ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ
ΜΑΡΙΑ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, Ήμασταν
τέσσερις. Τσβετάγιεβα, Παστερνάκ, Μαντελστάμ, Αχμάτοβα: Δοκίμιο για τη
φιλοσοφία του πόνου, εκδόσεις Το Ροδακιό, σελ. 188
Η Μαρία Στεφανοπούλου, που
γεννήθηκε το 1958 στην Αθήνα, σπούδασε φιλολογία στη Ρώμη και θέατρο στη
Στοκχόλμη και το Παρίσι, έχει βραβευθεί το 2015 από το Ίδρυμα Πέτρου Χάρη της
Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημά της «Άθος, ο δασονόμος» (επίσης από Το
Ροδακιό).
Η
επιστημονική της επάρκεια, σε συνδυασμό με την λογοτεχνική της δεινότητα,
αποφέρει αυτόν τον εύγεστο καρπό μιας μελέτης ευσύνοπτης θα έλεγα, αφού
καταφέρνει να διατρέξει μία ολόκληρη εποχή, να συνδυάσει τέσσερις λογοτέχνες
που μπορεί να μην αποτελούν «γενιά», στοιχειοθετούν όμως ένα ευδιάκριτο «ρεύμα»
ή «κίνημα» (αν όχι και «σχολή»). Χάρη στην κρυστάλλινη καθαρότητα λόγου και
σκέψης, τέσσερα μυθικά κι αδικημένα στην εποχή τους πρόσωπα έρχονται τώρα να
αποκατασταθούν στα μάτια της Ιστορίας, παρά την εχθρότητα του σταλινισμού και
τη δυστοπία του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στον αντίποδα του «σοσιαλιστικού
ρεαλισμού», οι τέσσερις γίγαντες της ρώσικης αλλά και της παγκόσμιας
λογοτεχνίας κινήθηκαν αναγκαστικά ανάμεσα σε πόλους όπως: αυτοθυσία κι επιβίωση
(Μαρίνα Τσβετάγιεβα), υποταγή και συνείδηση (Μπορίς Παστερνάκ), τραγωδία κι
υπέρβαση (Όσιπ Μαντελστάμ), αντοχή και παραίτηση (Άννα Αχμάτοβα) (σελ. 25).
Είναι σχεδόν ρομαντικός ο τρόπος
που αυτά τα πρόσωπα κέρδισαν το στοίχημά τους με τον Χρόνο κι απεδείχθησαν
πλέον ευρύνοες από τους δήθεν οπτιμιστές επαναστάτες. Φέροντας τη φιλοσοφική
τους μελαγχολία σαν σημαία, αλλά και σαν κόσμημα, θρηνώντας ο καθένας δικούς του
θανάτους, επιβίωσαν μέχρις ενός σημείου ως μάρτυρες της εποχής τους, αθώοι,
άδολοι κι αναμάρτητοι. Το αν το καθεστώς είδε στο πρόσωπό τους μια κάποια ατομικιστική-αριστοκρατική
απειλή, αυτό δεν βαρύνει τους ίδιους αλλά οφείλεται στη στενομυαλιά των
λογοκριτών τους. Κι ο Πόνος, ως Πάθος, χριστιανικό ή μη, συναντιέται στον
αντίποδα των ιστορικών αλλαγών ως νόμισμα (με την διπλή έννοια, από το ρήμα «νομίζω»).
Χωρίς άχθος καμία δουλειά δεν επιτυγχάνεται, όμως όλα τα επιτεύγματα είναι
αποτέλεσμα της ανθρώπινης νόησης και δεν προϋποθέτουν απαραίτητα τον «πόνο» ως
«κόπο».
Αυτή η σχεδόν μεταφυσική, αν και
όχι μεσσιανική διάσταση, τεσσάρων ανθρώπων των Γραμμάτων που δεν είχαν την
πολυτέλεια της αφέλειας να πιστεύουν στην ανώτερη εξελικτική κλίμακα του
ανθρώπινου είδους. Αυτή η πικρή διαπίστωση υποφώσκει κάτω απ’ όλα τα γραπτά
τους. Πώς συνδέεται ο πόνος με την ελευθερία; Υπάρχει «λύτρωση»; Είναι κάτι
τέτοιο εφικτό στον κόσμο τής Ύλης; Σε μια πραγματιστική, υλιστική θεώρηση του
κόσμου, η λύτρωση νοείται μόνον με όρους οικονομικούς, πολιτικούς και
κοινωνικούς. Σε μια άλλη όμως, υπερβατική, ποιητική θεώρηση της ανθρώπινης
κατάστασης, υπάρχει κι ο δρόμος του Σίσυφου, του Τάνταλου, του Χριστού, αν όχι
και του Προμηθέα. Τα συγκοινωνούντα δοχεία χριστιανισμός-σοσιαλισμός,
ενέπνευσαν αυτά τα τέσσερα μυθικά πλέον «τέρατα» που κληρονόμησαν τον
Ντοστογιέφκσι, αμφισβήτησαν τον Τσέχωφ (Αχμάτοβα) και ξεπέρασαν σε τόλμη
(εκφραστική και βιοτική) τον Τολστόι.
«‘Η ποίηση είναι μια μορφή
συναισθηματικής παιδείας’, λέει ο Ρώσος συγγραφέας Ιωσήφ Μπρόντσκι (1940-1996),
που αγαπούσε πολύ η Αχμάτοβα. Χάρη στην κατανόηση του προσωπικού δράματος, ο
ποιητής και ο αναγνώστης του στέκονται πιο αποτελεσματικά μπροστά στο δράμα της
Ιστορίας» (σελ. 130). Η Άννα Αχμάτοβα έγινε, ακούσια ίσως, αυτό που δεν μπόρεσε
ο πλούσιος Τολστόι: «πραγματοποίησε άθελά της τον πόθο απολύτρωσης του
συγγραφέα της Ανάστασης. Πεπρωμένο
που τη φέρνει εντέλει πιο κοντά στον Ντοστογιέφσκι» (σελ. 121). Τελικά, από
τους τέσσερις μόνον ο Παστερνάκ και η Αχμάτοβα φτάνουν στα εβδομήντα, ενώ οι άλλοι
δυο, η Τσβετάγιεβα κι ο Μαντελστάμ, πεθαίνουν πριν ολοκληρώσουν την πέμπτη
δεκαετία της ζωής τους). Η Μαρίνα Ιβάνοβνα
Τσβετάγιεβα (8 Οκτωβρίου 1892 - 31 Αυγούστου 1941) είχε δει το 1920 την
κόρη της να πεθαίνει σε ένα άσυλο από ασιτία, βίωμα ανυπόφορο κι ανυπέρβλητο,
αλησμόνητο κι ανεξίτηλο, που σφράγισε την πνευματική της ζωή μέχρι τέλους.
Αυτοκτόνησε οδηγημένη από το σοβιετικό καθεστώς στη
Γελαμπούγκα (Ταταρστάν). Ανθυγιεινό
«επάγγελμα» η Ποίηση. Ως ιδιότητα όμως σωτήρια. Το μόνο που μένει μέσα από το
χωνευτήρι του Χρόνου. Το μόνο ίσως που δεν αξίζει και δεν πρέπει να
ανακυκλωθεί.
«Το πρωτοπόρο ποιητικό κίνημα του
ακμεϊσμού, στον αντίποδα του συμβολισμού και του φουτουρισμού» (σελ. 89) μπορεί
να μην βρίσκει κάποια συνέχεια σήμερα, έμεινε όμως για πάντα στην Ιστορία σαν
κραυγή διαμαρτυρίας απέναντι στον ισοπεδωτικό «σοσιαλιστικό ρεαλισμό». Αφηγηματική
ποίηση, επικολυρική, γέννημα του ιστορικού γίγνεσθαι, αναπόσπαστη από τη
«περιρρέουσα ατμόσφαιρα» αλλά κι από τον λαβωμένο ψυχισμό των γραφόντων. Κι ας μην
ξεχνάμε, πως κανένας πόνος δεν υπερβαίνεται αν προηγουμένως δεν έχει προκληθεί,
επιτευχθεί, παγιωθεί, επιφέροντας ανυπόφορη δυστυχία. Ο ποιητής είναι ένας
μάρτυρας, βαθιά πληγωμένος μέσα του, εκεί όπου μόνον οι λέξεις φτάνουν, βάλσαμο
κι αγίασμα, από την ζωοδόχο πηγή της πανανθρώπινης συλλογικής συνείδησης (του
λεγομένου «υποσυνειδήτου» συμπεριλαμβανομένου). Ποιος λογικός άνθρωπος θα
επέλεγε συνειδητά κι εκούσια, αυτόκλητος εθελοντής, ποιος θα άντεχε μια τόσο
βαριά μοίρα; Γι’ αυτό στην Ιστορία μένουν μαζί με τους ήρωες και οι πνευματικοί
μαχητές. Απαιτεί μεγαλύτερη γενναιότητα η Ποίηση από το να σε διαπεράσει βόλι
μέσα στη «Φωτιά» της μάχης, για να θυμηθούμε τον Ανρί Μπαρμπίς (1873-1935).
Το αναλυτικό αυτό μελέτημα της
Μαρίας Στεφανοπούλου αναδεικνύει τη διαχρονικότητα, τη νεωτερικότητα αλλά και
κάποιου είδους «αγιότητα» αυτών των τεσσάρων, εξιδανικευμένων ιδαλγών,
ιδεολόγων, υπηρετών μιας τέχνης πανάρχαιας που επιβίωσε ακόμα και του
σταλινισμού. Δοκίμιο άξιο να βραβευθεί ως υπόδειγμα δημιουργικής ανάπλασης των
ιστορικών δεδομένων με ευφάνταστο και προκλητικό τρόπο.
Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι
ποιητής και κριτικός θεάτρου
Κρις
Γιαννάκος, Alpha Series VIII, 1991/ 2014, κολάζ επάνω σε μεταξοτυπία σε myral, πέτρα, 220 x 145 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου