ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ
ERIC
VUILLARD,
14η Ιουλίου, μτφρ. Μανώλης Πιμπλής,
Πόλις, σελ. 216
«Έξι από τα έξι εκατομμύρια» αναζητούσε
ο Ντάνιελ Μέντελσον στο αριστουργηματικό έργο του Χαμένοι (μτφρ. Μ. Ζαχαριάδου, Πόλις 2010), σε μια προσπάθεια να
αποδώσει ένα πρόσωπο και μια ιστορία στους συγγενείς του που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα.
Γιατί ο καθένας κι η καθεμιά τους είχε ένα όνομα· και οι σπουδές του
Ολοκαυτώματος έχουν επιφορτίσει την ιστοριογραφία με αυτό το επιστημονικό, αλλά
πάνω απ’ όλα ηθικό χρέος: την προσπάθεια να αποδοθεί σε κάθε ένα από τα θύματα
το όνομά του.
Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται και ο
Ερίκ Βουγιάρ, στο μυθιστόρημά του 14η
Ιουλίου: Να αποδώσει στους πρωταγωνιστές της ημέρας εκείνης, στην παρισινή
πλέμπα, στο πόπολο, τον λαό του Παρισιού, τους πληβείους που αγωνίστηκαν,
μάτωσαν, σκοτώθηκαν κάτω από τα τείχη της Βαστίλλης, ένα πρόσωπο, ένα όνομα,
μια ιστορία: να κάνει το πλήθος πραγματικά πληθυντικό.
Παρότι παραμένει αγκυρωμένος στο πεδίο
της λογοτεχνίας, οι πηγές απ’ όπου αντλεί για να δώσει σάρκα και οστά σε αυτούς
τους νεκρούς και τους λαβωμένους είναι οι πηγές του ιστορικού: κρατικά αρχεία,
αστυνομικές εκθέσεις, ληξιαρχικά μητρώα· αλλά τα μέσα που επιτρέπουν να
σαρκωθούν οι ανώνυμοι της ιστορίας, οι «από τα κάτω», είναι αμιγώς
μυθιστορηματικά –όχι όμως με τον τυπικό τρόπο του μυθιστορήματος.
«Ήρωας» της αφήγησης του Βουγιάρ είναι ο
λαός· αυτή ακριβώς η δημοκρατική οντότητα που δημιουργείται μετά την πτώση της
Βαστίλλης. Ο συγγραφέας δεν επιλέγει να εστιάσει σε ένα, δύο ή τρία
μυθιστορηματικά πρόσωπα, δεν πλάθει χαρακτήρες. Αντιθέτως, αφιερώνει ένα
κεφάλαιο, δέκα ολόκληρες σελίδες, για να παραθέσει όσα λίγα γνωρίζουμε για
καθέναν που βρέθηκε εκείνη τη μέρα μπροστά στα τείχη και για κάποιο λόγο,
τυχαίο ή μη, η ιστορία, δηλαδή τα αστυνομικά αρχεία, δηλαδή η εξουσία, συγκράτησε
το όνομά του: είναι «ο Πουλέν, χειρώνακτας, ο Βασέτ, μεροδουλευτής, ο Ζονάς απ’
το Ανονέ, ο Ζακόμπ απ’ τον Κάτω Ρήνο και ο Σεκρετέν απ’ το
Μπουασί-λα-Ριβιέρ...»
Σε αυτήν την αφήγηση της μέρας εκείνης
(που αποτελεί και το κυρίως σώμα της μυθιστορηματικής αφήγησης) η μάζα παύει να
αποτελεί τον συμπαγή όγκο πάνω από τον οποίο ξεπροβάλλουν οι «πραγματικοί
πρωταγωνιστές» της παραδοσιακής ιστοριογραφίας, οι «μεγάλοι άνδρες» που εξυμνεί
ο Μισελέ –με την Ιστορία του οποίου ο
Βουγιάρ βρίσκεται σε διαρκή κριτικό διάλογο μέσα από το αφήγημά του. Δεν είναι
όμως ούτε ο «ποσοτικοποιημένος» πληθυσμός της «νέας κοινωνικής ιστορίας» και των
δομιστικών προσεγγίσεων της Σχολής των Annales.
Είναι «οι πολλοί», για να
χρησιμοποιήσουμε έναν τρέχοντα όρο, που μέσα από τη δική τους εμπρόθετη δράση,
την οποία ο συγγραφέας αποδίδει με κινηματογραφική μαεστρία, έκαναν δυνατή την
ιδρυτική πράξη της Επανάστασης. Την αντίθεση αυτή, των πληβείων προς «τους
λίγους», τους πλούσιους αριστοκράτες και τον αστυνομικό μηχανισμό του
μοναρχικού καθεστώτος, εγκαθιστά ο Βουγιάρ από τις πρώτες σελίδες του
αφηγήματός του, περιγράφοντας τη λαϊκή βία που θα οδηγήσει στη λεηλασία της
βίλας του ιδιοκτήτη μιας βασιλικής βιοτεχνίας ταπετσαρίας, λίγους μήνες
νωρίτερα, προεικονίζοντας όσα θα ακολουθήσουν.
Η οικονομική κρίση, η αύξηση της τιμής
του ψωμιού και βασικών αγαθών, συγκαταλέγονται πάντοτε στη δέσμη των αιτίων που
οδήγησαν στη λαϊκή αγανάκτηση και στη συνέχεια στη Γαλλική Επανάσταση.
Πρόκειται για μια δέσμη από την οποία η κάθε εποχή, ανάλογα με τα ερωτήματα που
θέτει για το παρόν της, επιλέγει στοιχεία στα οποία εστιάζει. Διόλου παράξενο
λοιπόν που ο Βουγιάρ, αφηγούμενος σήμερα την ιστορία αυτή, επιλέγει να σταθεί
στην κρίση χρέους που μαστίζει τη μοναρχία του Λουδοβίκου ΙΣΤ' και στον ρόλο
που θα παίξει ο αποπεμφθείς υπουργός Οικονομικών, τραπεζίτης Νεκέρ (μέσω της
αναφοράς στον οποίο ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στον αναγνώστη του, ο οποίος
γνωρίζει ότι και ο σημερινός πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας προέρχεται από
τον ίδιο επαγγελματικό χώρο).
Ο Ερίκ Βουγιάρ τιτλοφορεί το μυθιστόρημά
του απλώς 14η Ιουλίου. Η χρονολογία
περιττεύει. Όλοι γνωρίζουν, ακόμη και εκτός Γαλλίας, σε τι αναφέρεται. Όμως η
πτώση της Βαστίλλης δεν υπήρξε από την πρώτη στιγμή συνώνυμη της Επανάστασης.
Αντιθέτως, όταν τα νέα για τις αιματηρές συνθήκες της άλωσής της και για τα
θύματα (όχι τους 98 νεκρούς εκ μέρους των επιτιθεμένων, αλλά τους δύο αξιωματούχους
εκ των επικεφαλής των πολιορκουμένων, που λυντσαρίστηκαν από το πλήθος) έφτασαν
στις Βερσαλλίες όπου συνεδρίαζαν οι αντιπρόσωποι της Τρίτης Τάξης,
αντιμετωπίστηκαν σαν καταστροφή, σαν μια «προβοκάτσια» που θα παρείχε στον
βασιλιά το πρόσχημα για τη διάλυση της συνέλευσης. Μόνο αργότερα, όταν οι
αντιπρόσωποι συνειδητοποίησαν ότι η μοναρχία δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει και
όταν κατόρθωσαν να χαλιναγωγήσουν τη λαϊκή βία, η πτώση της Βαστίλλης
αναγνωρίστηκε ως ιδρυτική πράξη της Επανάστασης[1].
Αυτό το ιστορικό συγκείμενο, προφανώς, εκφεύγει
του μυθιστορήματος. Γιατί το αφήγημα του Βουγιάρ ούτε ισχυρίζεται πως είναι
ούτε και μεταμφιέζεται σε ιστοριογραφία. Δεν πρόκειται για κάποιο υβριδικό
είδος αλλά για καθαρόαιμη λογοτεχνία, ιστορικά ενήμερη, το δίχως άλλο. Με αυτήν
την έννοια, η κριτική που άσκησε στον Βουγιάρ ο Ρόμπερτ Πάξτον, κορυφαίος
ιστορικός της Γαλλίας του Βισύ, με αφορμή το επόμενο, χρονολογικά, αφήγημά του,
την βραβευμένη Ημερήσια διάταξη (μτφρ.
Μ. Πιμπλής, Πόλις 2018), κατηγορώντας τον ότι δεν λαμβάνει υπόψη το ευρύτερο
ιστορικό πλαίσιο, είναι, αν μη τι άλλο, άστοχη.
Η 14η
Ιουλίου παραμένει λογοτεχνικό
αφήγημα· διαθέτει ήρωες με τους οποίους ο συγγραφέας ταυτίζεται και καλεί τον
αναγνώστη να κάνει το ίδιο· είναι ένα μυθιστόρημα που θα αποκαλούσαμε «στρατευμένο»,
αν η έννοια δεν ήταν τόσο φθαρμένη. Δεν αποτελεί ιστορική αφήγηση, αν και μάλλον
οι περισσότεροι ιστορικοί θα εύχονταν να μπορούσαν να γράψουν έτσι. Αποτελεί
προϊόν λογοτεχνικής φαντασίας βασισμένης σε πηγές· παράλληλα όμως σκιαγραφεί, ίσως,
και έναν τρόπο, μια στρατηγική για την
ίδια την «κοινωνιολογική φαντασία», όπως την όρισε ο C. Wright Mills. Και αυτό
είναι το σημείο όπου τούτο το ιστορικότροπο αφήγημα συναντιέται με τις
αναζητήσεις της σύγχρονης ιστοριογραφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου