16/12/18

Μια βόλτα με τον Μπροκ

Κώστας Μπασάνος, Notes on drawing n.4, 2018, επτά λευκά σημειωματάρια, 142 x 42 x 2,5 εκ


Ξεκινώντας από τον Αριστοτέλη με την περιπατητική σχολή, με τον Οράτιο που περιπλανάται στην Ιερά οδό (Ibam forte via Sacra…),  μέχρι τον Δάντη που έκανε τη βόλτα του με τον Βιργίλιο στον άλλο κόσμο, ο περίπατος είχε πάντα μια σημαντική θέση στη λογοτεχνία, και η βόλτα ήταν πάντα η πιο τέλεια ασχολία για ποιητές συγγραφείς και διανοητές. Το σκέφτηκες ποτέ; - ρώτησα τον νεαρό μου φίλο.
Η εποχή μας αρχίζει με δύο μνημειώδεις βόλτες, εκείνη του υπέργηρου και μελαγχολικού Ρουσώ, κι εκείνη ενός Καντ που υπολόγιζε και το δευτερόλεπτο όταν έβγαινε για βόλτα, και ήταν επίσης υπέργηρος και μελαγχολικός. Δύο πνεύματα που φαντασιώνονταν με τρόπο εξαίσιο κατά τη διάρκεια της βόλτας τους. Ακολουθούν άλλα δύο πνεύματα, ρομαντικά και «τουριστικά»: ο Γκαίτε γράφει τα «Χρόνια της περιπλάνησης» και ο Σταντάλ το «Περίπατοι στη Ρώμη» όπου δεν ανακαλύπτει μόνο τα έργα τέχνης αλλά και τον χαρακτήρα των ιταλών που θα συναντήσουμε και στα άλλα έργα του, κυρίως στο «Μοναστήρι της Πάρμας».
Και να αργότερα τα «Άνθη» του Μπωντλαίρ, όπου βολτάρει στο Παρίσι λίγο περίεργος και λίγο βαριεστημένος, σαν ο κάθε δανδής που σέβεται τον εαυτό του. Και φτάνουμε στη βόλτα της παρακμής, όπου ο Μπένγιαμιν διατρέχει με κριτικό πνεύμα, πάντα στο Παρίσι, και την αναλύει στις κινήσεις και τα passages. Μέχρι που, με τον Τζόις, ή καλύτερα με τον Μπλουμ, φτάνουμε στην πιο ονομαστή βόλτα του 20ου αιώνα, μέσα από τους δρόμους του Δουβλίνου. Μια λογοτεχνική βόλτα τόσο ονομαστή που ακόμη και σήμερα αναφερόμαστε στη διαδρομή που χαράχτηκε σ’ έναν χάρτη, και που γιορτάζεται στο Δουβλίνο την ημέρα που πραγματοποιήθηκε, στις 16 Ιουνίου.

Και ο Προυστ, στην Αναζήτηση κάνει βόλτα στη σκιά των ανθισμένων κορασίδων, και βυθισμένος σ’ έναν ανήσυχο ύπνο γράφει ότι η εφηβεία του περιέκλειε στο ίδιο όνειρο όλη τη γειτονιά όπου περπατούσε. Κάνει βόλτα με τον σκύλο του Μπάουσκαν ο Τόμας Μαν στο Σκύλος και αφέντης, ο Ίταλο Σβέβο στην Τεργέστη με τον πιστό του Άργκο και ο Ρόμπερτ Βάσλερ τιτλοφορεί ακριβώς τη Βόλτα σ’ ένα μαγευτικό βιβλιαράκι που αποδίδει στη βόλτα την πνευματική πεμπτουσία και δημιουργεί την υφολογική μίμηση.
Σε κάθε έναν από τους παραπάνω συγγραφείς η βόλτα γίνεται μεταφορά της γραφής τους και της άποψής τους για τον κόσμο, η βόλτα του μυαλού που περιπλανάται και διαλογίζεται πάνω στις αδράνειες και στα ασήμαντα, διατρέχει τρυφερές και ελαφρές ιδέες αποδίδοντας έτσι στον περιπατητή την αίσθηση της απόλυτης ύπαρξης. Η βόλτα είναι ίσως το πιο ριζοσπαστικό αρχέτυπο της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Ανάμεσα στις τόσες βόλτες μπορώ να προσθέσω, τελευταία, τη δική μου; Μπορώ να βολτάρω κι εγώ για να ξεφύγω από την πανταχού παρούσα πολιτική;
Να περπατάς με ένα κόκερ είναι τελείως διαφορετικό από το να περπατάς μόνος σου, και φυσικά δεν το αντιλαμβάνονται όλοι. Εγώ την οφείλω σ’ αυτόν, στον αγαπητό μου Μπροκ, την ευχαρίστηση των περιπάτων μου στους δρόμους και στα σοκάκια της πόλης.
Κι ενώ ετοιμάζομαι για έξοδο, με κοιτά, περιεργάζεται κάθε μου κίνηση, κι όταν αντιλαμβάνεται ότι είμαι έτοιμος και κατευθύνομαι προς την πόρτα, δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του, τρέχει πάνω κάτω στο δωμάτιο, πάνω στις καρέκλες και στους καναπέδες, επινοώντας μια αχαλίνωτη φαντασία∙ κι ύστερα στο ασανσέρ η ουρά του χτυπά τα ξύλινα τοιχώματα όπως η μπαγκέτα ενός ντραμίστα σε έξαρση.
Και να ‘μαστε στους δρόμους του κέντρου ακόμη τυλιγμένους στην κυριακάτικη σιωπή, την πρωινή και λαμπερή ώρα, κάτω από τον διάφανο ήλιο σε ορισμένες φθινοπωρινές ημέρες. Ο Μπροκ πηγαίνει μπροστά ελεύθερος από το λουρί του. Αν απομακρύνεται, σταματά απότομα γυρνώντας το κεφάλι του και κοιτά αν τον ακολουθώ.
Κοιτώντας τον προφίλ ο Μπροκ μοιάζει με ένα μικρό έπιπλο στυλ Λουί 14ο που βρέθηκε στη μέση του δρόμου: ένα αντικείμενο κατάλληλο για τον Νταλί!
Η αισθητήρια ζωντάνια του, η περιέργειά του, μου μεταφέρεται κατά κάποιο τρόπο και οι δυνατότητες αντίληψής μου γίνονται πιο ευχάριστες, πιο ανοιχτές και πολυάριθμες, όταν περπατώ με τον Μπροκ. Αυτό που μου φαινόταν συνηθισμένο και περνούσε απαρατήρητο, τώρα παρουσιάζεται με τη μορφή του νέου και του φανταστικού.  Κι έτσι βρίσκομαι χωρίς να σκέφτομαι: εκεί ένας δρόμος, εκεί μια εκκλησία, εκεί ένα μνημείο, και όλα να αποσυντίθενται σε μια γρήγορη σειρά από ανεξάρτητες εικόνες, πλούσιες σε μια καλειδοσκοπική αίσθηση που μέχρι τότε μου ήταν άγνωστη. Κι όταν αργότερα το βλέμμα ξαναέπαιρνε την ανθρώπινη διάσταση, εκείνη που τοποθετεί  και βάζει σε τάξη, μου φαίνεται ότι βλέπω τα πράγματα με έναν ευρυγώνιο φακό που αγκαλιάζει τα πάντα και ταυτόχρονα τα διακρίνει, όπως σ’ έναν πίνακα του Καναλέττο.
Εδώ συναντάς και τον κόσμο, πολυάριθμο και πολύβουο, κι εγώ με τον Μπροκ με το λουρί του, μπαίνουμε να γίνουμε ένα με την αρχιτεκτονική μαγεία που όλα τα περιλαμβάνει και τα ενσωματώνει, και όλα τα καθιστά ζωντανά και έντονα∙ άνθρωποι και πέτρες, γινόμαστε όλοι στοιχεία της κατασκευής, όπως τα ζωάκια ενός γιγάντιου κοραλλιογενούς τείχους στην σιωπηλή υποθαλάσσια τελειότητα του ωκεανού.
Εδώ λοιπόν τελειώνει η βόλτα μου και η συνομιλία μου με τον νεαρό μου φίλο που με συνόδευσε με υπομονή. Του σημειώνω επίσης τις τρεις οπτικές γωνίες, εκείνη του Μπροκ, τη δική μου που ακουμπά στα γκράφιτι των τοίχων, κι εκείνη που υψώνεται στις αρχιτεκτονικές γραφές και στη θεατρικότητα των όγκων, που αντιστοιχούν σε τρεις τρόπους γραφής: εκείνη της αμεσότητας της πρόσληψης που η γενιά μου έμαθε από το stream του Μπλουμ, από τον Νικ Άνταμ του Χέμινγουεϊ και που, με τους πιο διαφορετικούς τρόπους, εμφανίστηκε στο Palomar του Καλβίνο, εκείνη της πραγματικότητας –πάντα δύσκολη να αποκωδικοποιηθεί, και περίπλοκη όπως τα γκράφιτι στους τοίχους-  και όλων των μεγάλων ρεαλιστικών συγγραφέων, από τον Μαν στον Σβέβο, κι εκείνη της φαντασίας και της επινόησης, όπως στον Γκάντα και τον Μπόρχες. Η δική μου αίσθηση της λογοτεχνίας με ωθεί στην πρώτη από τις τρεις, εκείνη της άμεσης πρόσληψης, χωρίς να αφαιρώ τίποτε από τις άλλες δύο. Και το οφείλω, φυσικά, στις βόλτες μου με τον Μπροκ.

Φοίβος Γκικόπουλος
Ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: