17/2/19

Νομική 1973

Μπάμπης Παπαγιάννης, Άτιτλο II, 2018



ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΥ

Βγήκε από την πόρτα της Σόλωνος, «μεγάλη πόρτα θα διαβείς» επέμενε για χρόνια η καφετζού της σχολικής παρέας, δεν περιέγραψε στο διάβα της ποτέ πόνο, αν ήταν χτυπημένη ή όχι, δεν θυμάται, ο πόνος έρχεται αργότερα, τον καλεί το μυαλό, το σώμα έχει την ανελέητη δύναμη της επιβίωσης. Βγήκε από την πόρτα της Νομικής, διέσχισε το δρόμο, έστριψε την Μασσαλίας, γύρισε αριστερά από ένστικτο ή από λάθος, στα δύσκολα σε στενούς δρόμους δεν προχωράμε, τζάμπα το μάθημα, η οδός Καπλανών, νομικό φροντιστήριο και απέναντι πόρτα παλαιική, μισάνοιχτη. Κλαψουρίσματα νεογέννητων η υποδοχή, είναι σε μαιευτήριο. «Να δούμε πώς θα φύγουμε» άκουσε τη φωνή, συμφοιτητής καθόταν σε καρέκλα φορώντας μόνο ένα παπούτσι. Δύσκολη περίπτωση, δήλωσε μια νοσοκόμα, πρέπει να του βρούμε και παπούτσι Στο μαιευτήριο της Καπλανών είχαν λύσεις για πολλά προβλήματα των ημερών που η Δικτατορία δοκίμαζε τα όριά της· ένα ποτήρι νερό, μια καρέκλα, ένα νεύμα για την έξοδο: επισκέπτες των λεχώνων και των νέων βλαστών φεύγοντας έπαιρναν και κάποιον. Με ασφάλεια. Βγαίνοντας στη Σκουφά, τα ταξί για τους άτακτους νέους με το αμπέχονο, τα κορίτσια με το ταγάρι. Η κυρία που της έλαχε επαινούσε τη γενιά της, την έσπρωξε στο πρώτο ταξί που σταμάτησε, έχωσε και λεφτά στο χέρι της νέας. Κι αυτή σουφρωμένη χώθηκε στο πίσω κάθισμα. Στου ΦΙΞ, είπε. Κι ήθελε πάραυτα να κατέβει τρέχοντας. Ο ταξιτζής. Γυαλί μαύρο. Μαλλί προς το λευκό. Την καρφώνει από τον καθρέφτη του. Ένα μεγάλο σημάδι κατεβαίνει από το ύψος του κρυμμένου στο γυαλί δεξιού ματιού και φτάνει ως το ύψος του στόματος, σχεδόν κοντά στο αυτί. Προσπαθεί να χαμογελάσει και χειροτερεύει τα πράγματα.

Η ουλή συσπάται - πρόσωπο σημαδεμένο στη ζωγραφιά, κείμενο του Δουμά πάλευε να την ρουφήξει τις νύχτες. Παιδικά χρόνια. Λογοτεχνία. Κλασσικά Εικονογραφημένα. Πώς ξεκίνησε η κουβέντα; Μιλούσε μόνος εκείνος; Στην οθόνη του μυαλού, μερικές δεκάδες χρόνια τώρα: είναι στου ΦΙΞ, λεωφόρος Συγγρού, η μυρωδιά της μπύρας έχει το πάνω χέρι. Στρίβοντας προς Καλλιρόης ο ήχος, το ρολάρισμα της γραμμής παραγωγής, τα κιβώτια μπύρας καθ’ οδόν προς τα ανοικτά στα πλάγια φορτηγά. Ακούγεται καθαρά η φωνή του ταξιτζή, «θα έρθει ο Καραμανλής, παιδί μου, και θα τον υποδεχτούμε με βάγια και μυρτιές», και θλίψη περνούσε φευγαλέα πάνω από τα λόγια του. Ο φόβος ισχυρό φαρμάκι: «Θα κατέβω» είπε. Στην οδό Φραντζή φουριόζα τον πλήρωσε. Θυμός: «ακούς εκεί, παλεύουμε για να ’ρθει ο Κώστας της βίας και νοθείας, χαφιές; ταξιτζής της Ασφάλειας;» Χαμογέλασε αυτός, διάβαζε τη σκέψη της. Χαμόγελο και τράβηξε τα γυαλιά. Την άφησε να τον δει, ίσα που πρόλαβε - μάτια βαθιά γαλάζια, μπορεί οι χαφιέδες να χουν βαθιά όμορφα μάτια; Τρυφερά σχεδόν; Το σκέφτηκε τότε; Ή προστέθηκε στην αφήγηση υπό το φως των μελλοντικών εξελίξεων;
Κάπου δέκα εφτά μήνες αργότερα, καθισμένη μπροστά στην τηλεόραση. Χιονίζει πάνω στο γυαλί, κι ας είναι καλοκαίρι. Το παραμορφωμένο πρόσωπο αναδύεται: θα ‘ρθει ο Καραμανλής και… οι δάφνες και οι μυρτιές σκορπιούνται τώρα, εδώ, κάτω από το βλέμμα όλων τους. Η Συγγρού, εκείνη της μπύρας, γεμάτη λουλούδια. Κραυγές, αλαλαγμοί, ωσαννά. Αρχίζουν και οι διαδηλώσεις, μόνο που, τώρα όλοι διαδηλώνουν, και οι απόντες, τώρα όλοι δημοκράτες, λοιπόν.
-Δεν θέλω πτυχίο Νομικής. Μαθαίνω να δουλεύω κοσμήματα. Πέρνα από το εργαστήριο.
Έτσι είπε η φίλη, μπερδεμένη με πέτρες πολύχρωμες, ασημένια νομίσματα της Ανατολής και βραχιόλια από το Νεπάλ. Ανέβηκα την Βουκουρεστίου, ψάχνω τα νούμερα. Και τον βλέπω. Ένα μεγάλο σημάδι κατεβαίνει από το ύψος του κρυμμένου στο γυαλί δεξιού ματιού και φτάνει ως το ύψος του στόματος, σχεδόν κοντά στο αυτί. Κάνει τσιγάρο γελώντας, λέει ιστορίες στον Γρηγόρη. Ο ταξιτζής -δεν χωράει το θαυμαστικό, θα ήταν αφόρητα κοινότοπο- ο ταξιτζής του Φλεβάρη και της οδού Σκουφά, τραβάει τα γυαλιά, θα μπορούσα να τον ερωτευτώ για την κίνηση, τα γαλάζια μάτια, το γέλιο, την παλιά πληγή να τραβάει προς το πλάι, την ξεχνάς όταν μιλάει, είναι τα καινούργια συναισθήματα που γεννούν την εικόνα από την αρχή: μια ιστορία παλιά στέκει έκπληκτη και μετατρέπεται σε εκπληκτική, η επανάληψη ακυρώνεται θαρρείς και μια θέρμη απλώνεται ως πέρα το πεζοδρόμιο. Η πληγή· Χαϊδάρι, Κατοχή, Γερμανοί βασανιστές και ντόπιοι δωσίλογοι, δεν πειράζει, δεν χάθηκε ο κόσμος, γλίτωσε την εκτέλεση. Άλλοι όμορφοι, ατσαλάκωτοι αλλά σκοτώθηκαν. Κώστας Καζάκος, αυτοσυστήνεται, όχι ο ωραίος ηθοποιός, δεν θα μπορούσε να κάνει καριέρα ωραίου, μόνο κακού και άσχημου, εξάδελφος του ωραίου, κάτοικος Καισαριανής, ταξιτζής στο επάγγελμα. «Φοβήθηκες, κι έφυγες τρέχοντας» γελούσαν και τα μάτια του, «είχες δίκιο, μετά τα γεγονότα της εποχής δύο ειδών οδηγοί ταξί κυκλοφορούσαν στο κέντρο της Αθήνας. Οι χαφιέδες, πολύτιμοι για την Ασφάλεια, πιάστηκαν σπίτια και σπίτια έτσι, κι εμείς οι παλιοί, να μαζέψουμε κανά παλληκάρι, κανά κοριτσάκι φοβισμένο».
-Θα βάλω καφέ στο μπρίκι, είπε ο Γρηγόρης, Ευαγγελάτος στο επίθετο, εκείνος ο άντρας με το μακρύ κόκκινο κασκόλ στον Θίασο του Αγγελόπουλου. Αυτός ο ίδιος που στην ταινία, καθώς τους πάνε για εκτέλεση στο σταθμό των τρένων, μουρμουρίζει τον στίχο του Αναγνωστάκη… ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: