27/10/18

Ελεγεία των «αφανών»

ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ

ΜΙΜΗΣ Β. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΑΚΗΣ, Η εύνοια του Δράκου, εκδόσεις Ιδιομορφή, Σπάρτη 2018, σελ. 144

Είκοσι οκτώ σύντομες προσωπογραφίες περιλαμβάνονται στο νέο βιβλίο του ποιητή και συλλέκτη Μίμη Χριστοφιλάκη, Η εύνοια του Δράκου, που κυκλοφόρησε από τον αφιερωμένο στη Λακωνία, την ιστορία και την κουλτούρα της, εκδοτικό οίκο Ιδιομορφή, που εδρεύει στη Σπάρτη.
Πρόκειται για ολιγοσέλιδα σημειώματα στα οποία ο συγγραφέας διασώζει τη μνήμη των «αφανών» του ποιητικού του τόπου, που δεν είναι άλλος από τα Λεβέτσοβα, τις λακωνικές Κροκεές, ένα κεφαλοχώρι που βρέθηκε στο επίκεντρο της αιματηρής «λευκής τρομοκρατίας» και του κατοπινού εμφυλίου, που σάρωσε την περιοχή από το Γύθειο μέχρι τη Μονεμβάσια, με εκατοντάδες νεκρούς και από τις δύο πλευρές.
Αν τα Λεβέτσοβα είναι ο εμφανής πρωταγωνιστής των προσωπογραφιών του Χριστοφιλάκη, αόρατος πρωταγωνιστής τους είναι ο «Δράκος» του τίτλου, που ρίχνει βαριά τη σκιά του στις ζωές πολλών από τους «αφανείς» συγχωριανούς του. Πρόκειται για τον Γιάννη Παβλάκο, έναν από τους υπαρχηγούς (αλλά και ανταγωνιστή) του Πάνου Κατσαρέα των δυσώνυμων ΕΑΟΚ, των παρακρατικών που μακέλεψαν τη Λακωνία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Μυθολογική μορφή του αρχέγονου Κακού, φόβος και τρόμος όχι μονάχα για τους αριστερούς αλλά και για τους «εθνικόφρονες», αφού «ο Παβλάκος έχει σκοτώσει ιδιοχείρως υπερτετρακόσια άτομα» και ο φόνος ήταν γι’ αυτόν «μια φυσική ανάγκη»: «όταν δεν έχει πρόχειρο άνθρωπο να σκοτώσει, σκοτώνει χοίρους, γάτες και σκυλιά», όπως έγραφε η εφημερίδα Σημερινά της Πάτρας το 1947.

Οι Κροκεάτες που ξαναζωντανεύουν στις σελίδες του είναι πρόσωπα «λοξά», που δεν ταιριάζουν στις ηρωικές περιγραφές, συχνά αντιηρωικά. Είναι ο βιαίως στρατολογημένος στον ΔΣΕ και «αυθορμήτως παρουσιασθείς» στον Εθνικό Στρατό, που μετά τριάντα χρόνια διηγιόταν τα κατορθώματά του στο αντάρτικο σαν «καπεταν-Κεραυνός»· είναι ο «Γιαγκούλας», που λιποτάχτης από την Αλβανία επέστρεψε στη μονάδα του με έξι Ιταλούς αιχμαλώτους και παρασημοφορήθηκε επ’ ανδραγαθία· αλλά είναι κι ο Γερμανός αξιωματικός, που ιστόρησε συμβολικά την επερχόμενη ήττα του ναζισμού τοιχογραφώντας την επιταγμένη κάμαρή του στις Κροκεές.
Συσσωρεύοντας χρόνια τώρα μνήμες κι ευαισθησία, ο συγγραφέας γνωρίζει πως μια σύγκρουση, πόσο μάλλον εμφύλια, δεν είναι διαμάχη αγίων και δαιμόνων. Γι’ αυτό θα αναζητήσει τις ρωγμές ακόμη και στον αρχέκακο και αγράμματο Παβλάκο, που ένιωσε θαυμασμό για τον μορφωμένο νεαρό αιχμάλωτό του Λεωνίδα Μητράκο και δεν τον παρέδωσε στις αρχές παρά μόνο στο τέλος του Εμφυλίου, όταν πια είχε πιθανότητες να μην εκτελεστεί.
Ο Χριστοφιλάκης προειδοποιεί, και όχι μονάχα μία φορά, τον αναγνώστη «πως οι μάρτυρες δεν είναι αμερόληπτοι». Έχοντας, από πείρα, αποκτήσει ιστορική συγκρότηση, αναγνωρίζει πως «δεν υπάρχουν όρια μεταξύ του γεγονότος και της κατασκευής, το ένα διατρέχει το άλλο». Και ότι η μνήμη «συχνά ξελογιάζεται από την επιθυμία και γεννάει δικές της πραγματικότητες, ανακατασκευάζει». Στο δύσβατο μονοπάτι του εμφύλιου τραύματος προσέρχεται με σπονδές σε ένα κοινό πένθος, αναζητώντας, στα πρόσωπα ζώντων και τεθνεώτων, τον δρόμο της μετατραυματικής ίασης.

Βλάσης Κανιάρης, Τιμής ένεκεν στους δρόμους της Αθήνας 1941-19…, 1959, γυψωμένα χαρτιά και χρώμα σε πανί, 
150 x 130 εκ., ιδιωτική συλλογή

Δεν υπάρχουν σχόλια: