ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Έργο της Ελένης Κορδάλη |
ΤΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
Στον
Μανώλη Γαλιάτσο
Η
μουσική είναι λύπη για την ουράνια
κατοικία που ο άνθρωπος έχει χάσει:
ακούω εντός μου τον Ιμπν Αλ-Φαρίντ.
Μπροστά μου τα μεμβρανόφωνα κρουστά,
τα γκονγκ, τα φλάουτα, τα μεταλλόφωνα,
τα ξυλόφωνα... εκείνος ξεχωρίζει αμέσως.
Τρίτος από αριστερά στη δεύτερη σειρά.
Λίγα μόλις μέτρα μακριά μου. Παρά τα
ρούχα του, τα αυθεντικά μπαλινέζικα,
παρά τις μετρημένες κινήσεις του, καθώς
παίζει φανερά συνεπαρμένος το ξυλόφωνο,
εμφανώς εξοικειωμένος με την όλη μουσική
ρητορεία του κυρίου θέματος και των
παραλλαγών του, παραμένοντας συντονισμένος
με τα υπόλοιπα μέλη της λαϊκής ορχήστρας,
διαφέρει αισθητά. Τον προδίδουν τα
μακριά, ξανθά μαλλιά του. Δεν μιμείται
κάτι. Δεν χρειάζεται άλλωστε. Υπάρχει,
αντιλαμβάνεται κι ενεργεί σαν ένα
αυτόματο της γενικής συγκίνησης. Κινείται
ελαφρώς, μόνο από τη μέση και πάνω,
καθισμένος κατάχαμα, όπως όλοι ανεξαιρέτως
οι μουσικοί, γύρω στους είκοσι περίπου.
Κατάχαμα, για να μην υπάρχει διαφορά ή
προνόμιο. Ίσως πριν από καιρό, όταν
μάθαινε σχολαστικά αυτό το είδος της
μουσικής, να περνούσε αναγκαστικά από
κάποια στάδια μίμησης. Τώρα όμως δεν
μιμείται ούτε υποκρίνεται. Απλώς,
εκτελώντας το συγκεκριμένο κομμάτι,
συμμετέχει με όλο του το είναι σ’ αυτή
την τόσο δυναμική κοινότητα των ήχων.
Μαζί με τους ντόπιους, αυτοδίδακτους
μεν, ικανότατους όμως μουσικούς, θέλει
να δείχνει μη-άτομο. Και πράγματι παίζει
σα να ήταν από πάντα ένας απαράλλαχτος
συν-κάτοικος. Δηλαδή ο ανώνυμος γηγενής.
Ο πρωτογενής φορέας του ιδιώματος
γκαμελάν. Κι είναι φτυστός ο Νικ Νόλτε.
Σε νεαρή ηλικία. Λες και βγήκε από την
οθόνη του κινηματογράφου κι έφτασε ως
εδώ, στην αυλή του αρχαίου ναού, που
φιλοξενεί συνήθως δυο τρεις ημέρες την
εβδομάδα τις παραστάσεις του γκαμελάν.
Μαθαίνω
ότι ζει κι εργάζεται χρόνια στο νησί.
Για ν’ αποφύγει μάλιστα το πήγαινε έλα
στο εξωτερικό, προκειμένου να ανανεώνει
μια φορά το μήνα τις προβλεπόμενες
θεωρήσεις εισόδων και εξόδων στο
διαβατήριό του, όπως οφείλει, για να μην
έχει μπλεξίματα με το τοπικό Γραφείο
Μετανάστευσης, έχει φροντίσει να
εφοδιασθεί με την προβλεπόμενη σε
ορισμένες διακριτές περιπτώσεις βίζα
μακράς διαρκείας. Προφανώς καταβάλλει
το ποσόν των χιλίων ευρώ ετησίως. Ή και
παραπάνω. Τίποτα δεν είναι κρυφό σ’
αυτή τη γειτονιά του νοτιοανατολικού
Μπάλι. Δεν θ’ αργήσω να μάθω ότι είναι
Ολλανδός. Βέβαια, το είχα ήδη προ πολλού
μαντέψει.
Το
μεγάλο, το ασήκωτο, το κυρίαρχο γκονγκ
λάμπει στο φως του απογεύματος.
Υπαινίσσεται την ασφάλεια που παρέχει
η τέλεια, η πολλαπλώς επεξεργασμένη
περιφέρειά του. Ουσιώνει το κλέος του
κύκλου. Και μαζί με αυτό υποδηλώνεται
ασφαλώς η ιδέα της κυκλικής επαναλειτουργίας
της Φύσης μετά από μια παροδική παύση.
Το γκονγκ συναρτάται με το βαρύτιμο
νόημα του μύθου. Αποτελεί ταυτοχρόνως
την καθοριστική αρχή των μουσικών
φθόγγων. Είναι η απαραίτητη επιφάνεια,
η πηγή του πρώτου ήχου. Το πρόσταγμα της
αφήγησης χωρίς τέλος. Γκονγκ, φτιαγμένο
από το μέταλλο των ευγενών συνδυασμών.
Προϊόν επιμειξίας του κόσμου που ξέρουμε,
ή νομίζουμε πως ξέρουμε, και του άλλου,
εκείνου των αοράτων. Τεχνίτες, φιλόμουσοι
δαίμονες και πνεύματα συνεργάστηκαν
για χρόνια πολλά για να μας χαρίσουν
τον πρίγκιπα των μετάλλων του Ινδουισμού.
Τον μπρούντζο. Αυτό ισχυρίζεται το
μεγάλο, το βαθύηχο γκονγκ και τα άλλα
μπρούντζινα, μικρότερα αδέλφια του στην
αυτοσχέδια σκηνή, την περιτριγυρισμένη
από στιβαρά, πανύψηλα μπαμπού. Εδώ η
παραδοσιακή, εγχώρια ορχήστρα γκαμελάν
μας καλεί, εκατό περίπου άτομα, να
ταξιδέψουμε άλλη μια φορά στο απώτερο
παρελθόν των μουσικών προτάσεων του
Αρχιπελάγους της Ινδονησίας των δέκα
επτά χιλιάδων νησιών.
Τα
μεταλλόφωνα, τα γκονγκ όλων των διαστάσεων,
τα ξυλόφωνα, τα φλάουτα, τα μεμβρανόφωνα
κρουστά, το ρεμπάμπ, με δύο χορδές
κουρδισμένες σε διάστημα πέμπτης
περίπου, συναποτελούν τα εχέγγυα της
υποδειγματικής προβολής μιας καθόλα
δημιουργικής, μεταφυσικής διάστασης.
Ό,τι δηλαδή συνέχει ακόμη αυτό το νησί,
από τη μια έως την άλλη του άκρη. Θα
εμφανιστούν μάλιστα στην ώρα τους και
οι βαγιάν,
οι μαριονέτες του θεάτρου σκιών. Έρχονται
από το όνειρο του θεού Σίβα για να
μεταφέρουν στο σανιδένιο βάθρο, όσο πιο
καλά μπορούν, δημοφιλή ή και άγνωστα
για τους πολλούς επεισόδια από την
Μαχαμπχαράτα και τη Ραμαγιάνα. Ο κύκλος
της ακμής του όντος, της πεπρωμένης
παρακμής του και της αναμενόμενης,
ποθητής επανεμφάνισής του συνιστά την
κύρια διακήρυξη του γκαμελάν και των
συμφραζομένων του.
Οι
λέξεις, άλλες τραχιές, άλλες γουλιές
από φοινικόκρασο, λέξεις από τα βάθη
των αιώνων, που θα έγδερναν τους
ουρανίσκους των μαθητευόμενων στο χώρο,
προφέρονται από τις σοφές, ευρηματικές
εκ γενετής μαριονέτες, με τη χάρη, αλλά
και την εξόφθαλμη αυτοπεποίθηση με την
οποία μιλάει ένα έξυπνο παιδί. Ελάχιστοι
ή μάλλον κανένας δεν αντιλαμβάνεται
όμως το ακριβές ή έστω το αμυδρό νόημά
τους. Είναι απολιθώματα λόγου. Ζωτικά,
αειθαλή, μυστικά του στόματος και του
μυαλού. Ανήκουν στην αχανή αρχαιολογία
των ινδουιστικών σημαινομένων. Δεν έχει
όμως σήμερα καμιά απολύτως σημασία η
πιστή ή μη μετάφρασή τους στην ευέλικτη
κι επιλεκτική μπαχάσα
ιντονίσια, δηλαδή
στην
επίσημη γλώσσα. Αρκεί αυτή η αίσθηση
της πρωτογενούς μέθεξης που κατακλύζει
τους θεατές-ακροατές. Μυημένους και μη.
Η μουσική και οι άγνωστες εν τέλει λέξεις
προσφέρουν την ηδονή της κατανόησης
πέρα από τις συμβάσεις της τυπικής
ανταλλαγής μηνυμάτων. Το φαντασιακό
υπεισέρχεται στα ηχητικά κύματα με την
άνεση που πετάει ο νεαρός αετός. Κανένας
όρος αρχετυπικής επικοινωνιακής
ορθότητας δεν επιβάλλεται εξ ορισμού
στη σκηνή των δρώμενων. Η αρμονία θα
φανεί βέβαια για μια στιγμή ακυρωμένη.
Για μια στιγμή μόνο. Η ευφορία θα
γενικευτεί, καθώς οι επαΐοντες των
μουσικών συζεύξεων θα στήσουν και πάλι
γέφυρες ενσυναίσθησης.
Το παραμύθι της διάλυσης του κόσμου, αλλά και της επαναφοράς του στην προηγούμενη κατάσταση ξεδιπλώνεται.
Το παραμύθι της διάλυσης του κόσμου, αλλά και της επαναφοράς του στην προηγούμενη κατάσταση ξεδιπλώνεται.
Διακρίνω
έναν ακόμη αλλοδαπό. Όχι ανάμεσα στους
μουσικούς αυτή τη φορά, αλλά στην άκρη
της δικής μου σειράς. Λίγα μόλις καθίσματα
πιο πέρα, στα δεξιά μου. Πώς και δεν τον
είχα προσέξει τόσην ώρα; Τα κοντά,
κατάμαυρα μαλλιά στεφανώνουν το μέτωπο,
η γνωστή φράντζα, το βλέμμα που διαπερνά
τα πράγματα ή που θέλει να τα διαπεράσει,
το στήσιμο του σώματος που πρόκειται
να πρωταγωνιστήσει σε μια μοιραία
ποδηλατοδρομία. Η αποφασιστική μύτη.
Αβρότητα και στιβαρότητα μαζί. Μια
ολοκληρωμένη προσωπογραφία. Η σοβαρότητα,
η γαλήνη, η νηφαλιότητα. Κι ένα πάθος
που βράζει μέσα του και δεν λέει να
ησυχάσει, παρά τα χρόνια που πέρασαν.
Παρά τη μουσική που έγραψε και αισθάνθηκε
ως τα μύχια του υπέροχου νου του. Σαν να
τον έχω δει να βγαίνει ολοζώντανος από
έναν πίνακα ζωγραφικής.
Άφησα
για λίγο τις μαριονέτες του θεάτρου
σκιών για να δω καλύτερα το πρόσωπο του
τουρίστα. Άρχιζε κιόλας να μου θυμίζει
όλο και περισσότερο εκείνον. Τον δείχνω
στη φίλη μου. Τότε ακριβώς, προτού εκείνη
προλάβει να πει κάτι, βρήκα το όνομα.
Βέβαια, του έμοιαζε και μάλιστα πολύ. Ο
Ντεμπισί. Ναι, όντως ολόιδιος ο συνθέτης.
Ο οποίος, όπως θυμήθηκα αμέσως σχεδόν,
δεν έπαψε ποτέ να μνημονεύει, με τον
ίδιο πάντα ενθουσιασμό, τις μουσικές
αξίες που κομίζει το συγκρότημα γκαμελάν.
Το είχε δει από κοντά και το είχε ακούσει
να παίζει σε δημόσια παράσταση στο
Παρίσι. Είχε φτάσει εκεί, πρώτη φορά από
την Ιάβα της Ινδονησίας, για να συμμετάσχει
στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Διεθνούς
Έκθεσης του 1889.
Τα
επίμονα μεταλλόφωνα, τα εμφατικά γκονγκ,
τα αποτρελαμένα ξυλόφωνα, τα υποβλητικά
φλάουτα, τα μεμβρανόφωνα κρουστά, το
οξύνου ρεμπάμπ πάλι και πάλι, συστηματικά
χωρίς σολίστ ή μαέστρο, αχρείαστοι να
είναι, όργανα μιας σφυρηλατημένης
συλλογικότητας, όργανα της αλληλεγγύης
των ρυθμών, μας έχουν πάει στο μεταξύ
εκεί που θέλησαν από την πρώτη στιγμή.
Είμαστε η επαλήθευση των δυνατοτήτων
τους, η απόλυτη αποδοχή και η ενδυνάμωση
της τονικότητάς τους. Μπαίνουμε χωρίς
κανένα δισταγμό στο ποτάμι των αρχικά
αλλοπρόσαλλων ήχων. Αυθάδεις, νοσταλγικοί,
ακατάληπτοι, ενίοτε εκκωφαντικοί,
μεγαλοπρεπείς αίφνης, έμπειροι της
ιδιόμορφης φούγκας, ήχοι - σαλπίσματα
- κρωγμοί - άριες που ξεχύνονται, ταξιδεύουν
μέσα από όλους τους πόρους μας και
ξαναμαζεύονται εκεί από όπου άρχισαν.
Για να μας θυμίσουν, με το γκονγκ πάλι
επικεφαλής, ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά,
ότι τίποτε δεν είναι οριστικό και
παγιωμένο εσαεί στο σύμπαν. Ήχοι αγκαθωτοί
και λείοι, ακατανόητοι και φίλιοι, που
θέλουν να γεμίσουν αυτό το κείμενο, να
το πλημμυρίσουν με ανυπόταχτες, πολύσημες
νότες, ώσπου όλα να γίνουν ένα δικαίωμα
ευτυχούς αναχρονισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου