16/12/18

Η (α)βεβαιότητα της ήττας


ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ ΚΟΡΝΕΤΗ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ, Ο κόσμος απροκάλυπτα, ποιήματα, εκδόσεις Εντευκτήριο, σελ. 58

Είναι μια προοπτική κι ένα περίγραμμα, μια προοπτική σε σμίκρυνση, ένα περίγραμμα σε μεγέθυνση, ό,τι επιμελώς κρύβεται στο παρασκήνιο της ζωής, ό,τι επιτυχώς διαδραματίζεται στην σκηνή της πραγματικότητας, ό,τι απροκάλυπτα αποκαλύπτεται στο σανίδι της εξομολόγησης, όπου ένας κόσμος μικρός ή μεγάλος πετά τα ρούχα του και ξεντύνεται, αφήνοντας πίσω γυμνή την καρδιά του να κτυπά.
Στην ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα οι αποστάσεις των οριακών καταστάσεων που την απασχολούν ολοένα στενεύουν και η ύπαρξη δεν παύει ποτέ να ασφυκτιά μέσα σε ένα κλειστό περίγραμμα που επιβάλλει μια ζωή σχεδόν αποπνικτική από έναν κόσμο δύσοσμο που εκλύει αναθυμιάσεις σαπρότητος.
Στα ποιήματα της συλλογής οι χώροι και τα πρόσωπα συγκροτούνται σε έναν σκοτεινό χορό, όπου μικρές και μεγάλες προδοσίες, μικρές και μεγάλες ατιμίες, καθώς και άλλα ζεύγη διαψεύσεων στροβιλίζονται  με τη μορφή αποτιμήσεων σε μια παρτίδα ζωής που άλλοτε κερδήθηκε, κυρίως μέσω του θαυματουργού έρωτα, με την τρισδιάστατη εξιλέωσή του (σώματος, πνεύματος, ψυχής) κι άλλοτε χάθηκε. Η (α)βεβαιότητα της ήττας υπαγορεύει στην ποιήτρια έναν ρυθμικό σκοπό. Κάμαρες, λειμώνες του εσώτερου εαυτού μου/ θάλπος μου δώσατε/.

Ο εγκλεισμός στο κλουβί μιας πραγματικότητας που λυγίζει από μια ζωή βαριά κι ασήκωτη, απελευθερώνει στιγμές μετέωρες που πεταρίζουν ολόγυρα με καψαλισμένα φτερά, ενός κόσμου απονευρωμένου που ισορροπεί σαν σάπιο δόντι, κούφιος, άδειος από ηθική κι από αγάπη, αλλά γεμάτος δηλητήριο, πολλές φορές, όμοιο με αυτό του φιδιού, που το ακαριαίο δάγκωμά του οδηγεί στη σήψη  της ζωής, θύμα της διπλοπροσωπείας, του ωφελιμισμού, του φθόνου, της μικροψυχίας, της κακίας, της πτώσης και κατάπτωσης.
Η ποιήτρια απογυμνώνει και αποκαλύπτει πτυχές ενός κόσμου σαν να τον ξεντύνει από ρούχα περιττά και βαριά και επιτηδευμένα, που όμως αρχικά της παρουσιάστηκαν ελκυστικά: Ένας κόσμος ντυμένος στην υποκρισία του, στην ψευτιά του, στη απάτη του και στην αλαζονεία του, που έπαψε να κρατά τα προσχήματα, ένας κόσμος επιθετικός, αγκαθωτός, ανελέητος και οι διαπιστώσεις πικρές: Τα αρχικά ακριβά και λαμπερά κοσμήματα και ρούχα αποδεικνύονται ψεύτικα, φθηνά και θαμπά, όπως τα ζωτικά ψεύδη που γρήγορα καταλήγουν θανάσιμες αλήθειες. Γράφει: Στον απομυθοποιημένο κόσμο μας/ έχω αυθόρμητη την τάση, την αισθητική,/ να λειαίνω, να απογυμνώνω τη γραφή μου/.
Η μοίρα που αποδέχεται ο άνθρωπος ως κάτι που δεν αλλάζει ή που ο ίδιος ο άνθρωπος δεν πρόκειται να αλλάξει, προσδίδει μια προσωπική καλλιτεχνική αρμονία μιας δυσαρμονικής κατά τα άλλα πραγματικότητας, που όμως αγαπά να ανατέμνει η ποιήτρια, μεταφέροντας τη φωτογραφική θέαση ενός συναισθήματος αρχικά τραγικού που όμως στο τέλος κατορθώνει να αιχμαλωτίσει ένα φως εντός του ή έναν μικρό βοριά που θα φυσήξει και θα καθαρίσει τον ρυπαρό αέρα και θα δροσίσει τις πληγές του κόσμου. Λίγοι στίχοι: Γιατί από τον ζόφο,/ το κάτεργο της δυστυχίας, έχω περάσει. Τα πάνδεινα έπαθα./ Προστρέχω, υμνώ τη χαρά.
Τα ποιήματα συγκροτούν ένα σώμα - στόχο που στέκει ακίνητο, αιχμάλωτο, δεμένο, διάτρητο από μικροσκοπικά βέλη - στιλέτα. Τα στιλέτα αυτά ξεκαρφώνει από το σώμα της η ποιήτρια και τα καρφώνει στο κάδρο του ποιήματος, μια διαδικασία που συντελείται ψυχρά, κοφτά, χωρίς θερμοκρασία και κυρίως χωρίς να εκβιάζεται το συναίσθημα. Με την απονεύρωση του συναισθήματος στην ποίησή της η Αλεξάνδρα Μπακονίκα ίσως να πετυχαίνει τελικά τον πλήρη ερεθισμό του, δηλαδή την έκλυση μιας γνήσιας συγκίνησης. Στιλέτο, κάμα θανάτου η κακία,/ έντρομη μελετώ τα εγκλήματά της,/ τις πηγές, αιτίες,/ διακλαδώσεις κι εκβολές της.
Μέσα από λιτές, αλλά και συμπαγείς ως προς τα νοήματά τους, προσωπικές εξομολογήσεις, παρατηρήσεις και εμπειρίες η ποιήτρια βάζει τα μυστικά της τέχνης της να συνομιλήσουν με τα μυστικά της ζωής, ένας επιτυχημένος ποιητικός μετασχηματισμός ο οποίος και προκύπτει από μια κυριολεκτική απογύμνωση του στίχου και μια μεταφορική απογύμνωση του ίδιου του γράφοντος. Είναι μια γυμνότητα αφοπλιστική στην ειλικρίνεια που κομίζει και φέρνει στο νου τον αφοριστικό στίχο του Κώστα Ταχτσή: Οι ντυμένοι δεν μπορούν να κοιτάξουν τις καρδιές τους, κάτι που αναμφισβήτητα η Αλεξάνδρα Μπακονίκα φαίνεται να ενστερνίζεται και να υποστηρίζει καθώς είναι βέβαιο ότι μπορεί να κοιτάζει καθαρά τη διψασμένη της καρδιά με βλέμμα που μοιάζει να περιπλανιέται στις σκοτεινές στοές ενός αδαμαντωρυχείου και να μοιράζεται μαζί μας όλες τις πολύτιμες γαίες που ανασύρει από την εξόρυξη αυτή.
Στο τέλος θριαμβεύει πάντα η αθωότητα, η μυστική ομορφιά μιας ύπαρξης που αναζωογονείται και διασώζεται από το ερωτικό στοιχείο, συμβολικό ή πραγματικό.

Η Έλσα Κορνέτη είναι ποιήτρια

Κώστας Μπασάνος,Where trees never grow, 2018, κόντρα-πλακέ, μελάνι,
680 x 236 x 116 εκ.

1 σχόλιο:

seagull calligraphy είπε...

Εξαιρετική κριτική. Από αυτές που η τέχνη του κριτικού λόγου είναι εξίσου δυνατή με τον ποιητικό....Ευχαριστούμε