5/5/19

Η ποιήτρια Μαρία Κυρτζάκη


Νίκος Αρβανίτης, Δώδεκα Ώρες / Δήλωση (I,ΙΙ,ΙΙΙ,ΙV), 2019, υδατοδιαλυτό  βερνικόχρωμα enamel σε ξύλο, έκαστο 140 x 104 εκ.

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και μετά, οι ποιητές που εμφανίστηκαν, προσέκρουαν, και προσκρούουν, πάνω στην σεφερική ποιητική, μια «ποιητική κοινή», κυρίαρχη μέχρι σήμερα, ως συντηρητικός ποιητικός μοντερνισμός, και εν ταυτώ ως αισθητική και πολιτισμική εθνική ιδεολογία. Μόνο μερικοί προτίμησαν να την παρακάμψουν, επιλέγοντας, ακόμη και ως πρόσκαιρη διαφυγή, τις ατραπούς που είχαν διανοίξει ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Σαραντάρης, ο Καρυωτάκης, ο Καβάφης, ο Παλαμάς. Ως σύνολο όμως, αυτή η διαδρομή, εβδομήντα και πλέον ετών, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η σεφερική ποιητική παραμένει κυρίαρχη, και μάλιστα, σε κάθε διακριτή περίοδο, ακόμα και σήμερα, οι εκάστοτε νέοι ποιητές κατ’ αρχήν προσκρούουν πάνω σε αυτήν.
Οι λόγοι; Απαριθμώ μερικούς: Η ιδεολογική του, εθνική και κοινωνική αντίληψη, όπως διευρύνθηκε με τα δοκίμιά του, είναι κυρίαρχη. Ο συντηρητικός μοντερνισμός της ποίησής του, τόσο ως ελεγχόμενος και πεζολογικός λυρισμός όσο και ως εννοιολογισμός, συνάδει με τη συντηρητική δομή της νεοελληνικής κουλτούρας. Η οικειωτική του γλώσσα, με τον αντίστοιχο ρυθμό και ύφος, εμπεδώνουν (και καθηλώνουν, βέβαια) τη μετάβαση από το αγροτικό/υπαίθριο κοσμοείδωλο της νεοελληνικής κοινωνίας (Παλαμάς) στην αστική πραγματικότητα. Η γλώσσα του Σεφέρη είναι η επίσημη/κυρίαρχη γλώσσα, καθώς και γλώσσα της εκπαίδευσης.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να δούμε την ποίηση των τελευταίων εβδομήντα ετών, με κριτήριο ποια ποίηση, και ποιοι ποιητές και ποιήτριες, επιζούν μετά από την πρόσκρουσή τους στη σεφερική ποιητική, κατορθώνοντας να βγουν σε άλλες ατραπούς και ξέφωτα. Για να μην κατηγορηθώ επί αοριστολογία, ας αναφέρω, ενδεικτικά, μερικά ονόματα, απ’ όλο το ηλικιακό φάσμα: Ελένη Βακαλό, Νίκος Καρούζος, Τάκης Σινόπουλος, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Βύρων Λεοντάρης, Κική Δημουλά, Αλέξης Τραϊανός, Ηλίας Λάγιος, Γιώργος Μπλάνας, Ευτυχία Παναγιώτου.
Η ομάδα ποιητών του ’70, προκειμένου να επιζήσει μετά την, αναπόφευκτη, πρόσκρουση στη σεφερική ποιητική, κατ’ αρχήν επιστράτευσε την επικουρία της καβαφικής ποιητικής. Στη συνέχεια, κατέφυγε στον, περιορισμένου εύρους, τρόπο του Μίλτου Σαχτούρη, στους τρόπους του σουρεαλισμού και του μπητ, ενώ κάποιοι επέλεξαν να συνεχίσουν έναν αμέσως προηγούμενο, μεταπολεμικό πρόγονό τους, όπως π.χ. τον Δημήτρη Παπαδίτσα ή τον Νάνο Βαλαωρίτη.
Είναι εντυπωσιακό, ότι σε μια συνέντευξή της στο περιοδικό Διαβάζω, το μακρινό 1983, η Μαρία Κυρτζάκη αναφέρει τους ποιητικούς προγόνους, Σολωμό, Κάλβο και Καβάφη, αλλά δεν αναφέρεται σε κανέναν της γενιάς του ’30, ή σε κάποιον από τους μεταπολεμικούς, και ολοκληρώνει τις αναφορές της με έναν πεζογράφο, τον Γιώργο Χειμωνά. Εδώ ένας ψυχαναλυτής θα μπορούσε να πει πολλά, αλλά δεν είμαι ψυχαναλυτής, και θα παρατηρήσω απλώς ότι εδώ η «αγωνία της επίδρασης» είναι εκκωφαντική, σε μια νεαρή ποιήτρια που προσπαθεί να βρει το δικό της πρόσωπο, αντιμετωπίζοντας το φάσμα της σεφερικής ποιητικής, που απειλεί να την απορροφήσει, δηλαδή να την κατασπαράξει.
Άλλωστε, πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω, σε ένα από τα πρώτα ποιήματά της, που επιγράφεται «Ανίχνευση», διαβάζουμε: Όσο ακούγεται μουσική/ Μπήγεις πιο βαθιά το μαχαίρι/ Αποφεύγεις να κοιτάξεις το πρόσωπο/ Το κεφάλι στραμμένο στην ανατολή/ Τα μάτια σου γυρεύοντας και τη φωνή σου./ Στη σιωπή ακούς τον ήχο από το αίμα σου/ Τα χάνεις./ Δεν ξέρεις πού έβαλες το μαχαίρι/ Ποια ήταν η τελευταία πληγή./ Στη σιωπή ανιχνεύεις τα μάτια/ Στο σώμα του άλλου γυρεύοντας/ Τη φωνή σου
Τη βρήκε τη φωνή της η Μαρία Κυρτζάκη; Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να δηλώσουμε ότι η ποίησή της δεν ανήκει στη νεφελώδη κατηγορία της «γυναικείας ποίησης», όπως άλλωστε το έχει εξηγήσει ο Ευριπίδης Γαραντούδης. Η ποίησή της είναι ταυτόχρονα προσωπική, ερωτική, σωματική, γυναικεία, συναισθηματική. Ας αναφέρω χαρακτηριστικά του ποίημα «Σώμα-Γυμνό», το οποίο δημοσιεύθηκε το 2012 στις «Αναγνώσεις», στο πλαίσιο ενός αφιερώματος, με τίτλο «Το γυναικείο σώμα σε καθεστώς κρίσης». Ακόμα και αυτό το ποίημα, και μάλιστα σε αυτά τα συμφραζόμενα, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τεκμήριο «γυναικείας ποίησης», παρά μόνο κατά τη θεματική. Γνωρίζουμε όμως ότι η θεματική δεν χαρακτηρίζει, επ’ ουδενί, ένα έργο τέχνης.
Ας ανοίξουμε πάλι το κάδρο. Οι περισσότεροι ποιητές του ’70 επιχείρησαν να παρακάμψουν τη σεφερική ποιητική, μέσα από την ποίηση των καθημερινών στιγμιοτύπων. Το ίδιο φαίνεται να κάνει και η Κυρτζάκη, όμως δεν ακολουθεί την πρακτική των περισσοτέρων, δηλαδή δεν καταφεύγει στο αποσπασματικό, απογυμνωμένο, σχεδόν αφυδατωμένο στιγμιότυπο, δεν επενδύει, και δεν επικαλείται ως άλλοθι, μια εξεζητημένη πόζα αφαιρετικότητας, και μάλιστα ως απόδειξη κάποιας αμφισβητησιακής διάθεσης, ή και πρωτοποριακής ερμητικότητας.
Αντίθετα, η Κυρτζάκη, ακολουθώντας τη φορά της κίνησης, από τις μεγάλες, εθνικές και ιστορικές αφηγήσεις, στα μικρά και καθημερινά, που προσδιορίζουν τον άνθρωπο της ώριμης αστικής εποχής, συμπυκνώνει, μέσα σε αφηγηματικώς ολοκληρωμένα ποιήματα, το άνυσμα ανάμεσα στην ιστορικότητα του προσώπου και την υπαρξιακή του αγωνία. Η ποιητική της; Ορίζεται με τον τρόπο του «αιφνίδιου λόγου» (Κώστας Παπαγεωργίου), καθορίζεται από το «πάθος της για το καίριο» (Αλέξης Ζήρας), οριοθετείται μέσα στη «σύζευξη ρυθμικού και αφαιρετικού λόγου» (Τάκης Μενδράκος), αναπτύσσεται με την πίστη στη «μεταμορφωτική ικανότητα της γλώσσας» (Αθηνά Βογιατζόγλου).
Επίσης, σε αντίθεση με κάποιους από τους ποιητές του ’70, το έργο της Κυρτζάκη δεν δεσμεύεται στα συμφραζόμενα του πολιτικού και υπαρξιακού «τραύματος», που χαρακτηρίζει, και συχνότερα βουλιάζει, τους περισσότερους μεταπολεμικούς ποιητές (με φωτεινή εξαίρεση τον ύστερο Τάκη Σινόπουλο).
Να πώς μιλά η Κυρτζάκη, για ένα μείζον γεγονός της εποχής της ωριμότητάς της, δηλαδή για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου: Απελπισμένος ο έρωτας στους δρόμους/ - πάλι στους δρόμους πάλι ψωμί πάλι/ ελευθερία δεν σε αναγνωρίζω/ πρόσωπό μου. Τα χρόνια δάκρυα/ κυλούν και η ιστορία φάρσα/ φαντάζει επαναληπτική της σφαίρας.
Μια τελευταία παρατήρηση, νομίζω κρίσιμη: Στην ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη απουσιάζει η σεφερική, και κυρίως μεταπολεμική συνομιλητικότητα, την ίδια στιγμή που σχεδόν το κάθε ποίημα προϋποθέτει κάποιον πανταχού παρόντα άλλο. Δεν απευθύνεται όμως στον άλλο, αλλά τον περιλαμβάνει, τον ενσωματώνει. Όχι ως εθνικώς ομόφυλο, ούτε ως συμμάρτυρα μιας εποχής, και συμμέτοχο στο άγος της, γιατί, στα χρόνια που αρχίζει να γράφει και ωριμάζει η Κυρτζάκη, δηλαδή στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, έχει αναδυθεί μια νέα υποκειμενικότητα, οριζόμενη όχι ιστορικά, αλλά κοινωνικά, προσωπικά, πολιτισμικά, και βεβαίως ερωτικά, έχοντας άλλες αγωνίες, δημιουργώντας εντελώς νέα τραύματα, επιδεκτικά ελάσσονος μυθολόγησης.
Μιλάω προφανώς για τη γενικότερη «άνοιξη» της δεκαετίας του ’60, η οποία άνοιξη, μετά την έκρηξη του ’68, περιμαζεύει, και κυρίως αδυνατεί να περιμαζέψει, τα κομμάτια της. Τα ποιήματα όμως της Κυρτζάκη το καταφέρνουν. Και είναι από τα ελάχιστα που το κάνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: