ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ
Ω θάλασσα που την αυγή
διαβαίνεις κανηφόρα
σα γιορτινή πομπή
και μ' όλες σου τις θέαινες
ξαναγεννιέσαι τώρα
σε γρήγορη αστραπή:
Αστάρτη με κατάμαυρο το στέμμα των
κεράτων
κι ολόγυμνο κορμί,
π' ορτή στην πλώρη διαπερνάς το
μένος των κυμάτων
μ' ακράτητην ορμή-
καλοπροαίρετη Ίσιδα, που σώζεις τα
καράβια
στου πόντου τη βοή,
Τανίτ, που η Τύρος πάντοτε σε
προσκυνά μ' ευλάβεια
και βράδυ και πρωί-
Κυβέλη, Δίκτυννα, Άσχερα και Καλυψώ
και Ρέα
κι αέναη Τηθύς,
κι ατέρμονη επικράτεια του
μυστικού Νηρέα
σ' ωκεανούς βαθείς-
Ύδρα γαλάζια κι άνδηρο γλαυκό της
Ατλαντίδας
και πάγχρυση δορά,
και πράσινο βασιλικό παγώνι της Κολχίδας
με διαμαντένια ουρά-
μινωικέ λαβύρινθε και θρόνε Ωκεανίδων
κι αείρροες στοές,
και στίβε πάμφωτε ανοιχτέ που
τρέχουν Νηρηίδων
δροσιστικές πνοές!
Για τα πανάρχαια δράματα κι απ' την
αρχή του κόσμου
προβάλλεις φωτεινή,
σε πέτρινα αμφιθέατρα, γλαυκή
θυμέλη μπρος μου
κι απέραντη σκηνή!
Πρώτα ξυπνάς, βαμμένη, αργά, του
ζόφου το βερνίκι
κι ακόμα πιο βαριά
κι από βασάλτη ασύντριφτο, μα
σκώνεσαι σα Νίκη
μ' ανάλαφρη θωριά,
ω θάλασσα, σαν πάνω σου με τα πανιά
ανοιγμένα,
γαλήνια και λευκή,
πλέει, τριήρης γιορτινή, προς
τις ακτές ολοένα
αυγή δηλιακή,
κι από τα βάθη βγαίνουνε της κυανής
αβύσσου
στην ορθρινή δροσιά,
σα δώματα περίβλεπτα θαλάσσιου
παραδείσου
τα γαλανά νησιά,
ενώ λευκάζει ατάραχο στο ξάγναντο
ακρωτήρι
τ' αρχαίον ιερό,
που το πλευρίζει, σκίζοντας,
ολάσπρο τρεχαντήρι,
το κύμα στον αφρό!...
Της μεσημβρίας το χρυσό γεράκι πώς
κοιτάζει
τα ξέσκεπα νερά
και στο ζενίθ των ουρανών
ασάλευτο θρονιάζει
με διάπλατα φτερά!
Δεν απομένει πάνω σου κηλίδα από
σκοτάδι
και χνάρι απ' τη νυχτιά:
χιλιάδες λάμπες χύνουνε τ'
αστείρευτό τους λάδι
και σιωπηλή φωτιά
κι ο Ήλιος-Βάαλ σε κεντά σαν την
ιερή δαμάλα
με δόρατα σκληρά,
με πυρωμένο σίδερο και με
καρφιά μεγάλα
και βέλη κοφτερά!...
Μα σαν τ' απομεσήμερο το μυθικό
ζυγώνει,
αχνό και χρυσαυγές,
μυριάδες ρόδα σου σκορπά για
βάλσαμο κι αφιόνι
να κλείσουν οι πληγές.
Βάφουν την πλάτη σου, θαρρείς,
αίματα από κοράλλι
θερμά και πορφυρά,
αργά καθώς βυθίζεται ο μέγας ήλιος πάλι
στης δύσης τα λουτρά.
Και τότε γίνεσαι με μιας άβυσσος
λαμπηδόνας
και φωταψία χρυσή,
σαν να φλογίζουν άπλετα ναούς της Καρχηδόνας
ανήριθμοι πυρσοί.
Εκεί, στον ουρανό ψηλά, το κόκκινο
τ' αστέρι
ανάβει ξαφνικά,
της Κυθερείας το τρανό να
γιορταστεί νυχτέρι
και τ' άγια μυστικά.
Κι η στολισμένη, ως κατεβεί, των
άστρων τα πετράδια,
νυχτιά τον ουρανό,
σε μύριους θρόνους θα ανεβεί
απ' τ' Άδη τα σκοτάδια
η μαύρη Κελαινώ!
Χαίρε, γεμάτη φωτεινές αρένες δίχως
άκρη
και μ' άνεμους δρομείς,
για να βακχεύει ολόθερμος απ'
τα γαλάζια μάκρη
ο πόθος μας δριμύς,
εσύ τροφέ χαρούμενων κι
αθώρητων Τριτώνων
και χάρη αστραφτερή
και καταβόθρα, πού 'ριξαν τα
σκύβαλα απ' αιώνων
χοάνη τρομερή,
(θύρσους και σκήπτρα, κρόταλα, τ'
Ατρέα προσωπίδες,
τριπόδια μαντικά,
χρυσούς κρατήρες, τρίαινες και
θώρακες κι ασπίδες
κι αγάλματα χαλκά),
εσύ, π' όλες τις άνοιξες και π'
όλους τους χειμώνες
ενώνεις μονομιάς
και π' ωριμάζεις μέσα σου τις άγριες
ανεμώνες
της μαύρης τρικυμιάς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου