταίες ώρες της ζωής τού δασκάλου συμπίπτουν με τις δυόμιση περίπου πρώτες ώρες (00: 00΄-02: 33΄) της 24ης Μαρτίου του 1976, τις ώρες ακριβώς που αρχίζει να εκδιπλώνεται το πραξικόπημα του στρατηγού Βιντέλα, το οποίο θα εγκαθιδρύσει στην Αργεντινή μία από τις πιο άγριες, αιμοσταγείς, αμερικανοκίνητες χούντες στην ιστορία της βασανισμένης, πολύφερνης και πολύπλαγκτης Λατινικής Αμερικής. Ο δάσκαλος, όπως και πολλοί άλλοι (εκτός, βέβαια, από τους «συνειδητά» ή ασυνείδητα αφελείς που πίστευαν στη «σύνεση των Ενόπλων Δυνάμεων» ή θεωρούσαν ότι «στις γραμμές των υπηρετούν τα παιδιά του λαού»), ξέρει ότι αυτή τη νύχτα θα γίνει το πραξικόπημα και ξέρει, επίσης, ότι αν γυρίσει στην έδρα τού σωματείου (που είναι, στην πραγματικότητα, το σπίτι του), θα είναι σίγουρα από τους πρώτους «εξαφανισμένους», τους πρώτους extintos («κατεσβεσμένους», όπως είναι η «καθαρεύουσα», «λόγια», αργεντινο-χιλιάνικη λέξη για τους νεκρούς).

Φυσικά, το βιβλίο δεν περιορίζεται σε αυτές τις δύο ώρες. Με διαρκή ανεβοκατεβάσματα στον άξονα του χρόνου και του χώρου ο Ροσεντσβάιγκ ανασυνθέτει, μέσα από την προσωπική –και την στους ιστούς του συλλογικού συνυφασμένη– ιστορία τού πρωταγωνιστή του όλη την πρόσφατη ιστορία της Αργεντινής. Μια ιστορία, η οποία δεν διαφέρει ουσιωδώς από αυτήν των περισσότερων χωρών της Λατινικής Αμερικής, με τις «ανοιχτές φλέβες» της, όπως ακριβώς τις περιέγραψε, στο ομότιτλο βιβλίο του, αιμορραγούσες και μαχόμενες ο, συνονόματος και φίλος του, Εδουάρδο Γκαλεάνο.
Αλλά πέρα από τα πολλαπλά αφηγηματικά επίπεδα στα οποία κινείται, το πιο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι όπως ειπώθηκε η υβριδικότητα, η «νόμιμη ανάμειξη» ποικίλων ειδών, γραφών και λόγων: δοκίμιο, προκήρυξη, γραφειοκρατικός λόγος, βιογραφία, αστυνομικό μυθιστόρημα, θεωρία, στίχοι από τάγκο, ποίηση κ.ά. σμίγουν, καλά αρμοσμένα και αρμονισμένα, για να περιγράψουν την παιδεμένη ζωή ενός φωτισμένου εκπαιδευτικού που, πριν τον μετατρέψουν σε «πεταλούδα», δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «μια κάμπια μεταξοσκώληκα πάνω στον μαυροπίνακα, που πρόλαβε, όμως, να αφήσει πίσω της μια μεταξένια κλωστή πολλών εκατοντάδων μέτρων». Αυτή, λοιπόν, η αγκύρωση του βιβλίου στο πραγματικό το κάνει να είναι, πέρα από μια εκδοχή μυθιστορηματοποιημένης βιογραφίας, μια λογοτεχνικά επεξεργασμένη μαρτυρία.
Στην πραγματικότητα, η σύγχρονη λατινοαμερικάνικη μαρτυρία έρχεται ως μία απόπειρα να μιλήσει η κουλτούρα της σιωπής, να νικηθεί ο φασισμός της σιωπής (που συνήθως εγκαθιδρύεται από έναν φασισμό που επιβάλλει τη σιωπή), μια προσπάθεια να χτιστεί μια γέφυρα που θα συνδέει την προφορικότητα και τη γραφή, για να δοθεί έτσι φωνή στο καταπιεσμένο, στο αποκλεισμένο, στο λογοκριμένο, στο «κατεσβεσμένο» ή ακόμη και στο ανεκδιήγητο (αυτό δηλαδή που δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο διήγησης), για να επαληθευτεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εκείνη η όμορφη φράση του μεγάλου ουρουγουανού ποιητή Μάριο Μπενεντέτι: «το μέλλον ανήκει στη Φωνή και όχι στη σιωπή». Έτσι, λοιπόν, παραβιάζοντας και αμφισβητώντας παγιωμένα ειδολογικά σύνορα το testimonio: «θέτει σε αμφισβήτηση τον κατεστημένο θεσμό της λογοτεχνίας ως έναν ιδεολογικό μηχανισμό αλλοτρίωσης και κυριαρχίας και ταυτόχρονα το ίδιο εγκαθιδρύει μια καινούργια μορφή λογοτεχνίας». Η μαρτυρία, λοιπόν, μπορεί να ιδωθεί ως μια προσπάθεια να επανασυγκροτηθεί, μέσω της μνήμης και της αφήγησης, μια κοινότητα, της μνήμης και της ιστορίας, να επαναδομηθεί ο, από ποικίλες εξουσίες ξεχειλωμένος και ρημαγμένος, κοινός πληθυντικός των καημών, των παθών και των αντιστάσεων, όχι μόνο αφηρημένα ή ποιητικά αλλά κοινωνικά και συγκεκριμένα.
Σε αυτό το πλαίσιο και σε αυτού του είδους την ειδολογικά ιδιόμορφη εκδοχή της λογοτεχνίας φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα η παρατήρηση του Ceorge Yudice πως: «εδώ τα λακανικά κενά (béances) που θέτουν σε δράση τις γλώσσες της ταυτότητας δεν είναι απλώς φαντασιακά αλλά ανταποκρίνονται σε πραγματικές εξαφανίσεις». Με τον ίδιο τρόπο που τα κενά –στις τρύπες από τις περίπου εκατό σφαίρες– στο κορμί του δασκάλου Ισάουρο Φρανσίσκο Αρανσίμπια και το κενό κουτί των κλεμμένων παπουτσιών είναι οι αδιαμφισβήτητες επιβεβαιώσεις του πραγματικά «Πραγματικού».
Από αυτήν την άποψη Η κάμπια πάνω στον μαυροπίνακα είναι μια εκδοχή ενός ρεαλισμού ακραίου, «ξέφρενου» όπως τον ονομάζει ο ίδιος ο συγγραφέας, διαφοροποιώντας τον ειδολογικά από το μυθιστόρημα και το δοκίμιο, στον τίτλο μιας σειράς άλλων βιβλίων του. Ενός ρεαλισμού όχι μαγικού, ενός ρεαλισμού δηλαδή που δεν περιέχει μονάχα το real maravilloso, (το «πραγματικά θαυμαστό», όπως το περιέγραψε πρώτος ο Αλέχο Καρπεντιέρ) αλλά και του real espantoso (το πραγματικά τρομαχτικό).
Σε αυτό το πλαίσιο, η φωνή του αφηγητή είναι μια ένοικη φωνή, μια φωνή που ζει δηλαδή και «πληρώνει» ενοίκιο στις φωνές των άλλων (από όπου, βέβαια, και αναδύθηκε), έτσι που το κείμενο να γίνεται, σύμφωνα με το μότο του μεγάλου Γέητς που παραθέσαμε στην αρχή, μια «vision of reality», μια επαναθέαση και επανανάγνωση της πραγματικότητας, με άλλα λόγια: τέχνη, με συνδημιουργούς της πολλούς, πολλούς άλλους, όπως παρατηρεί στην υστερογραφική παρατήρηση της εισαγωγής ο συγγραφέας: οι δημιουργοί του έργου είναι εκατοντάδες δάσκαλοι. Ο Eduardo Rosenzvaig μόλις ένας από αυτούς.
Και επειδή ακριβώς «συνδημιουργοί» του έργου είναι εκατοντάδες δάσκαλοι, το βιβλίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας διαρκής ύμνος στον δάσκαλο. Σε έναν δάσκαλο όχι ιδεαλιστικοποιημένο, άγιο ή μάρτυρα, που θα «στέκεται σε απόσταση απ’ τους αγώνες στον κόσμο», όπως έγραφε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, αλλά που θα παρεμβαίνει και ταυτόχρονα θα δημιουργεί «παρεμβατική σκέψη» (eigreifendes Denken, έτσι το ’λεγε και το ’θελε ο «ποιητής από τα μαύρα δάση»), δηλαδή μια σκέψη που, όπως την ήθελε επίσης ο μεγάλος Πάουλο Φρέιρε, να μπορεί να παρεμβαίνει, να δρα και να αναστοχάζεται τον ίδιο τον εαυτό της, τους όρους, τα όρια, τους ορίζοντες και τις δυνατότητές της. Έναν δάσκαλο που η φιγούρα του αναδύεται σε όλο το βιβλίο, αλλά που την πιο συμπυκνωμένη περιγραφή βρίσκομε στο παρακάτω απόσπασμα από το 7ο κεφάλαιο («Δύο και δύο μπορεί να κάνουν πέντε»):

Βουτηγμένοι στη μιζέρια οι μαθητές του δεν μάθαιναν, αν και αυτός προσπαθούσε κάθε λεπτό γι’ αυτό. Αυτοί χρειάζονταν φαγητό· ήταν το δεύτερο μάθημά του. Ο δάσκαλος δεν εκπαιδεύει μόνον, θα πρέπει επίσης να οργίζεται. Ακριβώς αυτό που απαγορεύει η παράδοση. Ανωφέλευτος, με το φωτοστέφανο του μάρτυρα ή του αγίου, τού απόμακρου από τα γήινα πράγματα, ο δάσκαλος όφειλε να επαναλαμβάνει: δύο και δύο ίσον τέσσερα. Οι αριθμοί ήταν υποχρεωμένοι να είναι άσχετοι με τα ψωμιά. Αλλά για το χέρι που σηκώνει το πελέκι, δύο ώρες ξεφλούδισμα ζαχαροκάλαμου, συν άλλες δύο, δεν κάνουν τέσσερις. Και οχτώ ώρες είναι μια αιωνιότητα.
Τα δυο πρώτα ψωμιά που τρώγονται με πείνα είναι λιγότερα από ένα. Έβαλε σκοπό να διαδώσει ανάμεσα στους συντρόφους του της δουλειάς την ιδέα ότι για να είσαι δάσκαλος θα έπρεπε να πάψεις να είσαι άγιος. Να σμίξεις με την πραγματικότητα και να διδάξεις τους αριθμούς μέσα από τα ζαχαροκάλαμα και τα ψωμιά. Αλλά να τους διδάξεις.
Η μνήμη έπρεπε να είναι ένα εργαλείο και όχι ένας Θεός. Τα παιδιά να εκπαιδεύονται για να σκέφτονται και να αλλάζουν τη ζωή και όχι για να την απαγγέλλουν.

Ο Βασίλης Αλεξίου διδάσκει θεωρία της λογοτεχνίας στο ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: