Νίκος Παπαδόπουλος, Άτιτλο, 2016- 2018, μολύβι και μελάνι, 55 x 75 εκ. |
ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ
ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ-ΜΑΝΔΡΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ, Λαϊκισμός: Μύθοι, Στερεότυπα και
Αναπροσανατολισμοί, εκδ. ΕΑΠ, σελ. 112
Ο λαϊκισμός
έχει αναχθεί τα τελευταία χρόνια σε κεντρικό επίδικο τόσο της ακαδημαϊκής όσο
και της δημόσιας συζήτησης εν γένει. Παρά την ευρύτατη χρήση του όρου, όμως, το
ακριβές περιεχόμενό του παραμένει μάλλον ασαφές και ως επι το πλείστον αρνητικά
φορτισμένο. Σε αυτό το πλαίσιο, το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Σταυρακάκη επιχειρεί
μια κριτική επισκόπηση των κυρίαρχων νοηματοδοτήσεών του προκειμένου να αναδειχθούν
οι παρανοήσεις που τον συνοδεύουν αλλά και η οργανική, τρόπον τινά, σχέση του με
τη δημοκρατία και το θεμελιώδες για αυτή ζήτημα της λαϊκής κυριαρχίας. Στη
σύντομη ανάλυση που ακολουθεί εκτίθενται τα βασικά επιχειρήματα του βιβλίου
καθώς και ένα σχόλιο γύρω από την σημασία και την επικαιρότητά του.
Στις
κυρίαρχες νοηματοδοτήσεις του ο λαϊκισμός ταυτίζεται σήμερα με την δημαγωγία,
την προσωπολατρεία, τις πελατειακές σχέσεις και την αντίδραση απέναντι στις
δημοκρατικές νόρμες. Στην Ελλάδα της κρίσης οι αναγνώσεις αυτές υπήρξαν
ιδιαίτερα προσφιλείς και αποτέλεσαν κεντρικούς άξονες του μνημονιακού λόγου. Η
κατάρρευση του εκσυγχρονιστικού αφηγήματος υπό το βάρος της οικονομικής χρεοκοπίας
και η ραγδαία όξυνση των κοινωνικών ανταγωνισμών δημιούργησαν συνθήκες
απονομιμοποίησης του παλαιού δικομματικού συστήματος και ανοιχτής κρίσης
εκπροσώπησης. Αδυνατώντας να αποσπάσει ευρεία κοινωνική συναίνεση γύρω απο τις
μεταρρυθμίσεις και προκειμένου να διατηρήσει τον έλεγχο της εξουσίας το
μνημονιακό μπλοκ ακολούθησε μια στρατηγική αυταρχικής θωράκισης του κρατικού
μηχανισμού και επιθετικής πολιτικής απονομιμοποίησης των αντιπάλων του. Ο
αντι-λαϊκισμος υπήρξε το ιδεολογικό προκάλυμμα αυτής της διαδικασίας. Όπως πολύ
εύστοχα σημειώνει ο συγγραφέας, «κάθε πολιτική πρόταση που ξεφεύγει από έναν
υποτιθέμενο μονόδρομο ενδεδειγμένης άσκησης της πολιτικής» χαρακτηρίζεται ως λαϊκιστική
και απορρίπτεται ανεξαρτήτως του περιεχομένου και του πολιτικού της προσήμου (σελ.
12). Η θεωρία των «δύο άκρων», η συνειδητή δηλαδή σύγχυση του ακροδεξιού
εθνικισμού της Χ.Α. με τα αιτήματα των «πλατειών» και τις διεκδικήσεις της
Αριστεράς, αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράγωγο της εν λόγω
στρατηγικής.
Το
ενδιαφέρον στην ανάλυση του Σταυρακάκη είναι ότι ο αντιδραστικός εν πολλοίς
χαρακτήρας του μνημονιακού αντι-λαϊκισμού δεν αντιμετωπίζεται ως παρεκτροπή
αλλά μάλλον ως μετεξέλιξη των παραδοσιακών μοτίβων του εκσυγχρονιστικού-cum-φιλελεύθερου λόγου. Το
έργο του αμερικανού ιστορικού Ρίτσαρντ Χόφστατερ προβάλλει εδώ ως κομβικό
σημείο αναφοράς. Συνδέοντας το λαϊκιστικό φαινομένο με τον αντισημιτισμό, την
συνομοσιολογία και τον αναχρονισμό κληροδότησε στη φιλελεύθερη παράδοση έναν
λανθάνοντα ελιτισμό που εξέβαλε σε ένα διχοτομικό αναλυτικό σχήμα της
αμερικανικής πολιτικής κουλτούρας. Η διάκριση αυτή μεταξύ ενός υποτιθέμενου
«εκσυγχρονιστικού» και ενός «οπισθοδρομικού» πόλου θα επηρεάσει βαθιά την
πολιτική επιστήμη και θα αποτελέσει βασικό ερμηνευτικό εργαλείο των
μεταπολεμικών κοινωνικών διεργασιών. Σε αυτά τα πλαίσια και υπό το βάρος της
έντασης του ψυχρού πολέμου ο αμερικανικός εκσυγχρονισμός θα επενδυθεί με έναν έντονο
ντετερμινισμό και εν τέλει έναν «ζηλωτικό ελιτισμό»· όπως σημειώνει ο
Σταυρακάκης «η θρησκευτικού τύπου πίστη
των εκσυγχρονιστών στο ‘όραμα’ του εκσυγχρονισμού και στην αποστολή τους να το
φέρουν εις πέρας με κάθε κόστος» (σελ. 49) αποτέλεσε ειδοποιό στοιχείο του
εν λόγω ρεύματος.
Στην
Ελλάδα η εκσυγχρονιστική θεωρία συστηματικοποιήθηκε και έγινε ευρέως γνωστή με
το εμβληματικό πλέον έργο του Νικηφόρου Διαμαντούρου, Πολιτισμικός Δυϊσμός και Πολιτική Αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης.
Ο τελευταίος ανήγαγε πολλές από τις κακοδαιμονίες του σύγχρονου ελληνικού
κράτους στον ανολοκλήρωτο ανταγωνισμό μεταξύ μιας δυτικότροπης και προοδευτικής
«μεταρρυθμιστικής» κουλτούρας με τα ιδεολογικά κατάλοιπα μιας «παρωχημένης»
κοσμοθεώρησης, κληροδότημα της οθωμανικής περιόδου και των στρεβλώσεων που
σημάδεψαν τη διαδικασία της εθνικής συγκρότησης. Ο μνημονιακός αντι-λαϊκισμός
αναγορεύτηκε θεματοφύλακας αυτής της «μεταρρυθμιστικής» κουλτούρας, η οποία στα
πλαίσια της κρίσης έλαβε όμως ένα ανοιχτά αντιδραστικό και οριακά πολεμικό
περιεχόμενο. Ο Νίκος Αλιβιζάτος, διαπρεπής συνταγματολόγος και εμβληματική
προσωπικότητα του εκσυγχρονιστικού χώρου, θα σημειώσει στο βιβλίο του Ποιά Δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την
Κρίση: «Έχω πεισθεί πως δεν μπορεί να
γίνει διάλογος με τους οπαδούς της βίας... Στην κατηγορία αυτή ανήκουν δίχως
άλλο οι μελανοχίτωνες της Χρυσής Αυγής. Ανήκουν όμως ακόμη και πολλοί
‘αντιεξουσιαστές’, καθώς και ορισμένες συνιστώσες του κόμματος της αξιωματικής
αντιπολίτευσης» (σελ. 29-30).
Δίπλα στις ανωτέρω
δυνάμεις, που «παρά τις όποιες διαφορές σε κίνητρα και στόχους,
θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματικές οργανώσεις» (σελ. 31), ο Αλιβιζάτος
θα συμπεριλάβει ως μη κοινωνούς του δυτικού και άρα του δημοκρατικού γίγνεσθαι
τόσο τους θιασώτες μιας φαντασιακής, κατ’ αυτόν, λαϊκής κυριαρχίας όσο και τους
κάθε λογής ευρωσκεπτικιστές: «Στη συζήτηση λοιπόν για τη δημοκρατία και
τους θεσμούς της δεν έχουν θέση ούτε οι θιασώτες του ‘ανάδελφου΄ έθνους, που
διαφεντεύει μόνο του τις τύχες του.» (σελ. 45).
Κατά
τον Σταυρακάκη αυτή είναι η πραγματική μήτρα του λαϊκιστικού φαινομένου. Η
πλήρης οικειοποίηση του κρατικού μηχανισμού από τις ελίτ σε περιόδους κρίσης
και η συνεπακόλουθη συμπίεση των δικαιωμάτων και κατακτήσεων των υποτελών
τάξεων στο βωμό της αναδιάρθρωσης παροξύνει τις αντιφάσεις του αντιπροσωπευτικού
συστήματος. Για πλατιά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων που νιώθουν θεσμικά και
συμβολικά περιθωριοποιημένα εντός αυτής της συνθήκης, η λαϊκή κυριαρχία
-βασικός νομιμοποιητικός πυλώνας της φιλελεύθερης δημοκρατίας- εμφανίζεται ως κενή περιεχομένου. Σε αυτό το
πλαίσιο, ο λαϊκιστικός λόγος επιχειρεί να συναρθρώσει τα επιμέρους αιτήματα των
υποτελών τάξεων στη βάση μιας συμπεριληπτικής λογικής ισοδυναμίας ικανής να
σφυρηλατήσει το «λαό» όχι απλώς ως μια ενιαία οντότητα απέναντι στις κυρίαρχες
ελίτ αλλά και ως διεκδικητικό υποκείμενο δυνάμενο να αμφισβητήσει
αποτελεσματικά την κατεστημένη δομή εξουσίας.
Υπό αυτή
την έννοια, ο «πραγματικός» λαϊκισμός μπορεί να είναι αντι-φιλελεύθερος αλλά
δεν μπορεί να είναι αντι-δημοκρατικός καθότι διεκδικεί και εκφράζει δύο εγγενή
στοιχεία της δημοκρατίας· τον εξισωτισμό και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Όπως εύστοχα σημειώνει ο Σταυρακάκης: «ό,τι συχνά προσεγγίζεται ως
ακροδεξιός ή αποκλειστικός λαϊκισμός είναι, στην πραγματικότητα, μια
εθνικιστική, ξενοφοβική ιδεολογία με μόνο περιφερειακά και/η δευτερεύοντα
λαϊκιστικά στοιχεία» (σελ. 97). Η οπτική αυτή, βασιζόμενη στο έργο του
Ερνέστο Λακλάου και τις κωδικοποιήσεις της «Σχολής του Έσσεξ», της οποίας
άλλωστε ο συγγραφέας αποτελεί προεξάρχον μέλος, μας βοηθά να αποκτήσουμε μια περισσότερο
εμβριθή αντίληψη των εκφάνσεων του λαϊκιστικού φαινομένου (π.χ. του κινήματος
των πλατειών) αλλά και της σύνδεσής του με τις αντιφάσεις και τους
μετασχηματισμούς που εγγράφει ο νεοφιλελευθερισμός στα σύγχρονα δημοκρατικά
καθεστώτα. Η πρόκληση του λαϊκισμού δεν είναι άλλο από την ανάγκη αναμέτρησης
με τις ενδογενείς εντάσεις, τα όρια και τις δυσλειτουργίες των τελευταίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου