27/1/19

Ομήρου διασκευή

Σταυρούλα Μιχαλοπούλου, Κυψέλη, κολάζ ψηφιακών εκτυπώσεων, 51 x 71 x 7 εκ. 



ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΣΒΙΚΗ                     

ΟΜΗΡΟΥ, Οδύσσεια, διασκευή Μιχάλης Γκανάς, εικονογράφηση Βασίλης Γρίβας, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 272
                     
Την γλώσσα μου  έδωσαν ελληνική / το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου

Πασίγνωστοι στίχοι, συστηματικά χρησιμοποιούμενοι ως η λογοτεχνική αποτύπωση της αδιάσπαστης συνέχειας της ελληνικής γλώσσας αλλά και της έδρασης της τρισχιλιετούς ελληνικής ποιητικής παραγωγής στην ομηρική ποίηση. Ο Όμηρος, θεωρήθηκε καθ’ όλη την εντεύθεν από τα δημιουργήματά του  πολιτισμική εξέλιξη του ελληνικού έθνους, ως ο άμεσος ή έμμεσος πρόγονος κάθε επώνυμου και ανώνυμου, λόγιου ή λαϊκού ποιητή, ως η πηγή, που επί χιλιετίες τροφοδοτεί τον ορμητικό Πακτωλό της γλώσσας  και της δημιουργίας. Εύλογο αποτέλεσμα της περίοπτης θέσεως της ομηρικής ποίησης στο  πνευματικό – εκπαιδευτικό στερέωμα και του νεοελληνικού κράτους, οι πολλαπλές ενδογλωσσικές μεταφράσεις και διασκευές, διαφορετικές κάθε φορά, σύμφωνες αφ’ ενός με τα αισθητικά προτάγματα της εποχής τους  και αφ’ ετέρου, με την οπτική και το γλωσσικό εργαλείο του εμψυχωτή τους. Η διασκευή του Μιχάλη Γκανά όμως, δεν διαφοροποιείται βάσει των προαναφερθέντων κριτηρίων, όπως θα ήταν και το αναμενόμενο, αλλά, κυρίως, επειδή δημιουργεί την αίσθηση της αντίστροφης πορείας, της ανάβασης του ποταμού προς τις απαρχές του και όχι της φυσιολογικής, αυτής προς τις εκβολές του. Ο ποιητής μας δεν περιμένει τα νάματα του ομηρικού έργου να φτάσουν στην εποχή του και να μπολιάσουν το έργο του. Σταχυολογεί και απανθίζει από την σύγχρονη και προγενέστερη παραγωγή για να επιστρέψει στις πηγές και να τις εμπλουτίσει, αποδίδοντας τον επικό λόγο με στίχους του Σεφέρη και του Ελύτη, του Ρίτσου και του Σολωμού, του Καββαδία και του Γκάτσου, των δημοτικών  τραγουδιών και των εκκλησιαστικών ύμνων. Με αυτό τον τρόπο, το έργο του υπερβαίνει το καθορισμένο μεταφραστικό- διασκευαστικό πλαίσιο, και καθίσταται παλίμψηστο της ελληνικής γραμματείας, άριστα φιλοτεχνημένο από τον σύγχρονο ομότεχνο του αρχετυπικού γεννήτορα.

Ο ποιητής, κατά δήλωσή του, δεν συνομιλεί άμεσα με το αρχαίο κείμενο αν και φροντίζει να το παρακολουθεί. Βασίζεται σε επιλεγμένες μεταφράσεις (Εφταλιώτης, Σιδέρης, Μαρωνίτης) και αποδίδει την πασίγνωστη ιστορία με τον δικό του τρόπο, συσσωματώνοντας στοιχεία από μια μακραίωνη γλωσσική και πολιτισμική παράδοση στον εναλλασσόμενο πεζό και ποιητικό του λόγο. Παρεμβαίνει στο περιεχόμενο του έπους, καθώς δεν μεταφέρει το σύνολο των ομηρικών στίχων, αλλά, επιλέγει τα πλέον εμβληματικά σημεία για να τα συνοψίσει σε ένα αδρομερές νόημα ενώ παρεμβάλλει  πολλές φορές και την προσωπική του μυθοπλασία, για να δημιουργήσει τελικά ένα άρτιο έργο, που φέρει και την δική του υπογραφή. Η ταυτότητα και η πρόθεση του βιβλίου διασαφηνίζονται ήδη από τους εσωτερικούς τίτλους της δεύτερης σελίδας, όπου, στον κύριο τίτλο «ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ του Μιχάλη Γκανά», προστίθεται η φράση ‘ΔΙΑΣΚΕΥΗ για νέους αναγνώστες’. Το επίθετο ‘νέος’, προκαλεί με την ασάφεια του περιεχομένου του καθώς δεν διευκρινίζεται αν αφορά στην ηλικία ή στην επαφή με την ομηρική δημιουργία, για να προσδιοριστεί στο Επιλογικό Σημείωμα από τον γράφοντα ως  αφορόν και στις δύο περιπτώσεις. Οι κάθε είδους ‘νέοι’ αναγνώστες, συνιστούν αίτιο και αιτιατό του συγγραφικού πειράματος, καθώς οι ευάριθμες φιλολογικές –και όχι ποιητικές- μεταφράσεις και διασκευές, με την δύσβατη γλώσσα και την πιστή απόδοση των ομηρικών τεχνικών (π.χ. τεράστιες παρομοιώσεις) που χρησιμοποιούν, λειτουργούν, όπως υποστηρίζει ο Γκανάς, ως τροχοπέδη στην γνωριμία εφήβων και αμύητων κάθε ηλικίας, με το θεμελιακό έργο του παγκόσμιου πολιτισμού.
Η σύγχρονη Οδύσσεια ακολουθεί  την ίδια αφηγηματική δομή με το πρωτότυπό της, ενώ τον αντίστοιχο διαχωρισμό της σε ραψωδίες, αισθητοποιεί η εξαιρετική, αρχαιοπρεπής εικονογράφηση του διεθνούς φήμης εικαστικού, Βασίλη Γρίβα. Στο προοίμιο, σε εντός παρενθέσεως σχολιασμό, ο χαρακτηρισμός του Ομήρου ως πρώτου ράπερ, σηματοδοτεί την έναρξη της συνομιλίας του έπους, δια του Γκανά, με τον σύγχρονο αναγνώστη, για να ακολουθήσει ο Σεφέρης, που θα προσφέρει τον στίχο «για ένα  πουκάμισο αδειανό για μια Ελένη»,  προκειμένου να βοηθήσει στο ‘γιατί’ του τρωικού πολέμου. Με τη σειρά του ο Βάρναλης, θα χαρακτηρίσει τους συναγμένους από τον Τηλέμαχο Ιθακήσιους, «δειλούς, μοιραίους και άβουλους» και ο Καββαδίας θα αναγγείλει το παρθενικό ταξίδι του μονάκριβου γιου της Πηνελόπης «καθώς το κύμα η πλώρη εκέρδιζε οργιά με την οργιά». Ο Ελύτης, θα κληθεί στη συνέχεια να περιγράψει την Ιθάκη ως «όμορφη  και παράξενη πατρίδα», ο Μάνος Ελευθερίου θα τραγουδήσει για τους αναχωρούντες από την Τροία Αχαιούς «άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη», ο Καβάφης θα γεμίσει την πρωτεύουσα των Κικόνων με «ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής» και ο Σαββόπουλος θα προβλέψει την επίθεσή τους καθώς «έβλεπε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει». Ο Οδυσσέας, αισιόδοξα σιγομουρμουρίζει Γκάτσο, «φύσα αεράκι φύσα με», όταν ο σταλμένος από τον Αίολο Ζέφυρος τον οδηγεί στο νησί του ,καταλαγιάζει την αναστάτωσή του στο ακρογιάλι του νησιού της Κίρκης επικαλούμενος  Σολωμό «τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», κι απευθύνεται στον Λευτέρη Παπαδόπουλο για να δικαιολογήσει τα δακρυσμένα μάτια του στο καλύβι του χοιροβοσκού του «Μπορεί και να ’ ναι απ’ τον καπνό, μπορεί κι απ’ τον αέρα». Την εργώδη προσπάθεια του δημιουργού θα κληθεί να συνδράμει κι ο Ρίτσος, κι ο Τάκης Σινόπουλος κι ο Έζρα Πάουντ  και πολλαπλώς πάλι ο Σεφέρης, που φαίνεται να κατέχει κυριαρχική θέση στο νοητικό σύμπαν του Γκανά. Όταν η λόγια ποίηση δεν επαρκεί, το ναυτόπουλο της πλαστής διήγησης του ήρωα  προς τον Εύμαιο, τον καλωσορίζει με ηπειρώτικο της ξενιτειάς «τι να σου στείλω ξένε μου τι να σου προβοδίσω» (επιστροφή στη γενέτειρα γη του ποιητή), η Αθηνά επικαλείται τον Μορφέα με το δημώδες νανούρισμα «ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα, πάρε και τούτο», ενώ οι ψυχές των δολοφονημένων μνηστήρων πορεύονται στα μονοπάτια του ακριτικού κύκλου «εκεί που δυο δεν περπατούν και τρεις δεν συντυχαίνουν». Ακόμη δε πιο ανατρεπτικά, ο Τειρεσίας χρησιμοποιεί την εκκλησιαστική γλώσσα για να αναφωνήσει  από το βασίλειο των νεκρών «είπα και ελάλησα», και το παράδειγμά του ακολουθεί ο και ο παντεπόπτης αφηγητής της ιστορίας για να καθορίσει τον χρόνο στο σημείο «πριν αλέκτωρ λαλήσει».
Το μπόλιασμα με τη  διαχρονική γραμματειακή παραγωγή δεν αποτελεί όμως την μοναδική ατραπό προσέγγισης της Οδύσσειας με τον σύγχρονο αναγνώστη. Εξ ίσου σημαντική είναι και η επικουρία της γλώσσας –όχι μόνο ως εκφραστικού μέσου αλλά και ως οχήματος πολιτισμού και εμπειρίας- μιας εξαιρετικής δημοτικής που τολμάει να απλωθεί από το καθαρευουσιάνικο ‘ασκαρδαμυκτί’ έως το αργκό ‘πουρό’, το αγοραίο ‘μωρή σκύλα‘ και το λαϊκότροπο ‘σκορδοκαΐλα μου’. Τολμάει να συμπεριλάβει  ντοπιολαλιά αλλά και serial killer, για να αποτυπώσει και να συσσωματώσει στο έπος  τις προσλαμβάνουσες της εποχής μας, κατορθώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να περιγράψει το ‘φλερτ’ των μνηστήρων προς την Πηνελόπη, να  επιβάλλει ‘κατάπαυση πυρός’ στους αγανακτισμένους από το φονικό συγγενείς τους, να παρομοιάσει το χαμόγελο της Ωραίας Ελένης με αυτό της ‘Τζοκόντας’ και να σχολιάσει για την γυναίκα που φρόντιζε τον Λαέρτη «πρόσφυγας θα’ τανε κι αυτή όπως και τόσες άλλες που ήρθαν κι αναλάβανε παππούδες και γιαγιάδες». Το παιχνίδισμα της γλώσσας κορυφώνεται στον αστεϊσμό, όταν ο Οδυσσέας «κινδυνεύει να κοπεί από τις απουσίες» που έχει σημειώσει στη ζωή της οικογένειάς του ή όταν το αποτέλεσμα που φέρνει στον αγώνα του με την Σκύλλα καταγράφεται ως 6-0 και βέβαια, όταν ο Δίας και ο Ποσειδώνας «εκδίδουν απαγορευτικό» απόπλου λόγω κακοκαιρίας. Όπως είναι εύλογα αναμενόμενο για ένα έργο που υπογράφει ο Γκανάς, το γλωσσικό κρεσέντο εντοπίζεται στους ανομοιοκατάληκτους 15σύλλαβους που συναπαρτίζουν τα έμμετρα τμήματα της σύγχρονης Οδύσσειας –σπανιότερα στην αρχή, σε αναλογία ένα προς ένα στο τέλος - σε μια διερεύνηση της χρήσης του συγκεκριμένου μέτρου στην τρέχουσα γλώσσα, που απέδωσε στίχους διαφορετικού κάθε φορά ύφους, εντυπωσιακής όμως έντασης και βάθους, όπως οι παρακάτω: «Η Πηνελόπη στο λουτρό έλουζε τα μαλλιά της και το κορμί που νήστεψε το χάδι του αντρός της» ή «αχίλλειος η φτέρνα του και πέρασμα θανάτου κι εκεί βρήκε να καρφωθεί το βέλος του φονιά του».
Ένα τρίτο στοιχείο υπόρρητης πρόσκλησης του έργου  στο αναγνωστικό κοινό του παρόντος, συνιστά η σαφώς εντονότερη από το ομηρικό κείμενο παρουσία ρομάντζου, ερωτικών ιστοριών που αναφύονται σε κάθε ευκαιρία γυναικείας παρουσίας, ακόμη κι αν το πρωτότυπο δεν περιέχει καμία νύξη για κάτι ανάλογο, όπως στην περίπτωση του σκιρτήματος του Τηλέμαχου για την Ωραία Ελένη.  Το ρομάντζο συνδυάζεται επιπλέον με μία ψυχαναλυτικού τύπου προσέγγιση των γυναικείων μορφών, κυρίως της Πηνελόπης, η οποία προσκτάται ανθρωπινότερες διαστάσεις από αυτές του πρωτοτύπου, υποκύπτουσα στην φιλάρεσκη ματαιοδοξία της να προκαλέσει τον θαυμασμό και τον πόθο των μνηστήρων και ταλανιζόμενη από  ενοχές  για την αδυναμία της. Η εμφατική μάλιστα αυτή ενασχόληση του Γκανά με την Γυναίκα, ιδωμένη προοπτικά  σε συνδυασμό και με  προηγούμενο έργο του με τον τίτλο «ΓΥΝΑΙΚΩΝ», μας οδηγεί στην υπόθεση περί κυριαρχικού της  ρόλου, που την καθιστά  σταθερό σημείο αναφοράς του προσωπικού και ποιητικού του κόσμου.
Σε μια συνολική αποτίμηση του κειμένου, υπό το πρίσμα της μετανεωτερικότητας αυτή την φορά, είναι δυνατόν να εντοπιστεί στον τρόπο γραφής, ένα τουλάχιστον τυπικό μεταμοντέρνο γνώρισμα, αυτό της «διπλής κωδικοποίησης» όπως το ορίζει ο εισηγητής του όρου Charles Jenks, σύμφωνα με τον οποίο «το έργο τέχνης απευθύνεται συγχρόνως σε μία μειονότητα, σε ένα ελίτ κοινό που χρησιμοποιεί υψηλούς κώδικες και σε ένα μαζικό κοινό που χρησιμοποιεί λαϊκούς κώδικες». Τηρουμένων πάντα των αναλογιών, το ανά χείρας βιβλίο μπορεί να αξιοποιηθεί από τους ‘ειδικούς’, αυτούς που διδάσκουν το έπος στους μαθητές της Α Γυμνασίου προκειμένου να το καταστήσουν ελκυστικότερο στους επαναστατημένους εφήβους, και φυσικά, μπορεί να το απολαύσει  καθένας που επιθυμεί να προσεγγίσει ή να επαναπροσεγγίσει ένα δημιούργημα που κατέστη κλασικό, πριν καν  γεννηθεί η ίδια η λέξη που το χαρακτηρίζει.
Όπου υπάρχουν συκιές –γράφει ο Ελύτης- υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βουνό από τη λέξη του υπάρχει ποιητής (έχουμε την τιμή να είναι ενώπιόν μας)  Η ηδονή  δεν είναι αφαιρετέα.
Η Σοφία Κασβίκη είναι φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: