Έργο της Θεοδώρας Μαλάμου |
ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΨΑΛΗ και ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΝΤΙΝΗΣ, Ψυχολογίες συμμόρφωσης. Σημειώσεις πάνω
στον ψυχοπολιτικό έλεγχο του μεταναστευτικού, Εκδόσεις oposito/κριτικές ψυχολογίες, σελ. 120
Με τα πολλά, ο νεαρός είχε καταλάβει
περίπου τι κάνει ένας ψυχολόγος: «είναι κάτι σαν αστυνομία, αλλά με τα λόγια»,
έλεγε (σ.13)
Το βιβλίο έρχεται να καλύψει ένα κενό στην πολιτική κριτική σκέψη για
τη σύνθετη λειτουργία των Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ). Στις σελίδες
του καταγράφονται λεπτομερώς οι πολύπλευρες ψυχολογίες συμμόρφωσης που
ακολουθούν την ΜΚΟποίηση της ψυχολογίας (όρος των συγγραφέων), της εργασίας και
του προσφυγικού. Το κείμενο είναι καινοτόμο και πρωτότυπο καθώς καλύπτει ένα κενό στη βιβλιογραφική παραγωγή κάνοντας κομβικές
τομές στο προσφυγικό ζήτημα και θέτοντας κεντρικά ερωτήματα ευθύνης ως προς τη
διαχείρισή του.
Το βιβλίο κινείται στο πεδίο της κριτικής ψυχολογίας καταγράφοντας,
χωρίς μελοδραματισμούς και καταγγελτικό λόγο, αλλά με μαρτυρίες και την
προσωπική εμπειρία των συγγραφέων, τους τρόπους με τους οποίους εκτυλίσσονται
αυτές οι «ψυχολογίες συμμόρφωσης». Οι συγγραφείς αποφεύγουν μια περιγραφική
θεωρητικοποίηση των ψυχολογικών μηχανισμών ελέγχου στα κέντρα κράτησης. Στο
βιβλίο μαζί με τη θεωρητική τεκμηρίωση επανέρχονται διαρκώς ιστορίες από την
εμπειρία των προσφύγων, αλλά και των εργαζομένων σε διαφορετικές Μ.Κ.Ο. για το
προσφυγικό. Έτσι θίγεται με διπλό τρόπο ότι ο ψυχοπολιτικός έλεγχος του
προσφυγικού δεν αφορά μόνο στις σύνθετες διαδικασίες συμμόρφωσης όσων υποχρεώνονται
να παραμείνουν στα κέντρα κράτησης, προσδοκώντας να φύγουν από την Ελλάδα. Αφορά
επίσης σε όσους/ες εργαζόμενους/εργαζόμενες εργάζονται στις διάφορες Μ.Κ.Ο. σε
καθεστώς μόνιμης επισφάλειας, χειραγώγησης και εργασιακού εκφοβισμού.
Παράλληλα, το βιβλίο αναπλάθει με πολιτικούς όρους την έννοια της
ανθεκτικότητας αποδεσμεύοντάς τη από έναν εργαλειακό ψυχολογικό ορισμό που
καλεί τους ανθρώπους να συμβιβαστούν με τις δυσκολίες στη ζωή τους. Με αυτόν
τον τρόπο η ανθεκτικότητα δεν είναι η συμμόρφωση και η αποδοχή των πολλαπλών
ματαιώσεων των προσφύγων και των εργαζομένων ή η προσδοκία για κοινωνική
δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η ανθεκτικότητα μπορεί να είναι μόνο η
ανάπτυξη μιας «άλλης ψυχολογίας» που δεν «συμμορφώνεται», δεν κατηγοριοποιεί με
όρους κανονικότητας την ανθρώπινη εμπειρία, αλλά αντίθετα «αντιστέκεται στην
ψυχιατρικοποίηση της καταπίεσης του θυμού» (σ.13). Μια τέτοια σαφώς
προσδιορισμένη πολιτική ψυχολογία θίγει διαρκώς το ερώτημα «Τι ψυχολογία
κάνουμε και για ποιους/ποιες την κάνουμε»(σ.19). Επομένως στο βιβλίο
αμφισβητείται «η κανονιστική λογική ενός οικουμενικού υποκειμένου πέρα από
πολιτισμικές και ταξικές διαφορές» (σ.16).
Με τον όρο «Μ.Κ.Οποίηση της ψυχολογίας και της εργασίας» οι συγγραφείς
περιγράφουν τη διπλή χειραγώγηση προσφύγων και εργαζομένων. Στο βιβλίο
περιγράφονται εκτενώς οι πρακτικές που κατασκευάζουν τη συμπεριφορά των
προσφύγων ως «παθολογική», καθώς και η αντίστοιχη προσπάθεια να δεχτούν
«παθητικά» τους κανόνες των ΚΥΤ, ώστε με τη βοήθεια φαρμάκων να προσαρμοστούν στη
νέα κατάσταση της ζωής τους στα κέντρα κράτησης. Αντίστοιχα, όσον αφορά στους
εργαζόμενους, στο βιβλίο περιγράφεται η συγκρότηση ενός καθεστώτος επισφάλειας
που συντίθεται από τιμωρητικές πρακτικές της εργοδοσίας, πελατειακές σχέσεις
και βραχύχρονες συμβάσεις εργασίας, που δεν γνωρίζεις αν θα ανανεωθούν.
Απολαυστικές είναι οι σελίδες που περιγράφεται η απαίτηση του εργοδότη να
αναμεταδοθεί λεπτομερώς μέσω των κοινωνικών δικτύων το πώς κινούνται τα μέλη
άλλων οργανώσεων κατά τη διάρκεια μιας εκπαίδευσης. Αναπτύσσεται επίσης το πώς
η κοινοποίηση της δραστηριότητας σε θέματα της εργασίας τους σε 24ωρη βάση και
η συλλογή likes μπορεί να διασφαλίσει την επιβράβευση των υπευθύνων,
δημιουργώντας έναν αμείλικτο ανταγωνισμό στους εργαζόμενους και εργαζόμενες.
Στόχος των συγγραφέων είναι η χάραξη μιας χειραφετικής πορείας, όπου η
θεραπεία θα αποτυπώνει τα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία του/της κάθε πρόσφυγα καθώς
και τον χώρο για την εκτύλιξη της προσωπικής του/της νοηματοδότησης. Σύμφωνα με
τους συγγραφείς, η μέχρι τώρα προσέγγιση που εφαρμόζεται από όσους εργάζονται
στον χώρο της ψυχικής υγείας στα κέντρα κράτησης είναι μια «ψυχιατρικοποιημένη
έννοια του τραύματος που οδηγεί στην παθολογικοποίηση και τη θυματοποίηση
ευάλωτων πληθυσμών» (σ. 71). Το ίδιο έντονα αναλύεται στις σελίδες του βιβλίου
και η βιομηχανία ανθρωπιστικής βοήθειας που έχει στηθεί γύρω από το προσφυγικό
και μεταναστευτικό ζήτημα, χωρίς να θίγεται επαρκώς αυτό που περιγράφηκε από
τον Summerfield (1995)[1]
ως «τραυματική κατάρρευση του κοινωνικού». Καταγράφεται λοιπόν επανειλημμένα
ότι η ψυχοπολιτική διαχείριση του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος αγνοεί
τη διαλεκτική σχέση ατομικού και κοινωνικού. Οι συγγραφείς του βιβλίου
προτάσσουν επομένως την ανάγκη για «πολιτικοποίηση των ατομικών παραπόνων των
προσφύγων και για μια κοινοτική παρέμβαση που επανασυνδέει το ατομικό με το
κοινωνικό» (σ.74). Εάν δεν επιδιωχθεί με όρους πολιτικούς η πολιτική
επανεξέταση των τρόπων με τους οποίους η ψυχολογία λειτουργεί με όρους
χειραγώγησης και συμμόρφωσης, μετατρέποντας σε παθολογικές και ομαδοποιώντας
τις εμπειρίες των προσφύγων, τότε, η πραγματικότητα των κέντρων υποδοχής δεν
μπορεί παρά «να είναι εξίσου τραυματική με το παρελθόν τους» (σ.84). Οι
συγγραφείς περιγράφουν τα ΚΥΤ ως «έναν σκληρό τελετουργικό χωροχρόνο, όπου
επιτελείται η μετάβαση από έναν «ανώριμο» «μη ανεπτυγμένο» ψυχισμό στον «ώριμο»
και «ανεπτυγμένο» πολιτισμό της Δύσης» (σ.84). Κάνοντας αναφορά στην προνομιακή
θέση της Δύσης στην ιεραρχική κλίμακα γίνεται εκτενής περιγραφή των τρόπων με
τους οποίους το πέρασμα στη Δύση συνδέεται με τη μετατροπή των προσφύγων και
μεταναστών σε ψυχολογικά υποκείμενα.
Στο βιβλίο γίνεται επίσης και εκτενής αναφορά στη διάσταση του φύλου
στο μεταναστευτικό. Οι συγγραφείς τονίζουν ότι η προσθήκη του φύλου στο μεταναστευτικό
και προσφυγικό ζήτημα «δεν είναι μια απλή θεωρητική ή μεθοδολογική απόφαση» (σ.
94). Η βία που υφίστανται πολλές μετανάστριες έχει φυσικοποιηθεί τόσο πολύ με
αποτέλεσμα να θεωρείται μια «φυσιολογική» πτυχή της ζωής τους. Επικαιροποιώντας
τη φεμινιστική φράση ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό» οι συγγραφείς σημειώνουν
ότι «το φύλο δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις πολιτικές και πολιτισμικές
διασταυρώσεις εντός των οποίων παράγεται και συντηρείται» (σ. 94). Ακολουθώντας μια σύγχρονη κονστροξιονιστική
οπτική επισημαίνουν ότι όλα τα συμπτώματα που προβάλλονται στα σώματα και τον
ψυχισμό των προσφύγων και μεταναστών δεν είναι τελικά «ενδεικτικά κάποιας
ασθένειας , αλλά παράγωγα καταπιεστικών δομών και λόγων».
Το βιβλίο της Αφροδίτης Καψάλη και του Μιχάλη Μεντίνη δεν απευθύνεται
μόνο σε όσους επιθυμούν να ενημερωθούν για τις ψυχοπολιτικές διαστάσεις του προσφυγικού
και μεταναστευτικού ζητήματος μέσα από την λεπτομερή περιγραφή των «ψυχολογιών
συμμόρφωσης» που εκτυλίσσονται καθημερινά στα Κέντρα Κράτησης. Είναι ένα βιβλίο
που επεξηγεί διεξοδικά την ανάγκη μιας κριτικής πολιτικής ανάγνωσης των
σύνθετων τρόπων εκτύλιξης των κοινωνικών και ψυχολογικών πρακτικών στο
μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα. Η ανάγνωση αυτή αναδεικνύει ότι οι πρακτικές
χειραγώγησης δεν είναι θεωρητικές, αλλά παραμένουν υλικές καθώς εγγράφονται
πάντα στα σώματα των ανθρώπων. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η καταγραφή των
μηχανισμών συμμόρφωσης, όσο πιο λεπτομερώς καταγράφεται, ανοίγει επίσης το
πεδίο για πολλαπλές πρακτικές μικρο-αντίστασης στην καθημερινότητα και
ανακατασκευής του πραγματικού, όπως ακριβώς το περιέγραψε και ο Ντε Σερτώ (2010).
Απέναντι σε όλες αυτές τις πρακτικές χειραγώγησης και συμμόρφωσης διαρθρώνεται
«η πολύτροπη τεχνική του πράττειν»[2]
και οι καθημερινές πράξεις αντίστασης. Είναι λοιπόν ένα βιβλίο που απευθύνεται
σε όλους και όλες προσκαλώντας μας να αναγνωρίσουμε ότι το προσφυγικό και
μεταναστευτικό ζήτημα έχει σύνθετες πολιτικές αιτίες που διαμορφώνουν όχι μόνο
τις ψυχολογικές πρακτικές παρέμβασης, αλλά και τον προσωπικό αυτοπροσδιορισμό
των ανθρώπων καθώς και το πεδίο του κοινωνικού χώρου.
Κωστούλα Μάκη
Κοινωνική ψυχολόγος, ΜΑ, Ph.D
[1] Summerfield, D. (1995).
Addressing human response to war and atrocity: Major challenges in research and
practices and the limitations of Western psychiatric models. Στο Kleber, R. J., Figley C. R. και B. Gersons. P. R. (επιμ) Beyond Trauma: Cultural and Societal
Dynamics (σ.17-29). Νέα
Υόρκη: Plenum.
[2] Ντε
Σερτώ, Μ. (2010). Επινοώντας την καθημερινή πρακτική: η πολύτροπη τέχνη του
πράττειν. Αθήνα: Σμίλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου