27/1/19

Μια νέα φωνή

Αγγελική Μουράτη, Hupfen, μικτή τεχνική, 80 x 180 εκ.


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΈΛΕΝΑ ΓΚΙΒΙΣΗ, Ρήγματα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 168

Χριστούγεννα 2015, σε κάποιο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου στο Χαλάνδρι της Αττικής που, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, μετατρέπεται σε πεδίο όπου επισημαίνονται και συνειδητοποιούνται ματαιώσεις, συμβιβασμοί, μικρές και μεγάλες ήττες, απώλειες και φθορές, περισσότερο ή λιγότερο διακριτές κάτω από τον πέπλο μιας ψευδεπίγραφης οικογενειακής θαλπωρής∙ με τις ηλικίες των παρευρισκομένων να ξεδιπλώνονται και να διασταυρώνονται επίφοβα μπροστά στα μάτια της νεαρής Αλίκης, της κόρης των οικοδεσποτών, που έχει έρθει ειδικά για τις γιορτές από το Παρίσι, όπου σπουδάζει, με διακαή πόθο να γράψει ένα μυθιστόρημα. Δεν γράφει ωστόσο, προς το παρόν, παρά ένα ημερολόγιο γραφής που συχνά τείνει να αποκτήσει την υφή εσωτερικού μονολόγου, καθώς και «ακαδημαϊκού ύφους σχόλια στα ακαδημαϊκά κείμενα που διαβάζει» προετοιμάζοντας τη διατριβή της,
Φιλοδοξεί να γράψει ένα μυθιστόρημα του νέου κόσμου, περιορίζεται και αναλώνεται όμως στα κοινά και στα τετριμμένα, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι Χριστούγεννα και οφείλει να ανταποκριθεί στις τελετουργικά επιβαλλόμενες κοινοτοπίες της ημέρας, μολονότι δεν παύει να διακατέχεται από τη συγκινητική αγωνία της δημιουργίας σε όλες τις εκδοχές της, τρέφοντας έναν ανεπιφύλακτο θαυμασμό για όποιον τόλμησε και κατόρθωσε να πραγματώσει το όραμά του, όπως εν προκειμένω η θεία Μαίρη, η αδερφή της μητέρας της, που διέκοψε τις σπουδές της στην οδοντιατρική και ασχολήθηκε, με απόλυτη επιτυχία, με τον χορό: «Ανακάλυψε το νόημα της ζωής της μέσα στο πάθος της, μετέτρεψε τον εαυτό της σε αποτέλεσμα επίπονης εργασίας και τελικά σε έργο τέχνης»∙ πληρώθηκε από την ίδια την ταυτότητά της, καλυμμένη από την αυτοπραγμάτωσή της.

Θέλει να γράψει υποκινούμενη από τη βεβαιότητα ότι μόνο έτσι θα μπορέσει να διαρρήξει το παρόν, να δημιουργήσει ρήξεις στο συμπαγές, περιορισμένο και περιοριστικό εδώ και τώρα με όπλο τις λέξεις, με τη γραφή, πεπεισμένη ότι οι τρέχουσες θεωρίες οπτικοποίησης ή δημιουργικής αξιοποίησης της φαντασίας δεν την καλύπτουν∙ πιστεύοντας ότι μόνο δια της γραφής αποδέχεται κανείς το ενδεχόμενο να απωλέσει τον εαυτό του και να γίνει ένας άλλος, να ανοιχτεί «σαν τα πέταλα μικρού λουλουδιού».  Αισθάνεται ότι ζει με τις λέξεις και για τις λέξεις, γιατί με αυτές δίνει οντότητα σε κάθε της βίωμα, λεκτικοποιώντας το και μετατρέποντάς το σε έκφραση, αφήγημα, ιστορία∙ ανάμεσα στη ρευστότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή των ανθρώπων και τη σταθερότητα των λέξεων και των προτάσεων επιλέγει τις δεύτερες. Πιάνεται από τις λέξεις και στηρίζεται σ’ αυτές όπως ένας ανάπηρος στηρίζεται στο μπαστούνι του∙ αλλιώς αισθάνεται ανασφάλεια και ίλιγγο.
Η Ερμιόνη, η μητέρα της Αλίκης, δυσφορεί για τις λογοτεχνικές εμμονές τής κόρης της και την ενοχλεί ο θαυμασμός τής τελευταίας προς το πρόσωπο της αδερφής της, της Μαίρης, η οποία τόλμησε να απεγκλωβιστεί από τα οικογενειακά πρότυπα, επιλέγοντας την οδό της αυτογνωσίας, ερχόμενη σε ρήξη με το χαρακτηριστικό δόγμα της κληρονομικής φιλοδοξίας «γίνε ό,τι δεν κατάφερα να γίνω εγώ». Αυτό είναι κάτι που η Αλίκη άλλοτε αισθάνεται και άλλοτε διαισθάνεται, γνωρίζοντας εντέλει ότι το «παιχνίδι της εξουσίας και της αποδοχής είναι μητρικό∙ ότι πάντοτε μια υπέρτερη φιγούρα σχεδιάζει έναν κύκλο μέσα στον οποίο ο εξουσιαζόμενος   κλείνεται σε μια σχεδόν φυσική διαδικασία». Παράλληλα όμως αισθάνεται ότι η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, οι οσμές και οι ήχοι της ημέρας ξυπνούν μέσα της ασφαλείς παραστάσεις φροντίδας και θαλπωρής, καταχωνιασμένες βαθιά στο υποσυνείδητο, αμβλύνοντας την όποια κριτική ή επικριτική διάθεσή της.
Η αφηγήτρια, μολονότι πρόκειται για την πρώτη δοκιμή-δοκιμασία της στο αφηγηματικό πεδίο, γνωρίζει και κινεί με αξιοσημείωτη ευχέρεια τα νήματα της ιστορίας της, κατά τη διάρκεια της εκτύλιξης της οποίας, με τις συχνές και ποικίλες διακυμάνσεις της, με τις συνεχείς εναλλαγές των «επί σκηνής» προσώπων, προβάλλονται και φωτίζονται πτυχές ή, αλλιώς, γρανάζια ενός φανερού ή, ακόμα χειρότερα, κρυφού μηχανισμού, ο οποίος αποσκοπεί στον ευνουχισμό του ευάλωτου ψυχισμού των νέων ανθρώπων, σε βαθμό που να αναρωτιέται κανείς «πώς γίνεται όλοι οι άνθρωποι με τα μεγάλας τους χαμόγελα, τις επιτυχημένες τους δουλειές, την ενίοτε ανέφελη παιδική τους ηλικία, να είναι βαθύτατα τραυματισμένοι […] άλλοι από συγκαταβατική γονική αδιαφορία και άλλοι από υπερχειλίζουσα καταπιεστική αγάπη», θύματα της ενδεχομένως αθέλητης βαναυσότητας των φυσιολογικών ανθρώπων, όπως εν προκειμένω συμβαίνει στις δύο αδερφές, στη μητέρα και στη θεία της Αλίκης, που η προσωπικότητά τους, παρά τις εξωτερικές εμφανείς διαφορές, τσαλακώθηκε από μια ονειροπαρμένη, υπερφιλόδοξη, τελειομανή και καταπιεστική μάνα. Η ανεπάρκεια της οποίας μεταφυτεύθηκε στις κόρες της ως φόβος και υπαρξιακό άγχος.
Τελικά τρεις εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες, με κοινή καταγωγή, κατορθώνουν και επιβιώνουν επιχειρώντας, όποτε τους το επιτρέπουν οι συνθήκες της ζωής τους, καταβυθίσεις στον βαθύτερο εαυτό τους, ανακαλύπτοντας, η καθεμιά με τρόπο υπαγορευόμενο από την ιδιοσυγκρασιακή της ιδιαιτερότητα, τις απώτερες καταβολές του ψυχισμού τους και, κυρίως, ψαύοντας τα φανερά ή τα κρυφά -και περισσότερο επίφοβα- ρήγματα της ψυχής τους. Η περισσότερο ανασφαλής, γι’ αυτό και περισσότερο διαθέσιμη και εξαρτημένη από τη γνώμη των άλλων και την ανάγκη τής οικογενειακής θαλπωρής, επιτυχίας και αποδοχής Ερμιόνη, η τολμηρή και αποφασιστική Μαίρη και η Αλίκη -κόρη της πρώτης, ανιψιά της δεύτερης και πλησιέστερη, ως ψυχισμός, προς την αφηγήτρια, σχεδόν ένα alter ego της στο οποίο έχει εναποθέσει και τις δικές της αγωνίες και φιλοδοξίες στο πεδίο της γραφής- συνθέτουν ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον τρίο∙ με τη δράση τους, τις σκέψεις τους, τις πράξεις και τις παραλείψεις τους, τα ομολογημένα και τα ανομολόγητα πάθη τους συνθέτουν εκδοχές  ζωής ανασυρμένες από την αιωνιότητα των περισσότερο ή λιγότερο συνηθισμένων ανθρώπων, υποταγμένων συνειδητά ή ερήμην τους, με ή χωρίς διαμαρτυρία, στα πρωτίστως βιολογικά και κατά δεύτερο λόγο στα κοινωνικά προσδιορισμένα καλούπια του ανθρώπινου είδους.

Ο Κώστας Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: