23/6/19

Επιβάτες στο τραίνο της νοσταλγίας

Κρις Γιαννάκος, Epidaurus with Equilateral Triangle, 2012, εκτύπωση με λέιζερ και ακρυλικό σε mylar, 61 x 91 εκ. 


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΑΛΕΚΟΣ Ε. ΦΛΩΡΑΚΗΣ, Σε παρελθόντα χρόνο. Αφηγήματα μη αναγνώσιμα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 236

Ο συγγραφέας ανοίγει διάπλατα τις πύλες της μνήμης και αφήνει να κατοικηθεί η γραφή του από τις υποφωτισμένες ασπρόμαυρες εικόνες του παρελθόντος. Από το θάμβος, την αθωότητα και την φιλέρευνη φύση του παιδιού που υπήρξε κάποτε, αλλά και από τα όνειρα, τις σκιές και τις φασματικές παρουσίες όσων έφυγαν και χάθηκαν. Αφηγείται λοιπόν ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια με λυρισμό, χιούμορ και συγκινητική αμεσότητα. Αν και προειδοποιεί στον πρόλογο για το μη αναγνώσιμο των αφηγημάτων του και τον αυτοσκοπικό και εξομολογητικό χαρακτήρα των διηγήσεων, ο αναγνώστης επιβιβάζεται στο τραίνο των αναδρομών και των αναλήψεων, που κινείται «πίσω ολοταχώς» στον χρόνο, απολαμβάνοντας την διαδρομή με όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση. Και οι στάσεις και οι σταθμοί είναι πολλοί και διαφορετικοί, καθώς ο συγγραφέας κατασκευάζει πολλαπλά χωροχρονικά πλαίσια, τα οποία εστιάζουν στην παιδική ηλικία και τους σχολικούς μικρόκοσμους, στην οικιακή εστία και την οικογενειακή θαλπωρή, στις συνοικίες, τους τόπους και τα σπίτια που κατοίκησε και αγάπησε. Στα σύντομα κεφάλαια η ατομική μνήμη διασταυρώνεται με πολλαπλούς τρόπους με τη συλλογική, αφού οι νοσταλγικές ανακλήσεις αφορούν ευρύτερες κοινότητες και ομάδες προσώπων: συγγενείς και γειτόνους, δασκάλους και συμμαθητές, φίλους και συντρόφους στις σκανταλιές και στην άλλοτε σκληρή και άλλοτε ευφρόσυνη περιπέτεια της ενηλικίωσης. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η χαρτογράφηση των συνοικιών που έζησε ως παιδί, κυρίως οι πληροφορίες και οι περιγραφές για τον νεοσύστατο συνοικισμό του Παπάγου.
Ο συγγραφέας αφηγείται από πρώτο χέρι τις διαδικασίες οικειοποίησης του εξοχικού τόπου, τα στάδια της ανοικοδόμησης των σπιτιών και της διαμόρφωσης του δημόσιου χώρου. Θυμάται τις ανύπαρκτες ή στοιχειώδεις κοινόχρηστες υποδομές και τις δυσκολίες προσαρμογής των γυναικών στην έρημη, απομονωμένη και  χωρίς ανέσεις περιοχή. Την κοινωνική οργάνωση της συνεκτικής ομάδας των οικιστών (που τότε αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από στρατιωτικούς) και τις ευφάνταστες πρακτικές των παιδιών, που με εξερευνητικές διαθέσεις διαχειρίζονταν τα έρημα κατσάβραχα του βουνού καλλιεργώντας την επινοητικότητά τους. Διασκέδασα με την αφήγηση για τα ποδοσφαιρικά ματς που γίνονταν πέριξ του αγάλματος του Παπάγου, το οποίο είχε στηθεί σε μια αδιαμόρφωτη αλάνα, δίνοντας στα παιδιά την ευκαιρία να ελίσσονται με χάρη γύρω από το βάθρο, αλλά και στον στρατηγό τη δυνατότητα να συμμετέχει στη συλλογική ευωχία. Τουλάχιστον ως αυτόκλητος αμυντικός παίκτης, που ανακόπτει επιτυχώς την πορεία της μπάλας.
Η παραστατικότητα των αφηγήσεων και η ανακλητική δυναμική τους αναγκάζει και τον αναγνώστη να πάρει μέρος σ’ αυτό το παιχνίδι των  αναδρομών, συνεισφέροντας νοερά στο εγχείρημα και τις δικές του αποθησαυρισμένες και επιμελώς αρχειοθετημένες μνήμες. Στο ξεσκόνισμα του φωτογραφικού αρχείου ποζάρουν με αμήχανη γλυκύτητα, μικρά ανήμερα αγοράκια με κοντοκουρεμένα κεφάλια, έξυπνα φιλάρεσκα κοριτσάκια με επιμελημένα χτενίσματα. Όλα με μπλε ποδιές και λευκά κεντητά γιακαδάκια. Ρεμβάζουν σε νυσταγμένες σχολικές αίθουσες, κοιτώντας έξω από τα παράθυρα την άνοιξη να θάλλει, απαγγέλουν με άνεση ποιήματα σε εθνικές γιορτές, βηματίζουν ρυθμικά σε τοπικές παρελάσεις, απολαμβάνουν ελληνικές ταινίες στα θερινά σινεμά της γειτονιάς λαχταρώντας μια γρανίτα φράουλα, παρευρίσκονται σε εκκλησιασμούς και οικογενειακές συνεστιάσεις. Χαίρονται με τις συλλογικές χαρές και θλίβονται με τις αρρώστιες και τα ατυχήματα που συμβαίνουν στο μικρό τους σύμπαν, σφυρηλατώντας σχέσεις ζωής με τον τόπο και τους ανθρώπους που τον μοιράζονται. Σκηνές οικογενειακής γαλήνης, ευάρεστης καθησυχαστικής ρουτίνας εναλλάσσονται με σκληρές στιγμές-ορόσημα που παρεμβάλλονται, κλονίζοντας την παιδική ανεμελιά και αισιοδοξία. Όταν ο θάνατος αφαιρεί αδόκητα και τελεσίδικα από την καθημερινότητά τους, τον αγαπημένο πατέρα, τη στοργική γιαγιά, την μικρή γειτόνισσα, το λευκό ανυπεράσπιστο πουλάρι που περιέθαλπε με ζέση όλη η παρέα. Δραματικές απώλειες που δεν αντέχει η παιδική τους καρδιά. Φόβοι και τραύματα ανεξίτηλα που τα σκεπάζει παρηγορητικά το σκοτάδι της λήθης.
Η μνήμη μας, διαβεβαιώνει ο Halbwachs, είναι μια διαλεκτική εμπειρία που παλινδρομεί μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος και όχι μια στατική εικόνα που κατοικεί στον εγκέφαλο. Ταυτότητα, ιστορία, αναπαραστάσεις και ιδεολογία αλληλεπιδρούν και παράγουν μνημονικά προϊόντα. Ο συγγραφέας στο μικρό και καλαίσθητο αυτό βιβλίο, μεταβιβάζει στον αναγνώστη του αναμνήσεις που σε ένα μεγάλο βαθμό ανακατασκευάζουν δημιουργικά το παρελθόν. Συνθέτει αλληλουχίες γεγονότων και δράσεων που σημάδεψαν τον χρόνο με τη βοήθεια των ιχνών και των αποτυπωμάτων που είναι διάσπαρτος ο οικείος χώρος. Η γλαφυρή αφήγησή του στηρίζεται στην αναδρομική επεξεργασία του προσωπικού βιώματος που διαντιδρά και συμπλέκεται με άλλες μνήμες, οικογενειακές, πολιτισμικές, εθνικές. Και καθώς τα βάζει όλα αυτά στη σειρά με τάξη, καθώς τα ξεδιπλώνει με τελετουργική μεθοδικότητα, έρχεται στο προσκήνιο μια ολόκληρη εποχή. «Ζωγραφισμένη» από νοήματα και λέξεις.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής 

Δεν υπάρχουν σχόλια: