Γιώργος Γεροντίδης, Pieces of a crash, 2019, κεραμικά σε αφρολέξ |
ΤΟΥ
ΚΩΣΤΗ ΒΕΛΩΝΗ
Η
σκιά της προσωκρατικής σκέψης περιπλανάται σήμερα γύρω από την εικαστική παραγωγή.
Μια αυξανόμενη διάθεση αυτογνωσίας, οδηγεί τους καλλιτέχνες τα τελευταία χρόνια
στην αποκάλυψη κάποιων άλλοτε ασήμαντων λεπτομερειών όσων αφορά την καταγωγή
του έργου τους. Ο Ζήσης Κοτιώνης, ανάμεσά τους, μοιάζει σαν ο πλέον σχολαστικός,
ανατρέχοντας πρώτος σε αυτήν. Ωστόσο, φαίνεται πως μια σειρά από καλλιτεχνικές
πρακτικές επιτρέπουν την σύσταση μιας σχετικής κοινής φιλοσοφικής δεξαμενής[i].
Η τριβή με ό,τι αποκαλώ εδώ κάπως αυθαίρετα «κοσμολογική αρχαιολογία» είναι σε θέση
να φανερώσει ερωτήματα, τα οποία λίγο πολύ εντάσσονται στην απαρχή του φιλοσοφικού
στοχασμού που αντιστοιχεί στην προσωκρατική σκέψη.
Σήμερα
αυτές οι κατευθύνσεις αποκτούν διαφορετικές αναγνώσεις, όντας μάλιστα αρκετά δημοφιλείς,
επηρεασμένες από ισχυρά ονόματα συγγραφέων, όπως ο Bruno Latour (actor
network theory,
ANT) ή εκείνων που αναφέρονται συχνά στην
εικαστική δημοσιογραφία, όπως η Jane Bennet (vital
materialism) και ο Timothy Morton (Hyperobjects). Την ίδια στιγμή, οι θέσεις των προσωκρατικών γίνονται
ανάρπαστες και στη σύγχρονη κβαντική φυσική, ειδικά τους στοχαστές που υποστηρίζουν
την προσομοίωση του σύμπαντος και την υπόθεση ότι αποτελούμαστε από data μέσα σ’ αυτό.
Από
τη δική μου πλευρά, αναφέρομαι σε μια «κοσμολογική αρχαιολογία» και όχι σε μια «κοσμολογική
γλυπτική», καθώς στόχος μου είναι να τονίσω την μεθοδολογία και την γενεαλογία μιας
τεχνικής και μιας πρωτοεπιστήμης, ως προϋποθέσεων της γλυπτικής και της εικαστικής
παραγωγής γενικότερα. Εξάλλου, κυρίαρχο γνώρισμα του παραπάνω ρεύματος αποτελεί
η ισορροπία ανάμεσα στο μύθο και το Λόγο, καθώς η σχετική με τον δεύτερο
θεωρία δεν αρνείται τη λειτουργία του πρώτου, γεγονός που αποτελεί όλο και
περισσότερο έκδηλα στις ημέρες μας δομικό στοιχείο της σύστασης των εικαστικών έργων.
Στα
έργα αυτά, τα οποία προσπαθώ να διαχωρίσω με κριτήρια μεθοδολογικά, είναι αισθητός
ο σχηματισμός μιας σύλληψης για την γένεση του κόσμου ως μιας ατέλειωτης κατασκευής.
Αν δεν κάνω λάθος, οι στοχαστές της σχολής της Μιλήτου (ανάμεσά τους ο Θαλής, ο
Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης) και οι Πυθαγόρειοι θα συμφωνούσαν με αυτό.
Ο
τρόπος εφαρμογής αυτής της υπόθεσης αφορά επίσης την αρχαιολογία και τον τρόπο
που προσεγγίζει τα θραύσματα. Πρόκειται για τον απόηχο μιας πρόσφατης αντίληψης
για τα ακρωτηριασμένα μέλη του σώματος και τη φετιχιστική τους αίγλη, η οποία ενεργοποιεί
τη σχέση της ελληνορωμαϊκής γλυπτικής με τη μοντέρνα τέχνη. Όμως, αυτό που υπερέχει
σε αυτή την κατακερματισμένη εκδοχή του σώματος είναι η ιδιότητα του ανθρώπου
ως κατασκευαστή πραγμάτων, με όλες τις ατέλειες που φέρνει το τεχνούργημά του
στην προσπάθεια να υποκαταστήσει τη φύση. Αυτού του είδους η «αρχαιολογία» μας συστήνεται
με την πρακτική της ανασκαφής, της προσέγγισης δηλαδή του βάθους που διανοίγεται
μετρικά και γεωλογικά με αρκετές ψυχαναλυτικές συμπαραδηλώσεις. Σε αυτό το σημείο
θα αναφερόμουν και στην πρακτική της εκσκαφής, εφόσον κάποιες καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις
με τον τρόπο που αρθρώνονται παραπέμπουν στα κατασκευαστικά έργα. Εδώ, χωρίς κάποια
ιδιαίτερη προσπάθεια να είμαι αντικειμενικά σχολαστικός, θα αναφερόμουν στο
έργο του Μιχάλη Κατζουράκη, του Γιάννη Μπουτέα, του Βασίλη Σκυλάκου και του πολύ
νεότερου Αύγουστου Βεϊνόγλου[ii].
Το
κρυμμένο εύρημα, στην κοσμολογική του έλξη είναι στενά συνδεδεμένο με την καταγωγή
μιας τεχνικής, η οποία ταυτίζεται κατά κάποιο τρόπο με τη γένεση του κόσμου. Λειτουργεί
εντός και πέρα από την έννοια του θαυμασμού προς το ανευρεθέν αντικείμενο και,
ενώ δεν μπορεί να αρνηθεί αυτή τη σχέση σαγήνευσης προς την υλική του υπόσταση,
η αποτίμησή του ως τέτοιο καταλήγει σ’ ένα συμβολικό πεδίο αναφορών, ακόμη και
αν το σημαίνον φαίνεται να υπερέχει του νοήματός του.
Υπάρχουν
αναρίθμητες μυθοπλασίες-γενεαλογίες της «γένεσης». Αυτό, όμως, που μας ενδιαφέρει
εδώ είναι να δούμε πώς μεταφράζονται σε γενεαλογίες της τεχνικής. Έχει σημασία
να διευκρινίσουμε ότι οι καλλιτέχνες αυτοί αντιλαμβάνονται την «καταγωγή» της τεχνικής όχι
ως κάτι που συνιστά μόνο μια απλούστευση της φόρμας. Η αρχαϊκή καταβολή της
τεχνικής δεν αντιμετωπίζεται με όρους διατύπωσης κάποιων ερωτημάτων που
ιστορικά έχουν απαντηθεί. Πρόκειται για μια μακρόχρονη εξελικτική και σύνθετη διαδικασία,
που δεν ανακόπτεται από τη διαρκή βελτίωση της τεχνολογίας. Πορευόμαστε προς
μια ανάγνωση της τεχνικής που αντιδρά στη γενεαλογία εκείνη που απομονώνει, οργανώνει
ή ακολουθεί τις πρόσφατες αλλαγές. Ό,τι ονομάζουμε «εξελιγμένο στάδιο», ως αποτέλεσμα της ποιοτικής μεταβολής μιας αρχικής σκέψης, της ουσίας της φύσης, της αρχής των πάντων, δεν αφορά τους εν λόγω εικαστικούς.
Έτσι,
εάν όντως υφίσταται μια στροφή προς τους προσωκρατικούς, αυτή δεν υποκύπτει στον
ιστορικισμό, όπως θα συμπέρανε ίσως ο Αξελός, όταν και αυτός αναρωτιόταν για
τον τρόπο που στρεφόμαστε
στους Προσωκρατικούς.[iii]
Ο Αξελός, παρόλο που αναφέρεται στην αισθητική διάσταση του προσωκρατικού
στοχασμού, δείχνει επιφυλακτικός απέναντι στην καλλιτεχνική πρακτική, την οποία
συνδέει με τη συμβατική αναπαραστατικότητα.
Ο
Ζήσης Κοτιώνης καταλήγει στην προσωκρατική σκέψη καθώς αντιλαμβάνεται το σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική γλώσσα όχι ως
κάτι που εξελίσσεται και βελτιώνεται αλλά ως κάτι που υφίσταται και αποζητά διερεύνηση και νόημα. Έτσι,
ό,τι για αυτόν διακυβεύεται ως προς την τεχνική δεν εντοπίζεται σε κάτι μεταγενέστερο,
σε κάποια από τις ακόλουθες στιγμές της εξέλιξής της. Με βάση τα παραπάνω
δεδομένα, αναρωτιέμαι αν οι γνωστοί προβληματισμοί πάνω στις σχέσεις και τις διαφορές
μοντέρνου και μεταμοντέρνου συνεχίζουν να έχουν κάποιο νόημα, εφόσον το ζήτημα
της ρήξης, της ασυνέχειας ή έστω της εκλεκτικής ανάσυρσης προνεωτερικών σημείων
μοιάζει εδώ δευτερεύουσας σημασίας.
Θα συνεχίσω την επόμενη Κυριακή.
[i] Η περίπτωση του Ζήση Κοτιώνη αποτελεί εξαίρεση στο ποσό συνειδητή είναι η
σχέση του με τη μεθοδολογία του, του οποίου η έκδοση Ο Αναξίμανδρος στη Φουκουσίμα (Καστανιώτης, 2019) αποτέλεσε την
αφορμή κάποιων συλλογισμών για το παρόν κείμενο.
[ii] Αν επεκτεινόμουν
σε μη ελληνικά παραδείγματα, για μια πρακτική της
εκσκαφής ως κατασκευαστικό έργο θα πρόσθετα τους Joseph Beuys, Jason Rhoades, Olaf Metzel, Pedro Cabrita Reis, Tomoko Takahashi, κ.α.
[iii] Κώστας Αξελός
«Γιατί στρεφόμαστε προς τους προσωκρατικούς;», στο Προς την πλανητική σκέψη (Εστία, 1985)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου