Έργο της Χαράς Κεράστα με τίτλο ΟΥΤΕ ‘ΔΩ ΟΥΤΕ ‘ΚΕΙ |
ΤΗΣ
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΛΥΜΠΕΡΗ
ΛΙΛΥ
ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΥ, Λαθραία οργή, Εκδόσεις
Μελάνι, σελ. 64
Αν
και η καλλιτεχνική δημιουργία αποτελεί το κατ’ εξοχήν πεδίο της φαντασίας και
«των φανταστικών γενών» (generi fantastici, όπως οξυδερκώς επισημαίνει
ο Gian
Batista
Vico),
η ποίηση είναι και η «γνώση του κόσμου», μια «αληθινή διήγηση» (vera narration), μια λειτουργία
κοινωνική. Στο νέο ποιητικό βιβλίο της Λίλυς Εξαρχοπούλου ΛΑΘΡΑΙΑ ΟΡΓΗ, είναι
φανερό πως το κοινωνικό βλέμμα και η γνώση του κόσμου, αποτελούν τα θεμέλια του
συνολικού οικοδομήματος, επιδρώντας καταλυτικά σε όλες τις θεματικές και
αισθητικές αρχιτεκτονικές, αλλά και στην ίδια τη συγκίνηση που προσδιορίζει την
ψυχική ποιότητα της ποιήτριας.
Πρωτογνώρισα
τη Λίλυ Εξαρχοπούλου στη δεκαετία του 90, μέσα από την έντονη παρουσία της στη
λογοτεχνική σκηνή. Η θητεία της σε όλα τα είδη του λόγου (μυθιστόρημα, διήγημα,
δοκίμιο, κριτική βιβλίου, μετάφραση), μου επιτρέπει να πω ότι σε μικρό χρονικό
διάστημα, πέτυχε να συγκροτήσει ένα ολοκληρωμένο λογοτεχνικό πρόσωπο. Ειδική
μνεία κάνω στις μεταφράσεις της (Λόρενς Ντάρελ, Τζων Μπέργκερ, Νηλ Τζόρνταν,
Τζαίημς Φιν Γκάρνερ, Ρομπ Περρέ, Σβεν
Μπίρκετς) – αποδόσεις λογοτεχνίας αλλά
και δοκιμιακού λόγου. Ως συγγραφέας ανήκει
στην κατηγορία των δημιουργών που αγαπούν την αναπαράσταση του «πραγματικού» γεγονότος,
με έμφαση στην κοινωνική ματιά και εμβόλιμες αιχμές πολιτικής σκέψης. Τα μυθιστορήματά
της δεν ανήκουν στη μοντερνιστική παράδοση, στηρίζονται στον ρεαλισμό και έχουν
θεατρική δομή. Η απουσία μεταφυσικής, υπερβατικών νοημάτων και εικόνων δίνουν
στο έργο της μια στιβαρή γήινη βάση, που διευκολύνει την καλή επικοινωνία με το
μεγάλο κοινό.
Εντούτοις,
το πρώτο της ποιητικό βιβλίο που εκδίδεται την επόμενη δεκαετία, κινείται σε
μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, αξιοποιώντας όλη τη γοητεία και τα
τεχνάσματα της υπερρεαλιστικής γραμμής. Η Ανοίκεια
μέθη (Γαβριηλίδης, 2003), είναι ένα έργο ευφυές, με πολύ συγκροτημένο
σχεδιασμό. Αν και ως βάση εδώ παραμένει το καθημερινό γεγονός, οι λαμπρές
υπερβατικές εικόνες και η ευφάνταση διαδοχή αναπάντεχων νοημάτων (κατά την
προσφιλή μέθοδο της υπερρεαλιστικής τακτικής), απογειώνουν τη φόρμα, χτίζοντας
ολοκληρωμένη ποιητική πρόταση. Κύριο χαρακτηριστικό της συλλογής, η μικτή (θα
προσθέσω, «εκκεντρική») γλώσσα, με την καθαρεύουσα να κατέχει τη μερίδα τού
λέοντος (και μάλιστα στη μορφή του ευαγγελικού λόγου, όπως τον συναντάμε στα
θρησκευτικά κείμενα) σε συνδιαλλαγή με ισχυρές «λαϊκές» λέξεις που τίθενται
αντιστικτικά. Το έργο αυτό, κατά την προσωπική μου αίσθηση είναι μια σημαντική
στιγμή στην καλλιτεχνική πορεία της Εξαρχοπούλου, γιατί φέρνει στο φως το
ποιητικό της τάλαντο, που προβάλλει νέες δεξιότητες.
Η
παρούσα ποιητική συλλογή Λαθραία οργή (Μελάνι,
2018) αποτελεί μικρό τμήμα της πολύχρονης εργασίας της Εξαρχοπούλου πάνω στην
ποίηση, όπως συσσωρεύτηκε σε διάστημα 15 χρόνων. Σε αντίθεση με το προηγούμενο
ποιητικό της, εδώ δεν υπάρχει ειδικός σχεδιασμός ή προαπαιτούμενη θεματολογία,
αλλά μια χαλαρή δομή με ελεύθερες συλλήψεις, όπου καταγράφονται στιγμιαίες διαθέσεις,
ψυχικές αναταράξεις, κοινωνικοί προβληματισμοί. Αν και το ύφος δεν είναι
ενιαίο, σχηματίζονται ενιαίες υφολογικές ενότητες και επιμέρους συγγενείς θεματολογίες,
συγκροτώντας μια γραφή που υπενθυμίζει τη μυθιστορηματική υπόσταση της
ποιήτριας, καθώς δανείζεται γλώσσα και αφηγηματικές πρακτικές, χρησιμοποιημένες
στην πρόζα της. Έτσι αναδεικνύεται το αληθινό της πρόσωπο, το πολιτικό και
κοινωνικό της βλέμμα, η παιδεία, η συνολική
καλλιτεχνική της εμπειρία.
Το
χαρακτηριστικό υπερρεαλιστικό στίγμα της πρώτης ποιητικής συλλογής εξαφανίζεται
εντελώς σε αυτό το δεύτερο βιβλίο. Είναι ολοφάνερο ότι η Εξαρχοπούλου, μετά το
σχετικό πείραμα, έχει επανέλθει στην αυστηρά «δική της» γλώσσα. Υπάρχει όμως
ένα σημείο στη Λαθραία Οργή, που
αποτελεί τον φανερό κρίκο ένωσης με την προηγούμενη δουλειά της – πρόκειται για
το ποίημα ΝΑΥΑΓΙΟ (ένα κόσμημα της υπερρεαλιστικής γραφής), που μοιάζει να
κλείνει και την ενασχόλησή της με το είδος. Η Λαθραία Οργή έχει ως κύριο στίγμα την αφήγηση του πραγματικού
γεγονότος, είτε αυτό είναι ατομικό, είτε αφορά ένα κοινωνικό φαινόμενο που
αντανακλάται στην εσωτερική ζωή της ποιήτριας. Οι αφηγήσεις είναι κυρίως
πρωτοπρόσωπες και συχνά διαποτίζονται από το εξομολογητικό στοιχείο,
αποκαλύπτοντας βαθύτερους κόσμους. Κινούμενη παράλληλα με μυθιστορηματική της
τακτική, η Εξαρχοπούλου δημιουργεί κι εδώ μονολόγους, που αναπτύσσονται σε
μακροσκελή ποιήματα, ολοκληρώνοντας συγκεκριμένους ανθρώπινους χαρακτήρες.
Στο
βιβλίο υπάρχει ένα λεξιλόγιο που δεν συναντάμε συχνά στη σύγχρονη ποιητική
γλώσσα. Πρόκειται για αναφορά στον προφορικό λόγο με αργκό παρεμβολές, φράσεις
αυθόρμητες, πληθωρικές, ανεπιτήδευτες, που ξεχειλίζουν γνήσιο αίσθημα (στον
αντίποδα κάθε λόγιας «πεποιημένης» εκφοράς) σχεδιάζοντας το ίδιο το πρόσωπο της
απλής καθημερινής ζωής. Ενδεικτικά σημειώνω: τα χαλασμένα πεζοδρόμια/ τούμπες
και κλωτσοπατινάδες… θαθελα να΄μουν χούλιγκαν/ να ξεπατώνω καθίσματα… να
αποτύχεις με τα μπούνια βρε αδελφέ... και μαζί να μπουκάρουμε/στην άβυσσο του
κωλόχαρτου… Πρόκειται για το ζωντανό λεξιλόγιο που χρησιμοποίησε η Βeat γενιά
καταργώντας κάθε έννοια γλωσσικού
καθωσπρεπισμού, αλλά και την ίδια την έννοια του αντιποιητικού. (Σε αυτή τη
γραμμή, κινήθηκε, ως γνωστόν, η Κατερίνα
Γώγου, η οποία ανέδειξε έναν λόγο κοφτερό, γυμνό, προκλητικό, και γνήσια
«λαϊκό».) Κάπως έτσι η Εξαρχοπούλου προσθέτει ζωτικό σφρίγος στο γλωσσικό της
ιδίωμα, για να μας παρουσιάσει αυθεντικά την «πραγματική ζωή».
Κατά
την αίσθησή μου η παρούσα συλλογή ακουμπάει σε τρία ισχυρά ποιήματα, που έχουν
ενιαίο ύφος, συγγενή γλωσσική δομή και έντονο συναισθηματικό ήχο. Ο ήχος αυτός
είναι κουρντισμένος σε υψηλό τόνο (στη μουσική σημειώνεται με τον όρο fortissimo) και η ένταση εδώ
παραμένει αμείωτη, σταθερά στο ίδιο ύψος, σε όλη τη γλωσσική έκταση. Πρόκειται
για τα ποιήματα «Θα’θελα να’ μουν
χούλιγκαν», «Επιστολή στον Βαλμόν», και «Διάλεξη». Τρία κείμενα φλογερά, μακροσκελή,
με ρωμαλέα υπόσταση και εκφραστική αμεσότητα, τα οποία αντιπροσωπεύουν το
πνευματικό και ψυχικό στάτους της Εξαρχοπούλου, μεταφέροντας σε μας συγκινήσεις,
αλλά και βαθύτερα ίχνη ιδεών, που αφορούν το ερωτικό πάθος, την επανάσταση, την
αντισυμβατική σκέψη. (Κείμενα
«οργισμένα» που πιστοποιούν τη σύνδεσή της με την «οργισμένη» ποίηση της Κατερίνας
Γώγου.)
Το
ποίημα «Θα ’θελα να ’μουν Χούλιγκαν», αποτελεί μια διεισδυτική ματιά πάνω στο
γνωστό κοινωνικό φαινόμενο των γηπέδων, φωτίζοντας και έναν πολύ συγκεκριμένο
ανθρώπινο τύπο, που υποστασιοποιεί την βία - συναισθηματική, ηθική, πολιτική. Η
Εξαρχοπούλου, με βιτριολικό χιούμορ, διανθισμένο από σαρκαστικά στοιχεία,
βρίσκει την ευκαιρία να ξετυλίξει την κριτική της σκέψη, υπονοώντας την απουσία
πνευματικότητας που επικρατεί σε ένα μεγάλο κομμάτι του σύγχρονου ελληνικού
γίγνεσθαι, αλλά και στους ίδιους τους μηχανισμούς που παράγουν βίαιους πολίτες.
Θα’θελα ναμουν χούλιγκαν/να μπαίνω στα
γήπεδα και να τα σπάω/ να ξεπατώνω καθίσματα/ να πετάω με μένος/ πέτρες
αναπτήρες νομίσματα…. Το ποίημα, εκτός από κοινωνικό σχόλιο, είναι και ένα
βαθύ ψυχογράφημα για τον άνθρωπο που ζει ξοδεύοντας άσκοπα την ορμή του (και
την οργή του), χάνοντας ευκαιρίες για συλλογική πολιτική αντίδραση, μεταλλάσσοντας
κάθε επαναστατική τάση σε εκτονωμένη επιθετικότητα. Σημειώνω το χιούμορ, ως την
πιο αποτελεσματική αρετή του παρόντος ποιήματος, γιατί παρεμβαίνει σε σκληρά κομμάτια
πραγματικότητας, απαλείφοντας εν μέρει την τραγικότητά τους
Το
ποίημα «Επιστολή στον Βαλμόν», μου θύμισε τη φλόγα και το πάθος των λατινοαμερικανίδων
ποιητριών. Εδώ ο έρωτας, ως ψυχική διακινδύνευση και ως σωματική βάσανος,
χρεώνεται στο γυναικείο πρόσωπο, με την προοπτική μιας επικείμενης διάψευσης,
αλλά και μεταφέροντας τον τρόμο μπροστά στη βαθύτερη σύνδεση με το Άλλο. Η
Εξαρχοπούλου μας κοινωνεί την πιο αισθηματική πλευρά της, την ερωτική θέα του
άλλου και το ίδιο το πεδίο της ερωτικής συνάντησης (της μάχης;) όπου συνήθως
ανταλλάσσονται παιχνίδια εξουσίας. Το
ποίημα είναι μια αναφορά στο περίφημο έργο του Λακλό «Επικίνδυνες Σχέσεις», ένα
κείμενο προκλητικό για τα ήθη της εποχής (19ος αιώνας - γι΄ αυτό
άλλωστε είχε χαρακτηριστεί ανήθικο και απαγορεύτηκε μαζί με τα έργα του
Μοντεσκιέ, του Βολταίρου, του Ρουσσώ). Η ποιήτρια διαχειρίζεται εδώ έναν
μυθιστορηματικό ρόλο: της μαρκησίας μαντάμ ντε Μερτέιγ, η οποία ανταλλάσσει
επιστολές με έναν παλιό εραστή της, τον υποκόμη ντε Βαλμόν, σχεδιάζοντας από
κοινού την αποπλάνηση της νεαρής και αθώας Καικιλίας ντε Βολάνζ. Η ανίχνευση
του γυναικείου προσώπου από την Εξαρχοπούλου, αν και εμπεριέχει τις δομές της
σκληρότητας και του κυνισμού, εναλλάσσεται με το βαθύτερο, το πιο ευάλωτο ανθρώπινο
στοιχείο της μαρκησίας, αυτό που
συνεχίζει να φέρει καταγεγραμμένα μέσα του τα υπολείμματα μιας χαμένης
ευαισθησίας.
Πρόκειται
λοιπόν για αισθηματική αναπαράσταση και όχι για την αληθινή ερωτική ζωή της
Εξαρχοπούλου, πρόκειται για την επιταγή της λογοτεχνίας, δηλαδή για υπόθεση
γλωσσική και αισθητική, υπόθεση που επιβάλει τον έρωτα «ως ποίημα». Εντούτοις η
ποιήτρια τα καταφέρνει μια χαρά, Κρατώ μερικούς ωραίους στίχους: Η Πιστότητα είναι η αγριότερη από όλες τις
παρεκτροπές. Αυτό λοιπόν φοβάμαι, μην
πιστή σου μείνω. Na
πεθαίνεις εν μέρει
αχρησιμοποίητος. Αξία χρήσης, τόχω φωνάξει και παλιότερα.
Τελευταίο
άφησα το ποίημα «Διάλεξη». Αισθάνομαι ότι αποτελεί την καρδιά του παρόντος
βιβλίο, ένα κέντρο ιδεολογικό και συγκινησιακό, μέσα από το οποίο
τροφοδοτούνται όλες οι επιμέρους γλωσσικές συνιστώσες και οι νοηματικοί
μηχανισμοί της συλλογής. Εδώ ξετυλίγεται ο φεμινιστικός εξοπλισμός της Εξαρχοπούλου,
ισχυρά ψυχικά φορτία που σχηματίζουν τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου γυναικείου
προσώπου, με την αποταύτιση της γυναίκας από τον ρόλο της μητρότητας. Ευτυχώς λοιπόν δεν εχω γυιό ούτε θυγατέρα/να
επιφορτίσω με το άναμμα του καντηλιού/με το νυχτέρι στα νοσοκομεία/ με τη
γεροντική μου άνοια/Με τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες μου/με τις προσδοκίες
και τα οράματά μου/ με τα Οιδιπόδεια και τις επιταγές μου/με τις χίλιες δυό
παράνοιές μου… Η αποταύτιση της γυναίκας από τη μητρότητα, ώστε το θήλυ να ιδωθεί
ως ένα πρωταρχικό ανθρώπινο ον, πέρα από τα φύλα, συνάδει με τη σκέψη
θεωρητικών του φεμινισμού, όπως της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, της Μονίκ Βιτίγκ, της
Ιριγκαρέι, της Τζούλια Κρίστεβα και τελευταία της πολύ γνωστής πανεπιστημιακού Τζούντιθ
Μπάτλερ στη μελέτη της για τις έμφυλες ταυτότητες. Με γλώσσα προκλητική και
σαρκαστική και με αφοπλιστικό χιούμορ, προτάσσοντας τη διαύγειά της, η Εξαρχοπούλου, συντάσσεται υπαινικτικά με το
σύγχρονο φεμινιστικό ιδεολογικό πλαίσιο που αφορά τις έμφυλες ταυτότητες, φέρνοντας
στην επιφάνεια ένα τεράστιο κοινωνικό κατεστημένο, για το συντρίψει με την
ποιητική της γραφίδα, απελευθερώνοντας
το φύλο-γυναίκα από τα βάρη αιώνων.
Η
Λίλυ Εξαρχοπούλου, με αυτό το δεύτερο ποιητικό βιβλίο, συνεχίζει πάνω στη
γραμμή που έχτισε με τα μυθιστορήματά της, για να υπηρετήσει τον συμπυκνωμένο
λόγο της ποίησης και τις προκλήσεις της μικρής φόρμας. Πόσο δύσκολο είναι αυτό;
Η ίδια χαρακτηριστικά θα σημειώσει: Η
ποίηση πρέπει να στηρίζεται στη συμπύκνωση/Πώς να στριμώξω όλα τα επίθετα της
αγάπης μου σε μια γραμμή;/Έτσι είν’ η ποίηση. Κανένας δεν σ’ υποχρεώνει να τη
γράψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου