ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ
Simon Pasieka, Mixture (δίπτυχο), 1998, λάδι σε καμβά, 160 x 232 εκ. |
Η νουβέλα Αιόλου
και Πανδρόσου της Βίβιαν Αβρααμίδου μας μεταφέρει σε δυο στιγμές του αθηναϊκού
παρελθόντος. Στη δεκαετία του 1930, όπου παρακολουθούμε την καθημερινότητα του
Ιάκωβου, ενός πενηντάρη Κύπριου μεταπράτη, και στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου
διαδραματίζονται όσα ο Ιάκωβος αφηγείται στον Χάρη, έναν εικοσάρη γιαννιώτη φοιτητή.
Η λογική και τα ευρύτερα διακυβεύματα της κάθε
μιας από τις δυο εποχές διακρίνονται αμυδρά στο φόντο της αφήγησης ή ανιχνεύονται
στις έξεις, τις απόψεις και τα όνειρα των δυο κεντρικών ηρώων. Πρόκειται ασφαλώς
για λογοτεχνία, όχι για ιστορία. Αλλά μήπως η καθημερινότητα των ανθρώπων μιας
εποχής δεν είναι κι αυτή ιστορία; Οι στρατηγικές επιβίωσης, εν προκειμένω, και
οικονομικής ανόδου ενός κυπρίου επήλυδος στην Αθήνα δεν είναι ιστορία; Οι
προσδοκίες και τα όνειρα ενός επαρχιώτη φοιτητή που προσπαθεί να εγκλιματιστεί
στην πρωτευούσα δεν είναι; Ο τρόπος που κατανοούν τις σχέσεις τους με τους
γονείς τους, τόσο ο Ιάκωβος όσο και ο Χάρης, τα φαγητά που προτιμάνε, ο τρόπος
που διασκεδάζουν, οι νοοτροπίες τους δηλαδή που παγιώνονται σε καθημερινές πρακτικές,
δεν είναι ιστορία;
Το κοινωνικό παρελθόν των πρώτων δεκαετιών του
20ού αιώνα, όπως αναδύεται στη νουβέλα, είναι για μας, τους σημερινούς Αθηναίους,
μια χώρα οικεία και ταυτόχρονα μια χώρα ξένη. Είναι οικεία εφόσον οι ήρωες του
βιβλίου ανηφόριζαν κι αυτοί την Πανεπιστημίου χαζεύοντας τις συναθροίσεις
μπροστά στο Ρεξ, ενόσω μπορούμε ακόμη να αναγνωρίσουμε το πατάρι του Λουμίδη –όπου
ο Ιάκωβος αρνιόταν να ξαναπάει απ’ όταν το κατέλαβαν οι φλύαροι διανοούμενοι– ή
καθώς, περνώντας από την Πλατεία Συντάγματος, ίσως ο μεγαλύτερος της παρέας
σχολιάσει: να, εδώ βρισκόταν κάποτε το θρυλικό καφενείο του Ζαχαράτου. Εφόσον
μπορούμε κι εμείς να πιούμε τον καφέ μας μια Κυριακή στην Αίγλη του Ζαπείου,
όπως ακριβώς έκαναν ο Ιάκωβος κι ο Χάρης. Αλλά, βέβαια, το παρελθόν είναι
συνάμα μια ξένη χώρα, καθώς οι άνθρωποι των γραμμάτων συνευρίσκονται τώρα μάλλον
σε παρουσιάσεις βιβλίων παρά σε λογοτεχνικά στέκια ή διότι στο Ζάπειο δεν θα
δούμε πηγαδάκια ανδρών με χαμηλόφωνες (δια τον φόβο των Ιουδαίων) πολιτικές
συζητήσεις – αυτές εκδιπλώνονται πλέον στεντορείως στους τοίχους των μέσων
κοινωνικής δικτύωσης.
Το παρελθόν είναι για μας οικεία χώρα, διότι ακόμα
και σήμερα οι σχέσεις των γιων με τους πατεράδες τους παραμένουν δύσκολες, όπως
του Ιάκωβου και του Χάρη. Τα λόγια και οι πρακτικές της αντιπαράθεσης αλλάζουν,
όμως η δυσκολία της διαχείρισης παραμένει. Είναι οικεία χώρα, διότι όπως τους
ήρωες του βιβλίου, έτσι κι εμάς μας προβλημάτισε κάποτε το δίλημμα μοναχικότητα
ή συντροφιά, ελευθερία ή δέσμευση. Κι είναι ταυτόχρονα ξένη χώρα, διότι είτε τη
μία είτε την άλλη επιλογή θα τη στηρίξουμε πάνω σε διαφορετικές αξίες, σε
διαφορετικές αντιλήψεις για τις σχέσεις και τους ρόλους του πατέρα και του γιου,
του άνδρα και της γυναίκας. Κυρίως είναι οικεία χώρα, παρότι ταυτόχρονα ξένη,
διότι το κεντρικό στοίχημα που θέτει η νουβέλα παραμένει επίκαιρο κι ας αλλάζουν
οι τρόποι που τίθεται, οι τρόποι που εκδηλώνεται, οι τρόποι που απαντάνε οι
άνθρωποι σε αυτό.
Ο αναγνώστης
διακρίνει σύντομα μια συζήτηση που διατρέχει το βιβλίο, που έρχεται κι
επανέρχεται, καθώς σχετίζεται άμεσα με το επάγγελμα του βασικού ήρωα, του
Ιάκωβου, και με την αφήγηση μέσα στην αφήγηση, την πραγματική ιστορία του
Κωσταντή, ενός καλλιτέχνη-παραχαράκτη που κατάφερε να ξεγελάσει ακόμη και τον
διευθυντή του νομισματικού μουσείου. Μια συζήτηση για τη σχέση των κίβδηλων
νομισμάτων με τα αυθεντικά αρχαία, που στις τελευταίες σελίδες εξελίσσεται σε
στοχασμό πάνω στη σχέση της κίβδηλης ζωής με την αληθινή. Όχι βέβαια με τον
τρόπο του δοκιμίου, αλλά με δυο σκηνές που συγκροτούν δυο διαφορετικές
απαντήσεις στο δίλημμα.
Η πρώτη εκτυλίσσεται στην Πανεπιστημίου, μπροστά
στο Ρεξ. Ο πρωταγωνιστής, ένας από τους επιφανείς πελάτες του Ιάκωβου, ο οποίος
οικοδόμησε ολόκληρη του ζωή του ως εικόνα της επιτυχίας, ως το φαίνεσθαι που
κατισχύει επί του είναι, όταν αυτή η κίβδηλη εικόνα θρυμματίζεται απρόσμενα στον
δημόσιο χώρο, επιλέγει τη μεγάλη έξοδο. Ήταν γι’ αυτόν πολύ αργά. Δεν υπήρχε δυνατότης
ανασύνταξης, ευκαιρία για αναπροσανατολισμό, ελπίδα για διαφορετική πορεία: Η
κίβδηλη ζωή ήταν η μόνη ζωή που ήθελε να ζήσει, η μόνη που μπορούσε να ζήσει. Ο
Ιάκωβος, συγκλονισμένος θεατής του επεισοδίου, αναστοχάζεται πάνω στη δική του
παρόμοια πορεία και στις επιλογές που ανοίγονται μπροστά του. Με μια
τελετουργία που τον επανασυνδέει συμβολικά με τις ρίζες του επικυρώνει την
απόφασή του. Δεν έχει σημασία που πάτησε πια τα πενήντα. Ποτέ δεν είναι αργά
για μια αληθινή ζωή…
Ο Χάρης Αθανασιάδης διδάσκει Ιστορία της
εκπαίδευσης στο Παν/μιο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου