Από τη σκηνή του θεάτρου στους δρόμους
της επανάστασης
Χρυσάνθη Κουμιανάκη, Πριν ανέβεις στη σκηνή, 2019, τσιμέντο, μέταλλο, αλουμίνιο, ακρυλικά, ηλεκτροστατική βαφή |
ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ
ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ, Ο άγνωστος Βιτσώρης, Αθήνα 2019, σελ. 226
Είναι άνοιξη του 1932. Μέσα στην πρωινή
ομίχλη, το καραβάκι που συνδέει την Πόλη με τα κοντινά νησιά του Βοσπόρου
εγκαταλείπει την αποβάθρα. Ανάμεσα στους πρωινούς ταξιδιώτες, ένα ζευγαράκι,
που δείχνει πολύ ερωτευμένο, απομονώνεται σε μια γωνιά. Καμιά ώρα αργότερα, οι
δύο νεαροί θα αποβιβαστούν στην κοντινή Πρίγκηπο. Όποιος τους έβλεπε θα νόμιζε
πως οι δύο ερωτευμένοι έφτασαν στο νησί για να απολαύσουν μια ρομαντική βόλτα.
Κι όμως, μετά από πολλές προφυλάξεις, θα διαβούν το κατώφλι μιας ελληνόκτητης
έπαυλης, χτισμένης στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι νέοι είναι δύο γνωστοί ηθοποιοί:
Η Νίτσα Τσαγανέα και ο πρώην σύζυγός της, Γιώργος Βιτσώρης, ηγετική μορφή του
ελληνικού αρχειομαρξισμού. Οικοδεσπότης τους ο μεγάλος εξόριστος, ο «άοπλος
προφήτης» Λέον Τρότσκι.
Ο Γιώργος Βιτσώρης υπήρξε ο μοναδικός
ηγέτης του ελληνικού τροτσκιστικού κινήματος που είχε την ευκαιρία μιας
απευθείας διαβούλευσης με τον εκπεσόντα άγγελο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η
συνάντηση ήταν γνωστή στους περιορισμένους κύκλους του ελληνικού τροτσκισμού,
ενώ αναφέρεται σε αυτήν με κάποιες λεπτομέρειες η Νίτσα Τσαγανέα σε
αυτοβιογραφική μαρτυρία της το 1979, αλλά και ο Δημήτρης Μυράτ, που βρισκόταν
τότε στην Κωνσταντινούπολη με τον θίασο της Κοτοπούλη και, ως συμπαθών, είχε
ζητήσει από τον Βιτσώρη να παραβρεθεί. Το ακριβές περιεχόμενό της δημοσιεύτηκε
στα ελληνικά μόλις το 1980.
Μολονότι πρωταγωνιστής αυτής της
συνάντησης από ελληνικής πλευράς, ο Γιώργος Βιτσώρης αποτελεί σήμερα έναν
«άγνωστο»· το όνομά του είναι οικείο μονάχα σε όσους καταπιάνονται με την
τροτσκιστική βιβλιογραφία και σε ελάχιστους θεατρολόγους που ερευνούν τον
ελληνικό μεσοπόλεμο. Και σε όσους, βέβαια, αποδελτιώνουν τον Ριζοσπάστη της εποχής, όπου το όνομά του
συνοδεύεται από επίθετα όπως «αρχειοφασίστας», «πράκτορας του Χίτλερ»,
«χαφιές»...
Ποιος ήταν όμως ο Γιώργος Βιτσώρης, που
στο πρόσωπό του συνέπιπτε ο μάλλον σπάνιος συνδυασμός του σπουδαίου ηθοποιού
και του κομμουνιστή ηγέτη; Αυτήν την ξεχασμένη μορφή έρχεται να φωτίσει ο
σκηνοθέτης και συγγραφέας Νίκος Θεοδοσίου, συγκεντρώνοντας στο βιβλίο του Ο άγνωστος Βιτσώρης δεκάδες ψηφίδες και
σπαράγματα μιας συναρπαστικής ζωής και δράσης.
Ο Γ. Βιτσώρης γεννήθηκε στην Καβάλα το
1899, από επιχειρηματική οικογένεια. Μεγαλύτερος από έξι αδέλφια, που όλα
σταδιοδρόμησαν στον καλλιτεχνικό χώρο (με γνωστότερο τον εξπρεσιονιστή ζωγράφο
του μεσοπολέμου Μίμη). Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, η οικογένεια μετακόμισε
στην Αθήνα, όπου θα σπουδάσει στη σχολή του Ελληνικού Ωδείου και θα γνωρίσει τη
σύζυγό του Ελένη Λάσκαρη, τη μετέπειτα Νίτσα Βιτσώρη, και μετά τον χωρισμό τους
Τσαγανέα. Η θεατρική του καριέρα ξεκινά το 1924, με τον «Θίασο των Νέων», την
πρώτη νεανική θεατρική ομάδα της εποχής, και θα
συνεχιστεί μέχρι το 1928, οπότε και θα εγκαταλείψει τη σκηνή για να γίνει
επαγγελματικό στέλεχος του «Αρχείου του Μαρξισμού», στην ηγεσία του οποίου είχε
ήδη αναδειχθεί μαζί με τον Δημήτρη Γιωτόπουλο.
Συμμετέχοντας ενεργά στις ζυμώσεις μέσα
στο εργατικό κίνημα της εποχής, θα συμβάλει καθοριστικά στον προσανατολισμό των
αρχειομαρξιστών προς τη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση και την ίδρυση, το 1930,
της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Μπολσεβίκων Λενινιστών - Αρχειομαρξιστών (ΚΟΜΛΕΑ),
μιας από τις ισχυρότερες, τότε, διεθνώς τροτσκιστικές οργανώσεις. Το 1934, οι
δύο ηγετικές μορφές της ΚΟΜΛΕΑ θα πάρουν χωριστούς δρόμους, με τον Βιτσώρη να
ακολουθεί τις τύχες της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης και τον Γιωτόπουλο να
διαφοροποιείται.
Μετά από ολιγόμηνη εξορία, το 1935, θα
συλληφθεί δύο φορές κατά τη δικτατορία του Μεταξά, αλλά θα αφεθεί ελεύθερος,
έπειτα από μεσολάβηση της Κοτοπούλη και άλλων συναδέλφων του ηθοποιών, και θα
φυγαδευθεί στο Παρίσι. Αυτήν την περίοδο είχε επιστρέψει στη σκηνή, με τους
ανθρώπους της οποίας φαίνεται πως δεν είχε διακόψει ποτέ τις σχέσεις του.
Στη Γαλλία θα συμμετάσχει ενεργά στις
διεργασίες για την ίδρυση της 4ης Διεθνούς, ενώ μετά την κατάληψη της Γαλλίας
από τους ναζί θα συμμετάσχει ενεργά στα αντιστασιακά δίκτυα και στην ένοπλη
αντίσταση, δράση για την οποία θα παρασημοφορηθεί αργότερα από τον Ντε Γκωλ.
Παράλληλα εργάζεται στο θέατρο και στον κινηματογράφο και συμμετέχει στις
διεργασίες του γαλλικού τροτσκιστικού κόμματος, δράση που θα συνεχιστεί και
μεταπολεμικά, μέχρι το 1948, οπότε θα αρχίσει να ταλαιπωρείται από τον καρκίνο,
για να πεθάνει έξι χρόνια αργότερα.
Μολονότι δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα,
συνέχισε να παρεμβαίνει στις συζητήσεις των Ελλήνων τροτσκιστών. Σε γράμμα του,
το 1946, επικρίνει τη στάση μεγάλης μερίδας τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής
και των Δεκεμβριανών απέναντι στο ΕΑΜ. Πρόκειται για ένα από τα λίγα κείμενά
του, από όσα δημοσιεύονται στο παράρτημα του βιβλίου του Νίκου Θεοδοσίου, όπου
ο Βιτσώρης αναδύεται μέσα από τις γραμμές «με σάρκα και οστά», πλουτισμένος από
την εμπειρία της ένοπλης αντίστασης στον ναζισμό. Το ίδιο και στο τελευταίο
πολιτικό του κείμενο, μια εκτενή επιστολή προς το 2ο Συνέδριο της 4ης Διεθνούς,
το 1948, όπου, παραγκωνισμένος πια και άρρωστος, καταθέτει τις απόψεις του για
μια σύγχρονη επαναστατική πολιτική, απαλλαγμένη από τον σεχταρισμό που
χαρακτήριζε το γαλλικό τροτσκιστικό κίνημα.
Χρωστάμε χάριτες στον ερευνητικό ζήλο
του Νίκο Θεοδοσίου γι’ αυτό το «σχεδίασμα βιογραφίας», όπου «τα όρια μεταξύ
καλλιτεχνικής μυθοπλασίας και επαναστατικού ρεαλισμού -των δύο κόσμων που
υπηρέτησε ο Βιτσώρης- συγχέονται», όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο ιστορικός
Κωστής Καρπόζηλος (και μάλλον συγχέονται περισσότερο απ’ όσο υποθέτει ο συγγραφέας,
που διατηρεί προσεκτικά διαχωρισμένους τους δύο κόσμους στην αφήγησή του). Η
ιστορική βιογραφία, είδος ιδιαίτερα απαιτητικό, στο οποίο η ελληνική
ιστοριογραφία δεν έχει καμία παράδοση, είναι ιδιαίτερα «αχάριστη» απέναντι στον
ερευνητή: απαιτεί, αναλογικά, πολύ περισσότερο κόπο και μόχθο, για να προσφέρει
με φειδώ τη χαρά της ανακάλυψης μικρών ψηφίδων, που θα συμπληρώσουν τη συνολική
εικόνα μιας ιστορικής προσωπικότητας, έτσι ώστε να αναδυθεί μπροστά στα μάτια
του αναγνώστη ο άνθρωπος και η εποχή του. Χωρίς αυτές τις δυσεύρετες ψηφίδες
όμως, καμιά παρόμοια ανάδυση δεν προβλέπεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου