31/3/19

Το λογοτεχνικό ανάμεσα

Ariane Loze, Impotence (στιγμιότυπο), 2017, μονοκάναλο HD βίντεο, έγχρωμο με ήχο, 18′11′′ 


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΗΜΕΡΗ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ, Η ιδιωτική μου Αντωνυμία, μικρά πεζά, εκδόσεις Κίχλη, σελ. 176

Όσοι δουλεύουν τη μικρή φόρμα, ιδιαίτερα κείμενα μπονζάι, πρέπει να είναι σπουδαίοι υφαντζήδες. Μόνο αν είσαι μάστορας του ύφους μπορείς να τα βγάλεις πέρα, αφού σε μικρό αριθμό λέξεων, οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη, που αναγκάζουν τον αναγνώστη να κοιτάζει από παράθυρο τρένου, το οποίο κινείται με μεγάλη ταχύτητα. Σ’ αυτές τις σύντομες εικόνες με κορυφαίες εναλλαγές  ο συγγραφέας παγιδεύει πολύτιμο χρόνο. Γίνεται ένας αδαμαντοποιός. 
Ο Γιόζεφ Ροθ, σαν μεγάλος συγγραφέας  μίλησε αναφερόμενος στα μικρά σχόλια και άρθρα  για μαξιμαλισμό της μικρής φόρμας, συμφωνώντας με την Βιρτζίνια Γουλφ στο ότι μικρά κείμενα  μπορούν να έχουν μεγάλη έκταση και ένταση πεδίου. Ένα ποίημα του Χρήστου Μπράβου είναι ένας μόνο στίχος.»Κάθεσαι στην καρέκλα του εκτελεσμένου του είπαν». Πόση δραματική ένταση και ιστορία σηκώνει αυτή η φράση!
Πολύ μικρό είναι και το άρθρο του Γιόζεφ Ροθ, «Η βελανιδιά του Γκαίτε στο Μπούχενβαλντ». Ήταν μια βελανιδιά που δεν ξερίζωσαν οι ναζί, για λόγους ιστορικής και λογοτεχνικής περηφάνιας, ενώ δίπλα της περνούσαν κάθε μέρα οι αιχμάλωτοι πηγαίνοντας στον θάνατο. Το άρθρο αρχίζει με το «Η αλήθεια να λέγεται! Ένα σωρό ειδήσεις διαδίδονται και κυκλοφορούν για το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, ιστορίες τρόμου, παραμύθια φριχτά. Είναι νομίζω καιρός λοιπόν να ειπωθεί η αλήθεια». Αυτό που ο μεγάλος μυθιστοριογράφος αποκαλεί ψευδείς ειδήσεις, είναι η ντοκουμενταρισμένη παρουσίαση μιας πραγματικότητας, κι αυτό που τον προκαλούσε ήταν ο κυνισμός, βολικός και εύκολος, της καταγγελίας των ναζιστικών θηριωδιών.
Ο Ροθ δεν ήθελε να φωτογραφίσει γεγονότα, ήθελε να δείξει την ιδεολογία και την φύση των πραγμάτων. Ειρωνεύτηκε, λοιπόν, τον Νόμο για την Προστασία της Φύσης και τον έφερε κοντά στον Α-φύσικο Νόμο της Καταστροφής. Με λίγα λόγια ενεπλάκη, αποκαλύπτοντας την ουσία της πολιτικής, ότι δηλαδή τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται κι ότι ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη τρυπώνει ο φασισμός. Έκανε όμως και κάτι άλλο. Δεν βολεύτηκε στην αληθοφάνεια των γεγονότων, δίνοντας ένα άρθρο διαμάντι της ποίησης της αναληθοφάνειας, δηλαδή της λογοτεχνίας και της τέχνης. Μεγαλύτερη ισχύ δεν έχει  το πόσο πραγματική είναι μια είδηση, αλλά πώς μετατρέπεις την υποκειμενική αγανάχτηση σε τοπίο αντικειμενικό, σε δημιουργία, δίνοντας χώρο ρευστό στην αταξία, πηγαίνοντας ενάντια στον ωφελιμισμό της δημοσιογραφίας και στον πραγματισμό. Δείχνοντας  ενάντια στην καθώς πρέπει αντίληψη τις βαθιά κρυμμένες πηγές του παράλογου. Η βελανιδιά του Γκαίτε και της φον Στάιν βρίσκονταν ΑΝΑΜΕΣΑ στο πλυσταριό και το μαγειρείο των αιχμαλώτων. Ήθελε να καταγγείλει τον τρόπο που συνήθιζε να γράφει τέτοια πράγματα η Νέα Γερμανία. Στόχος του ήταν η υποκρισία με την οποία οι νοικοκυραίοι γερμανοί υπεράσπιζαν την Λογοτεχνική τους Ιστορία. Ο Ροθ ήθελε να μιλήσει για το ΑΝΑΜΕΣΑ.
Το Πλάνο είναι το πρώτο κείμενο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στο βιβλίο και είναι προλογικό, εισαγωγικό, καταγωγικό. Αριστερά από το κείμενο έχει τη φωτογραφία του μικρού παιδιού. Την μόνη φωτογραφία του βιβλίου. Τι ωραία μπλόφα!  Είναι η στιγμή που παγώνει ο χρόνος. Για πάντα, αλλά μόνο στη φωτογραφία. Είναι η εικόνα του μικρού παιδιού με απορημένο βλέμμα. Κι ένα συγγραφέα που όπως ομολογεί είναι κι αυτός βαθιά απορημένος. Η ίδια η τεχνολογία, η μηχανή που δεν φαίνεται αλλά υπάρχει, ομολογούν την καταστροφή της «αύρας» της καταστασιακής αυτής τελετουργίας. Μόνο τα παρατημένα παπούτσια κάποιου μεγάλου στη βάση του τουβλότοιχου μαρτυρούν ένα απέξω, ένα πλαίσιο, μια εποχή. Αν μπορούσε να μιλήσει το παιδί, θα καταλαβαίναμε πως του αρέσει να βρίσκει πράγματα, ονόματα, επίθετα, που χωρίς να τα γνωρίζει επακριβώς τα κάνει αντωνυμίες. Τα οικειοποιείται μέσα στην φανταστική του ζωή. Αυτό κάνουν οι αντωνυμίες. Εκφράζουν το μύχιο, το ιδιωτικό του ιδιωτικού, το βοηθάνε να κυκλοφορήσει ελεύθερα μέσα στον κόσμο των αδιατύπωτων υποθέσεων.
Καιρός πια να ειπωθεί η αλήθεια λέει ο Ροθ στο σχόλιό του! Καιρός να μιλήσω κι εγώ σαν αναγνώστης. Ε, λοιπόν, τα παπούτσια δίπλα στο παιδί θα μπορούσαν είναι του θείου μου του Δημήτρη, μάστορα πολύτεχνου, που μας βοήθησε να φτιάξου το σπίτι στον Βύρωνα. Δεν μοιάζει αυτός ο συλλογισμός με  Φρουδικό όνειρο και ψευδαίσθηση; Όσες φορές κοιτάζω  τη φωτογραφία δεν αποφεύγω  να δω εικόνες χρόνου η μια πάνω στην άλλη. Κι η κάθε αφήγηση είναι αφήγηση μιας άλλης ιστορίας. Των βλεμμάτων και της ανάγνωσης, γιατί και μια φωτογραφία διαβάζεται. Κανένα παιδάκι δεν κόντεψε να πεθάνει από πνευμονία στη φωτογραφία. Ο Χατζημωυσιάδης το καταθέτει αργότερα, όλα είναι «ένα μπερδεμένο κουβάρι από νήματα». Στο Σήμερα τίποτα του ημερολογίου, το μικρό παιδί μεγαλώνοντας  θα κυνηγήσει την επιδίωξη της  «ψευδαίσθησης του κάτι», μέσα από την τέχνη, την μετουσίωση.
Όλα τα μικρά κείμενα του Χατζημωυσιάδη είναι εικόνες που δεν αναπαριστούν κάτι. Η πένα του συγγραφέα γνωρίζει κι από  προηγούμενα αφηγήματά του και μυθιστορήματα να μπλοφάρει.  Κι εδώ κάνει σα να μιλάει για κάποιο γεγονός, σα να αυτοβιογραφείται. Δεν είναι όμως τέτοια η κατάληξη. Οι εικόνες του περιέχουν ήχους, μυρωδιές, μπόχα άκαυτης βενζίνης, μύθους, όνειρα, εφιάλτες, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, αινίγματα, απορίες, αναμνήσεις.  
Ο Μπένγιαμιν μιλάει για διαλεκτικές εικόνες, εικόνες-σκέψεις , εικόνες-ιδέες,  εικόνες-αισθήματα που είναι τα υβρίδια της κατανόησης του ιστορικού χρόνου.  Αυτές οι διαλεκτικές εικόνες μας λέει είναι  που συνδέουν φόρμα και περιεχόμενο. Και στη μικρή φόρμα οι αναμνήσεις και οι επιγνώσεις πρέπει να ξεπηδούν αστραπιαία, στριγγλίζοντας, όπως λέει ο Πόε. Να πετάγονται στο Τώρα σαν εικόνες-άλματα, θραύσματα, για να καταστρέφουν την φαντασμαγορία του εμπορεύματος μέσα στο παρόν, που είναι τίποτα το οποίο μόλις τώρα έγινε κάτι και πάει λέγοντας. Κοιτάξτε τι ωραία συντροφιά κάνουν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και ο Γκυ Ντεμπόρ. 
Τι πρωταγωνιστεί στα μικρά πεζά του Χατζημωυσιάδη; Τα ξύπνια όνειρα, οι επιθυμίες που είναι αφορμές να επιθυμήσεις, τα εξαντλητικά καλοκαίρια, οι τσάπες ,τα νερά, τα ζωντανά, άνθρωποι στο μάζεμα του καπνού ,του  βαμβακιού, της βιομηχανικής ντομάτας, πολύ παιχνίδι, ανήλικες λέξεις, σήραγγες και μυγοσκοτώστρες. Πρωταγωνιστούν ισχυρές δόσεις  συγκίνησης σε σταγόνες. Όπως στο Περμανάντ, την Βδομάδα που δεν έχει Παρασκευή, το Μετεωρολογικό Δελτίο, αλλά και ο πατέρας και η μάννα κι η γιαγιά κι ο παππούς, και πολλοί πολλοί συμμαθητές και φίλοι, όμως τα κείμενα έχουν όλα δυο πρωταγωνιστές, το παιδικό βλέμμα και την γραφή. ( Περιμένοντας τις βροχές και το Δημόσια Ομολογία είναι υπέροχα παραδείγματα).
Όσο και να γκρινιάζει ο συγγραφέας για τη σημερινή εποχή, το βιβλίο εκθειάζει  το πλεόνασμα  όνειρου, μνήμης και επιθυμίας που ελλοχεύει στις ψυχές των ανθρώπων. Το πλεόνασμα ψευδαίσθησης. Αν ερμηνεύσουμε τον Γουίνικοτ ελεύθερα, μεγαλώνοντας μπορεί να χάνουμε τα μεταβατικά αντικείμενα-παιχνίδια που μας χωρίζουν από τη μάννα, αντικαθίστανται όμως από ένα άλλο, μεταβατικό αντικείμενο και παιχνίδι, φυσικά επικίνδυνο, την ίδια την Γλώσσα. Κι εκεί επάνω στον λόφο, αρχίζει το μαρτύριο των Λέξεων και των Πραγμάτων. Το μαρτύριο της προφορικής και γραπτής γλώσσας.
Υπάρχει ένα κείμενο ωραίο, ένα κομψό ειρωνικό σχόλιο για τον Γκρέκορ Σάμσα, τον άνθρωπο κατσαρίδα του Κάφκα, που ο συγγραφέας υποθέτει πως πέθανε από έλλειψη ψευδαισθήσεων!  Έτσι,  ατού του συγγραφέα είναι το πικρό χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός, οι ματαιώσεις, οι αιφνίδιες αναδύσεις λυρικών στιγμών, ο έμμεσος πόνος, τα τραύματα σαν άστεγα φαντάσματα, οι ανεπαίσθητες κοινωνικές και πολιτικές αιχμές…
Γράφει στις Κρεμάστρες, «Διατηρώ ακόμη μπόλικα  σκοτάδια σε αναμονή. Σαν τα αφόρετα μαυρόρουχα της γιαγιάς. Που παραμένουν κρεμασμένα στην ντουλάπα. Δυο και τρία και τέσσερα χρόνια ύστερα από την αποδημία της. Παραδομένα στη σκόνη και τους σκόρους. Συνεχίζοντας παρ’ όλα αυτά τον βουβό θρήνο για ένα πνιγμένο παιδί, για ένα εκτελεσμένο θείο ή για ένα πρόωρα θανόντα σύζυγο». Δείτε πόσο αόριστα μιλάει ο συγγραφέας  αποδίδοντας φόρο τιμής στο πολύ ευρύτερο περιβάλλον.
Ανάμεσα σε πολλά μικρά κείμενα που όλα έχουν κάτι ξεχωριστό ,φέρνω  μόνο δύο παραδείγματα, τον Βασίλη τον Λυώμα και το Άδειοι δρόμοι. Είναι μικρά διηγήματα και ταυτόχρονα περιλήψεις νουβέλας. Είναι σχεδόν ταινίες. Με ένα λόγο οργανωμένο, ας πούμε αλάνθαστο, ο Χατζημωυσιάδης δεν μας καλεί σε μια κηδεία λέγοντας «ο παππούς πέθανε»! Όχι. Πέθανε μια σχέση και το παιδί για αρκετό καιρό θα περιμένει πότε θα υπάρξει μια βδομάδα χωρίς Παρασκευή, για να έρθουν δώρα.  Όμως, έτσι δε μεγαλώνουν τα μικρά παιδιά, μ’ ένα ωραίο ψέμα; 
Κι όπως στο θέατρο ή το σινεμά αγοράζεις μια θέση στο σκοτάδι, έτσι και στη λογοτεχνία  ας  αφήσουμε τα μάτια μας ερμητικά μισόκλειστα για να μπορούμε να βλεπόμαστε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: