Βλάσης Κανιάρης, Τιμής ένεκεν στους δρόμους της Αθήνας 1941-19…, 1959, γυψωμένα χαρτιά και συνθήματα σε λινάτσα, 110 x 150 εκ., Μουσείο Καρλ Ερνστ Όστχαουζ, Χάγκεν |
ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΦΙΛΙΝΗ
Παρατηρώντας κάθε φορά τις
πρωτοπορίες της τέχνης την περίοδο ανόδου του φασισμού και στη διάρκεια του
Πολέμου, βλέπουμε την εξέλιξη, τις μετακινήσεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις,
πράγμα που συχνά τείνουμε να ξεχνάμε. Οι πρωτοπορίες αλλού ηττήθηκαν από τα
καθεστώτα της εποχής (όπως έγινε και στην ΕΣΣΔ), αλλού μετακινήθηκαν προς πιο
παραδοσιακές εκφράσεις. Είχαμε όμως και κορυφαίες μορφές της τέχνης, που
επέμειναν και μέσα στις νέες συνθήκες στις θέσεις της αβανγκάρντ, δίνοντας
μεγάλα έργα επικού χαρακτήρα.
Στη Γερμανία το κίνημα του Νταντά,
που είχε ξεπηδήσει ως αντίδραση στο μεγάλο τραύμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου,
ξεπεράστηκε στις εικαστικές τέχνες από τη Νέα Πραγματικότητα (Neue Sachlichkeit), κράμα της
αβανγκάρντ και της νατουραλιστικής γερμανικής ζωγραφικής παράδοσης. Η ΝΠ
αποτέλεσε έκφραση μιας μεταβατικής εποχής στην τελευταία φάση της Δημοκρατίας
της Βαϊμάρης, όπου οι καλλιτέχνες (Γκέργκ Γκροζ, Όττο Ντιξ) κριτικάρουν με
ειρωνεία τον καπιταλισμό και καταγγέλλουν με προφητικό τρόπο τον πόλεμο. Ο
εθνικοσοσιαλισμός καταπνίγει τελικά τα κινήματα της πρωτοπορίας, οι καλλιτέχνες
της Νέας Πραγματικότητας είτε διαφεύγουν στην Αμερική, είτε εξαφανίζονται από
το προσκήνιο. Η Κέτε Κόλβιτς που είχε μείνει πιστή στην δική της εξπρεσιονιστική
έκφραση, επιμένει και μετουσιώνει το προσωπικό της δράμα. Το γλυπτό της « Πιετά»,
άμεση αναφορά στην Πιετά του Μιχαήλ Αγγέλου, παραμένει στη Γερμανία ύψιστη
κραυγή της μάνας κατά του ναζισμού και κατά του πολέμου.
Μετά το Νταντά, στη Γαλλία το κίνημα του
σουρρεαλισμού ξεκίνησε το 1924 και εξαπλώθηκε κυρίως σε Βέλγιο, Ισπανία,
Πορτογαλία και Νότια Αμερική. Υπήρξε το πιο πολιτικοποιημένο κίνημα της αβανγκάρντ:
πρώτο διέδωσε την ψυχανάλυση, συνέδεσε άμεσα την ζωή με την τέχνη, τον έρωτα με
την επανάσταση. Στη Γαλλία οι βασικοί του εκπρόσωποι, Mπρετόν, Ελυάρ, Αραγκόν, υπογράφουν το 1934
το «κάλεσμα στη μάχη» που προωθούσε η Επιτροπή Επαγρύπνησης των Αντιφασιστών
Διανοουμένων. Όμως ήδη, μετά την επίσημη επικράτηση της γραμμής του
σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην τέχνη ΕΣΣΔ, ξεκινά μεταξύ τους η ρήξη. Από το 1936
και μετά οι Ελυάρ και Αραγκόν που έχουν συστρατευθεί με το Κομμουνιστικό Κόμμα,
απομακρύνονται από τον σουρρεαλισμό και στρέφονται προς έναν δικό τους λυρισμό.
Αναζητούν «λέξεις της καθημερινότητας», εκτιμώντας προφανώς ότι η γλώσσα του
σουρρεαλισμού δεν μπορούσε να είναι πλατιά κατανοητή . Μιλώντας μέσα στην λυρική
ποίησή τους για τον έρωτα και τον θάνατο και μαζί για την Ελευθερία και τη
Γαλλία, αναγνωρίζονται ως οι δύο μεγάλοι ποιητές της Αντίστασης στην πατρίδα
τους. Το ποίημα του Ελυάρ «Ελευθερία» του 1942, μέσα στις συνθήκες της
γερμανικής κατοχής, γίνεται ο ύμνος στην Ελευθερία και το ποίημα του Αραγκόν
«Γαλλία μου σε χαιρετίζω» του 1943, που απευθύνεται στους φυλακισμένους και
τους έγκλειστους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, συγκινεί όλη τη χώρα.
Παρόλα αυτά, η εμβληματική
Γκερνίκα απέδειξε πως η γλώσσα της Πρωτοπορίας μπορούσε να γίνει οικουμενική. Ακούστηκαν
και τότε κριτικές από ισπανούς δημοκρατικούς ότι το έργο ήταν «αντικοινωνικό,
αστείο, εντελώς αταίριαστο προς την υγιή αντίληψη του προλεταριάτου», αντίστοιχες
κριτικές γράφτηκαν μετά τον πόλεμο και στην Ελλάδα στον τότε «Ριζοσπάστη». Η
Γκερνίκα έγινε εν θερμώ μετά τον βομβαρδισμό το 1937 της βασκικής πόλης από την
αεροπορία της Βέρμαχτ και ύστερα από ανάθεση στον Πικάσο της κυβέρνηση του
Λαϊκού Μετώπου της Ισπανίας: δημιουργήθηκε στη «γλώσσα» της πρωτοπορίας και
έμεινε ως το σύμβολο κατά της φασιστικής θηριωδίας μέσα στον 20ό αιώνα. Στη
Γκερνίκα συνυπάρχουν σε ένα σύμπαν τόσο ο κυβισμός, όσο και ο σουρρεαλισμός και
μαζί η κλασσική διάταξη στη σύνθεση επικών έργων. Η γυναίκα με αγκαλιά το νεκρό
παιδί συγκλονίζει όπως οι Παναγίες του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου και του Βαν Έϋκ
που έβλεπε μικρός ο Πικάσο στο Πράδο, ο ταύρος είναι η βιαιότητα, το άλογο ο
λαός. Στα σύμβολά του, ανθρώπους και ζώα, ο Πικάσο, όπως είπε ο ίδιος, φτιάχνει
νέες μορφές. Κράτησε όμως το αρχέτυπο. Στο έργο του δεν περιέγραψε τον
βομβαρδισμό της βασκικής πόλης, ο συμβολισμός του είναι η αποτύπωση του
υποσυνείδητου για το θάνατο, τη βία, τον πόνο του ανθρώπου και τον πόνο του
ζώου. Το έπος του είναι οικουμενικό και περιέχει τη συγκίνηση μιας ολόκληρης
κοινωνίας.
Σπουδαίο επικό έργο που πάντα
συγκλονίζει είναι το ποίημα «Μπολιβάρ» που δημιούργησε στην Ελλάδα μέσα στα
χρόνια της γερμανικής κατοχής ο Νίκος Εγγονόπουλος με την δική του
υπερρεαλιστική τέχνη. Ο ίδιος συμμετείχε στην πρώτη γραμμή μέχρι το τέλος στον
πόλεμο της Αλβανίας και το ποίημα γράφτηκε τον χειμώνα του 1942 προς ΄43. Ο
Μπολιβάρ κυκλοφόρησε στην αρχή σε χειρόγραφα αντίγραφα, που τα διάβαζαν σε
συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα. Εκδόθηκε πρώτα από τον Ίκαρο τον
Σεπτέμβριο του 1944. Όλο το ποίημα είναι μια μεταφορά, αφιερωμένο κυρίως στον
βολιβιανό στρατηγό και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ένας συμβολισμός. Δεν μιλά άμεσα
για τον συγκεκριμένο χρόνο και τόπο και την Ελλάδα, που όμως αποκαλύπτεται πλάγια
στο περιεχόμενο και στον υπότιτλο (Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα). Ο
Εγγονόπουλος δεν ήταν ο πρώτος που έκανε τέτοιους συσχετισμούς: ο Μπάϋρον είχε
παρομοιάσει σε ποίημά του το 1823 τον Άθω με τις Άνδεις, ο Σέλλεϋ είχε μιλήσει
σε ποίημα του για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο (βλ. εισήγηση Βλαχοδήμου για
Εγγονόπουλο). Ο ποιητής δίνει μιαν οικουμενική διάσταση στον πατριωτισμό,
συνδέει τον Μπολιβάρ με τον Ρήγα Φερραίο, τον υδραίο επαναστάτη Οικονόμου, τον
Ροβεσπιέρο. Τέλος, κλείνει το ποίημα με μια στροφή που μοιάζει με προφητεία για
την εξέλιξη της ιστορίας στην Ελλάδα:
στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου