ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
Πέπη Σβορώνου, Γυναίκα με πουλί, περ. 1980,λάδι σε μουσαμά |
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ
Από το βιβλίο, Γιώργος Σαραντάρης: Συνυπάρξεις στον
ποιητικό χώρο μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας + Ανθολογία ιταλικών ποιημάτων,
Κορώνη, (.poema..), που θα
κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες
Μέσα
από τα χειρόγραφα του ποιητή προκύπτει ότι η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία,
παράλληλη στα χρόνια της εγκύκλιας και πανεπιστημιακής μαθητείας του,
εμπλουτίστηκε από κριτικά σημειώματα για συγγραφείς που τον ήλκυαν αλλά κι από
τις αποδόσεις ποιημάτων ή και δικές του μιμήσεις στα ιταλικά, όπως,
επιγραμματικά, οι Σαίξπηρ, Μπωντλαίρ, Βερλαίν, Γκωτιέ, Λαμαρτίν. Δεν είναι
ακριβώς γνωστή η στιγμή των πρώτων στιχουργικών δοκιμών του, έστω και «με την
αψάδα της αγουρίδας», όπως σημείωσε ο Λορεντζάτος, ο οποίος συμφώνησε με την
παρατήρηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, πως «έζησε τα ελληνικά χωρίς να τα
μάθει», και επιπλέον επισήμανε ότι συχνά ο Σαραντάρης μεταφράζει ιταλικά
λεκτικά σχήματα, μολονότι ο ίδιος φανταζόταν ότι ο λόγος του ελληνίζει (Λορεντζάτος 1997, 43).
Ο
ποιητής πάντως, γράφοντας στα ελληνικά, διαχειριζόταν τη γλωσσική πενία του
επιδιώκοντας ταυτόχρονα να μορφοποιήσει μια δική του ποιητική ταυτότητα. Η κάθε
φράση μέσα στο ποίημα αποκτούσε ιδιαίτερη δυναμική, ανέπτυσσε το νόημα και
αιφνιδιαστικά αποκάλυπτε το συναίσθημα. Στο πρώτο δείγμα ελληνικού ποιήματος
γραμμένου στο Μονταπόννε στις 22/7/1929, όντας το μοναδικό ανάμεσα στ’ άλλα
ιταλικά εκείνης της χρονιάς (Σαραντάρης 1987, Α
κη), ήταν εμφανής η εκφραστική αμηχανία, όπως και τα συντακτικά λάθη
αλλά και το περιορισμένο πλαίσιο νοηματοδότησης της στιχουργίας του: Τα σύγνεφα/ μη είναι πνοή/ αγγέλου;/ Κάτω
απ’ τα δένδρα/ παύει η βοή./ Η ησυχία είναι/ πανσέληνη/ σ’ τον ουρανό/ και επί
την γη./ Τα σύγνεφα/ μη είναι πνοή/ αγγέλου;
Την
ποίηση, ωστόσο, ο Σαραντάρης, ήδη από αυτή τη μικρή ηλικία, έδειξε πως την έχει
«επιτακτική ανάγκη», κατά πώς επιβεβαίωσε ο Λορεντζάτος: «Θέλει σύγκαιρα ο
χωρισμός της να γίνεται από “ανάγκη της ψυχής” και δε χάνει ποτέ την “κυρίαρχη
διάθεση” της ενότητας που παρουσιάζουν όλες οι μορφές στην εξυπηρέτηση του ενός
σκοπού· να βρει (αυτός) έναν τρόπο ζωής, όχι όπως τη δίγνωμη ‒δίψυχοι (Ιακ. Δ΄,
8)‒ ζωή της λογοτεχνίας ή των γραμμάτων, όπου μπορεί εύκολα, με την αισθητική
πρόφαση, να παρουσιάζονται οι πρώτοι εκεί άλλων ιατροί, αυτοί έλκεσι βρύοντες,
αλλά όπως αυτό το πολύ πιο δύσκολο και πιο απλό: “τη ζωή όλων των ανθρώπων που
ζήτησαν και δικαιολόγησαν τη γέννησή τους”». (Λορεντζάτος
1997, 45). Όταν χειρίζεται το ιταλικό γλωσσικό όργανό του, πάντως,
διαφαίνεται μεν η λεξιλογική ευφράδεια, αλλά και ο αυτοπεριορισμός του˙ αρχικά,
στο πλαίσιο της ανώριμης κι αποσπασματικής μορφής του στίχου˙ στη συνέχεια, με
συμπύκνωση νοήματος, ελαχιστοποιημένου γλωσσικού υλικού και στοχαστικής
αφαιρετικότητας (Ζήρας 1984, 18-19).
Η
γλωσσική πάλη του παρέμεινε σε συνεχή ένταση καθότι εξαρχής η πρόθεσή του
υπήρξε δεδομένη, επικεντρωμένη στην αγωνία απόδοσης του υπαρξιακού βιώματος ως
αισθητικού γεγονότος. Η μετουσίωση του προβλήματος της ύπαρξης, σε φόντο
φιλοσοφικό, αλλά με παλέτα ποιητική, υπήρξε κομβικής σημασίας – όλη η
προσπάθειά του (μεγιστοποιημένη στο έπακρο λίγο πριν από την έναρξη του
πολέμου, τόσο με τη συλλογή Στους φίλους
μιας άλλης χαράς όσο και με το δοκίμιο Συμβολή
σε μια φιλοσοφία της Ύπαρξης) προσέκρουε στη δυνατότητα να υλοποιήσει τη
σκέψη του, να την πραγματώσει στο πεπερασμένο όριο της ποιητικής γλώσσας.
Προσέχοντας
συνολικά τη σαρανταρική ποιητική, σημείωσε επιπλέον ο Ζήρας, «σ’ ένα δεύτερο
επίπεδο, αντιλαμβανόμαστε πως τον ενδιαφέρει εξίσου να ομολογήσει μέσα από την
αποσπασματική μορφή των ποιητικών εικόνων την αδυναμία μιας ολοκληρωτικής
προσέγγισης ή, μάλλον, επαναπροσέγγισης του ανθρώπου στη “θεία” και “περιούσια”
καταγωγή του» (Ζήρας 1984, ό.π.). Και
ακόμη: «Στην πράξη –και πόσο άραγε ηθελημένα από τον ίδιο τον Σαραντάρη;– το
ποιητικό εγώ απορροφάται εν μέρει από το διανοούμενο εγώ, η συναισθηματική
έξαρση ψυχραίνεται, το ψυχικό φορτίο της γλώσσας διασπάται, διαμελίζεται στο
γραμμένο ποίημα. Πίσω από αυτήν την καμιά φορά αδέξια χρήση ορισμένων λέξεων ή
προσδιορισμών [...] μαντεύει κανείς τη δραματική προσπάθειά του να προσεγγίσει
γλωσσικά αυτά που είναι βέβαιος πως έχει κατακτήσει αισθησιακά και προσδιορίσει
νοηματικά».
Η
προσέγγιση του ποιητή ως δίγλωσσου δημιουργού προαπαιτεί την εμπέδωση της
οπτικής γύρω από τη γλώσσα, όπως τη διατύπωσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν: «H πνευματική ουσία που κοινοποιείται
μέσα στη γλώσσα δεν είναι η ίδια η γλώσσα αλλά κάτι διακριτό από αυτήν. Η άποψη
ότι η πνευματική ουσία ενός πράγματος έγκειται ακριβώς στη γλώσσα του – αυτή η
άποψη, εκλαμβανόμενη ως υπόθεση, είναι η μεγάλη άβυσσος στην οποία κινδυνεύει
να πέσει κάθε θεωρία περί γλώσσας, και καθήκον της είναι ακριβώς να διασωθεί
αιωρούμενη πάνω από αυτήν» (Μπένγιαμιν 2016,
38-39). Η διάκριση αυτή, στην προκειμένη περίπτωση, συνιστά ένα παράδοξο,
εμφανές κι άλυτο. Γιατί, ο ποιητής προσπαθούσε να κοινοποιήσει την πνευματική
ουσία του, τον εαυτό του εντός των δύο γλωσσών και μέσω της γλωσσικής ουσίας
των πραγμάτων. Και γνώριζε –εξ ου και η διαρκής αγωνία του– ότι η ουσία όλων
των πραγμάτων είναι η γλώσσα τους και ότι η γλώσσα είναι «μέσον» της
κοινοποίησης του στοχαστικού μηνύματός του. Ο Σαραντάρης αντιλαμβανόταν την αμεσότητα και τη μαγεία του γλωσσικού εργαλείου, όπως ακριβώς υπαινίχθηκε ο Γερμανός
φιλόσοφος: η έννοια της μαγείας στη γλώσσα παραπέμπει στην απειρότητά της,
επομένως προϋποθέτει την αμεσότητά της. Κι έτσι, τελικά, χαράσσονται τα όριά
της. Όντως, καταληκτικά, στα κείμενά του δοκιμάζει να «ονομάζει τα πράγματα»,
να προτείνει την πνευματική ουσία του, να βρει αποδέκτες στο ουσιαστικό περιεχόμενο
της σκέψης του.
Στις
πρώτες Παρενθέσεις (1935) έθεσε προς
συζήτηση το ηθικό ζητούμενο του ποιητή έναντι της γλώσσας. Επικεντρώθηκε στον
σεβασμό που οφείλει να της τρέφει, διότι με αυτήν επεξεργάζεται «τα ιδικά του
αισθήματα, τον πιο κρυφό, πιο άξιο εαυτό του. Γιατί η γλώσσα στον ποιητή
γίνεται σάρκα, η ουσία του». Θεώρησε
ότι «πατρίδα» του ποιητή είναι η γλώσσα. Δύο χρόνια αργότερα, στις επόμενες
καταχωρίσεις των Παρενθέσεών του
συνέδεσε ακόμη σαφέστερα τον ποιητή με τη γλώσσα: «Ο πιο αρμόδιος να μιλήσει
για μια γλώσσα είναι ο ποιητής˙ δεν έχει άλλο βασίλειο. Ακριβώς για τούτο,
φυσιολογικά και κατά δικαιοσύνη οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε μια πλέρια
εξουσία σ’ εκείνο τον κόσμο του, που χάρη σε μια άοκνη εργασία γίνεται κόσμος
όλων των ανθρώπων. Ο ποιητής πλησιάζει τη γλώσσα σαν να ήταν ένα πρόσωπο... και
το σύμπαν! Δεν πρόκειται γι’ αυταπάτη˙ ο ελιγμός του ποιητή προς το λόγο
φαντάζει την πιο απαραίτητη μορφή πνευματικού βίου» (Σκοπετέα 2001, 216).
Ο
Σαραντάρης εμπέδωσε την προπατορική δυσχέρεια να μεταλάβει την πνευματική ουσία
του μέσα από τη γλώσσα. Αυτή η διαδικασία ήταν σημαίνουσα, διακρίθηκε από σοβαρότητα
(όπως κάθε αληθινός ποιητής οφείλει) χάρη στην οποία δημιούργησε τον λεκτικό
κόσμο του και αποζήτησε την προσοχή του αναγνώστη, τη διέγερση όσο και τη
συμμετοχή στη δική του πραγματικότητα (Freud
2011, 12-13). Όμοια με την εμπειρία του Σολωμού (στο διαρκές ταξίδι
ανάμεσα στις δύο «όχθες» του Ιονίου), ερχόμενος αντιμέτωπος με την παραδοξότητα
της ίδιας της οντότητάς του αρχικά ‒«απ’
όπου δεν ανέτειλαν ακόμα/ της δημιουργίας τα πείσματα»‒ που καθόλου μάταια
δεν παραιτήθηκε στη συνέχεια, συνειδητοποίησε τη διαφορετική σχέση του με τη
γλώσσα, τα σημεία της (σκέψη/λέξη - γραφή/λέξη), την επικοινωνιακή λειτουργία
της. Η παρουσία του στη νεοελληνική λογοτεχνία δεν επηρεάστηκε από τα όρια των
γλωσσικών δυνατοτήτων του˙ κυρίως ήθελε αυτή την παρουσία του να την κάνει
κοινό κτήμα, να προσφερθεί ο ίδιος, καθώς «η μεγάλη τέχνη χρειάζεται να
τροφοδοτηθεί από την αλήθεια, αυτός είναι ο προορισμός της ή ο λόγος που
υπάρχει, να τραφεί και να εκφράσει την υπερβατική αλήθεια για λογαριασμό της
ολότητας», επισήμανε ο Λορεντζάτος, «με τον δικό της αναντικατάστατο τρόπο, artis ratione. Δεν γίνεται
διαφορετικά. Η τέχνη είναι μοναχή της μια συμβολική γλώσσα –μία από τις πολλές–
της αλήθειας, της μίας αλήθειας που πάντα μέσα από την αέναη πηγή της: Με
χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει, καταπώς το βροντοφωνάζει ο
στίχος του Σολωμού» (Λορεντζάτος 1997, 59).
Έτσι,
μετριάζεται η σημασία των ιταλισμών του ανάμεσα στους ελληνικούς στίχους του˙
μειώνεται το «λάθος» που επιπολάζει, σε παραδείγματα όπως: «Πριν κοιμηθώ θα κάνω ένα θαύμα/ Κάποιος δεν
ξέρω ποιος μπορεί ο αδερφός μου/ θέλει ξυπνήσει για πάντα». Έτσι,
ανάλογα, διαπιστώνεται η σημασία της πνευματικής ουσίας του ακόμη και σε μικρά
ποιήματα, σε σημασιοδοτημένα τρίστιχα: (Οι
σκιές) Ο ήλιος θα επαναφέρει τις σκιές/ Ως ανώτερη δημιουργία/ Όταν η στάχτη
σκεπάσει το πεπρωμένο
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
Ζήρας, Α. (1984). Η πάλη με τη γλώσσα. Γράμματα και Τέχνες, 31-32, σ. 29-31.
Λορεντζάτος, Ζ. (1997).
Διόσκουροι. Αθήνα: Δόμος.
Μπένγιαμιν, Β. (2016). Δοκίμια
φιλοσοφίας της γλώσσας. Αθήνα: Ηριδανός.
Σαραντάρης, Γ. (1987). Ποιήματα
(Τόμ. Α, Β). (Γ. Μαρινάκης, επιμ.) Αθήνα: Gutenburg.
Σκοπετέα, Σ. (2001). Γιώργος
Σαραντάρης, Έργα 1. (Σ. Σκοπετέα, επιμ.) Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική
Βιβλιοθήκη.
Freud, S.
(2011). Ο ποιητής και η φαντασίωση. Αθήνα: Πλέθρον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου