10/2/19

Ο λυρισμός ως λύτρωση

Φαίη Κουτζούκου, από τη σειρά Φάληρο, 2018, εικόνες σε Viewmaster 



ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΑΝΤΖΑΝΑ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ, Εκεί όπου τίποτα δεν χάνεται, CD 

Στην δέκατη έβδομη κατά σειρά δισκογραφική εργασία του από τότε που ντεμπούταρε  με το «Φως Αυγούστου» το 1989, δηλαδή το «Εκεί Όπου Τίποτα Δεν Χάνεται» το οποίο κυκλοφόρησε στα τέλη της περυσινής χρονιάς,  ο Μανώλης Γαλιάτσος, δίχως να το επιδιώξει, πιθανότατα χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει, πρωτοτυπεί ίσως και σε διεθνές επίπεδο και μάλιστα εις διπλούν. Η μια πρωτοτυπία του είναι απολύτως εσκεμμένη όταν στο πολυσέλιδο ένθετο του CD καταρχήν αναλύει την μέθοδο της δημιουργικής (συνθετικής) διαδικασίας του και στη συνέχεια την επεξηγεί περαιτέρω και την τεκμηριώνει με εκτενή σημειώματα για καθένα από τα ποιήματα που επέλεξε να μελοποιήσει σε αυτό τον δίσκο. Η άλλη πρωτοτυπία στην οποία προβαίνει δίχως καν να το συλλαμβάνει είναι ότι ο τίτλος δεν συνάδει απλά με το περιεχόμενο (τραγούδια και σαφώς λιγότερες οργανικές συνθέσεις) του CD αλλά περιγράφει συνοπτικά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το που και πως βρίσκει την «πρώτη ύλη» της δημιουργίας του, αυτή που με βάση την εκάστοτε συγκεκριμένη έμπνευση του μετασχηματίζει διά της σύνθεσης σε μουσική.
Το επιφανειακά μυστηριώδες αυτό «εκεί», ο τόπος «όπου τίποτα δεν χάνεται» δεν είναι παρά ο εσωτερικός κόσμος του δημιουργού στον οποίο συλλέγει τα δομικά στοιχεία της πραγματικότητας, ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα καθώς βέβαια και τα ερεθίσματα που δημιουργούνται και οι σκέψεις και τα συναισθήματα τα οποία προκαλούνται τόσο από τα μεν όσο και από τα δε. Στη συνέχεια, αφού αποθησαυρίσει κάθε φορά κάποιες από αυτές τις εμπειρίες και ερεθίσματα, με καύσιμο την έμπνευση η οποία έχει κατά περίπτωση διαφορετικό έναυσμα (στην πλειοψηφία τους τα τελευταία χρόνια ένα ποιητικό κείμενο) λειτουργεί ως ιδιότυπος «μεταποιητής» της πρώτης ύλης που έχει συλλέξει.
Η διαδικασία της μεταποίησης δεν είναι άλλη από την σύνθεση ενός κομματιού που κατά κανόνα εντέλει αποτελεί τμήμα ενός ολοκληρωμένου μουσικού έργου. Καθώς όμως επιδίδεται συστηματικά και με πολύ μόχθο σε αυτή την «μεταποίηση» γίνεται όλο και καλύτερος, έχοντας ήδη κατακτήσει ένα αξιοζήλευτο επίπεδο ωριμότητας. Με όρους παραγωγής υλικών αγαθών θα λέγαμε ότι ο Γαλιάτσος δεν είναι ένας απρόσωπος «βιομήχανος» που παράγει μαζικά και για όλους αλλά ένας «βιοτέχνης» ο οποίος με μεράκι, έμπνευση και καθόλου λίγη φαντασία φιλοτεχνεί προσεχτικά μουσικά «αγαθά» που απευθύνονται σε λίγους και εκλεκτούς, όσους και όσες μπορούν πραγματικά να εκτιμήσουν την ποιότητα και αξία των «προϊόντων» του.
Για το ξεκίνημα της «μεταποιητικής» διαδικασίας, το πως κάθε φορά αντλεί έμπνευση από ποιητικά κείμενα που κινητοποιεί την δημιουργική μηχανή του, ο ίδιος σημειώνει στο ένθετο «μιλώ με τα λόγια άλλων». Θέλω όμως να επισημάνω μια σημαντική διαφορά ανάμεσα σε αυτό τον δίσκο και στους δύο προηγούμενους του στους οποίους επίσης εφάρμοσε την ίδια διαδικασία. Σε εκείνους απλά ενστερνιζόταν τον λόγο τον ποιητών, δεν τον επένδυε βέβαια με την τυπική έννοια αλλά κατά κάποιο τρόπο τον «αγκάλιαζε» με την μουσική του. Σε αυτή την περίπτωση κυριολεκτικά τον...ενδύεται, δεν μιλάει διαμέσου αυτού αλλά τον κάνει δική του γλώσσα και φωνή.
Όσον αφορά στην ίδια την «μεταποιητική» διαδικασία την έχει αναλύσει με τόση πληρότητα ο ίδιος ώστε δεν μπορεί κανείς να προσθέσει τίποτα. Αυτό που μπορώ ως κριτικός μουσικής είναι να αποκωδικοποιήσω όσα γράφει σε σχέση με το συγκεκριμένο δισκογράφημα και υποθέτω και αυτά που θα ακολουθήσουν. Ανάλογα με το είδος της πρώτης ύλης του η μουσική του Γαλιάτσου είναι προφανώς αντίστοιχα απλά πολύ όμορφη ή επιθετική, οργισμένη, άγρια, σε λίγες περιπτώσεις ως και τραχιά. Ακόμα και στην δεύτερη περίπτωση όμως είναι ολοφάνερη μια σχεδόν υπαρξιακή αγωνία του να ανακαλύψει και να φέρει στην επιφάνεια κάτι που ενστικτωδώς γνωρίζει ότι είναι κρυμμένο κάτω από τις περίτεχνες αρμονίες του και τις εξαντλητικά μελετημένες και υποδειγματικά εκτελεσμένες από τους μουσικούς με τους οποίους μόνιμα συνεργάζεται ενορχηστρώσεις του.
Το αρχικά άφατο και για εκείνον αυτό «κάτι» δεν είναι παρά ό,τι ο ίδιος αποκαλεί μελωδικό πυρήνα, διαχρονικά τον κορμό κάθε μουσικής αφήγησης με λόγο ύπαρξης και νόημα. Όσο ανήσυχο ή και σκοτεινό και αν είναι το υπόλοιπο ακρόαμα αυτός ο μελωδικός πυρήνας είναι πάντοτε φωτεινός και ζωογόνος γιατί πριν από όλα εμφορείται από αγάπη για την ζωή, λυρικότατος επί της ουσίας, βαθύτατα και σε όλες τις διαστάσεις. Ο φίλτατος Μανώλης είναι –και δικαίως οφείλω να ομολογήσω– πολύ επιφυλακτικός, αν δεν την απεχθάνεται, με την λέξη λυρισμός, όπως επίσης και μιαν άλλη, τον ρομαντισμό. Θα αποσαφηνίσω λοιπόν ότι για εμένα στην μουσική λυρικό δεν είναι αυτό που απλά απολαμβάνουν τα ώτα αλλά εκείνο που τα χαϊδεύει αβίαστα και όχι ως αυτοσκοπό αλλά μόνο και μόνο για να βρει διαμέσου αυτών δίοδο και πρόσβαση για να αγκαλιάσει την ψυχή παρηγορώντας την για τα τραύματα τα οποία αναπόφευκτα πάντα φέρει, αν δεν μπορεί να τα θεραπεύσει.
Για τον Μανώλη Γαλιάτσο η υποσυνείδητη ίσως αλλά συνεχής, επίμονη, ακόμα και επώδυνη κάποτε αναζήτηση αυτού του λυρισμού στην μουσική που δημιουργεί είναι έμφυτη ανάγκη επιβίωσης, του είναι τόσο απαραίτητος όσο και ο αέρας τον οποίο αναπνέει. Είναι η λύτρωση του από όλα τα δεινά της πραγματικότητας, από τα πλέον προσωπικά του μέχρι τα συλλογικά. Ανήκει βλέπετε στην σπάνια χορεία των δημιουργών για τους οποίους το τερπνό δεν μπορεί και πρέπει απλά να συνοδεύει το ωφέλιμο αλλά ταυτίζεται, είναι σύμφυτο μαζί του, το πρώτο δεν γίνεται να υφίσταται δίχως την ύπαρξη του δεύτερου. Για τον πολύ απλό λόγο ότι τα πάντα, πόσο μάλλον η δημιουργία, δεν μπορούν παρά να εκκινούν από την πρωτογενή αιτία του καλού κ’ αγαθού, την μοναδική σύμβαση που –πέραν οποιονδήποτε ηθικολογιών– νοηματοδοτεί και προσδίδει αξία στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: