ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΖΟΥΡΝΤΟΣ, Το παραστράτευμα,
εκδόσεις Εργατική πάλη, σελ. 127, Οι λαδιάρηδες
εκδόσεις Πρωτοπορία, σελ. 503
Δεν είναι συνηθισμένη τούτη η γραφή, ούτε το
λεξιλόγιό της. Γραφή και λεξιλόγιο ενός «σκληρού μετακατοχικού αλητάμπουρα…
εκκολαπτόμενου αντισταλινικού επαναστάτη», όπως ο ίδιος την αυτοχαρακτηρίζει. Γραφή
προσωποκεντρικά βιωματική, που μέσα από το ιδιότυπο μαγκίτικο γλωσσάρι των
λαϊκών γειτονιών της δεκαετίας του ’50 αναδύεται μια ατόφια γνησιότητα, αλλά
και κατασταλαγμένες βαθύτερες γνώσεις και ευαισθησίες, από ένα πλούτο
διαβασμάτων και εμπειριών μιας πολυτάραχης, και σ’ όλα της τα στάδια μέχρι και
σήμερα ανυπότακτης ζωής και δράσης. Αυτή τη ζωή ανασυνθέτει με ειλικρίνεια και
διάχυτη ευαισθησία και μαζί αναβιώνει με διεισδυτικότητα μια ολόκληρη εποχή,
εκείνη της μετεμφυλιακής δεκαετίας του ’50 και μιας αθηναϊκής γειτονιάς με την
ονομασία Κατσιπόδι, αυτή που με καλλιέπεια μετονομάστηκε σε Δάφνη.
Οι μνήμες και οι τόποι
αυτής της γειτονιάς, τα στέκια της νεολαίας, ιδίως τα σφαιριστήρια, αλλά και τα
«καλά» της μαγαζιά, τα πλανόδια επαγγέλματα που τώρα έχουν πια εκλείψει, οι
«λαδιάρηκες» συμπεριφορές, μπορούν να ηχούν ως άγνωστοι μακρινοί τόποι για τη
νεολαία του σήμερα, όχι όμως και για αυτόν που επιχειρεί αυτή την κριτική. Οι
δικές του εφηβικές μνήμες μιας δεκαετίας κατόπιν, από το γειτονικό Δουργούτη,
σήμερα Νέο Κόσμο, δεν διαφέρουν και πολύ, μια που η ριζικές αλλαγές των
αθηναϊκών γειτονιών συντελέστηκαν από την επόμενη δεκαετία και καταλυτικά άλλαξαν
το κοινωνικό τοπίο της πόλης μετά την δεκαετία του ’80. Έστω και αν τούτο το «αληταριό»
δεν είχε την ένταση του Τζοuρντoύ, ούτε τις ίδιες ταξικές καταγωγές και κυρίως
πολιτιστικές αναφορές και προφανώς τα βάσανα της βιοπάλης.
Βάσανα π’ αρχίζουν από τα μικράτα του στην
κατοχή. Μνήμες αμυδρές μα έντονες – εντυπωσιακή η περιγραφή της κηδείας του
Παλαμά, στα έξη του, στους ώμους του αδελφού του– ενώ ακόμη πιο μικρός, στα
πέντε του, μαζεύει ελιοκούκουτσα και ξυλοκάρβουνα/κωκ στους σκουπιδότοπους του Μπραχαμιού
(για τους νεώτερους Αγ. Δημήτριος) και στα οκτώ του πουλά ούζο στη Βάρκιζα, ενώ
από τα 12 εργάζεται συστηματικά σε μαγαζιά στο κέντρο της Αθήνας, φοιτά στο 6ο
Νυκτερινό Γυμνάσιο στο Κουκάκι και στη συνέχεια στον «Ήφαιστο», ενώ εργάζεται
στο Μηχανουργείο του Μαλτσινιώτη. Την ίδια εποχή γράφεται στον Εθνικό
Γυμναστικό Σύλλογο, στην ελληνορωμαϊκή πάλη, και ξεχωρίζει στην Άρση Βαρών, ενώ
στα 19 του μπαρκάρει ως δόκιμος μηχανικός .
Όλα αυτά και όσα
ακολούθησαν ξεδιπλώνει στα δυο του βιβλία από τα χρόνια της αναγκαστικής, όπως
γράφει, στρατιωτικής του θητείας στο ναυτικό, και μάλιστα στο αντιτορπιλικό
«Βέλος», όπου εστιάζεται το πρώτο του βιβλίο, και στη συνέχεια: μετανάστευση στη
Δυτική Γερμανία, δράση στο Συνδικάτο Μετάλλου και τις Ελληνικές Εργατικές
Κοινότητες, επιστροφή στην πατρίδα συμμετοχή στα Ιουλιανά του ’65 , νέο
μπαρκάρισμα ως Γ΄ μηχανικός, επιστροφή μετά το πραξικόπημα του 1967, συμμετοχή στην
Αντίσταση, διαφυγή πριν την σύλληψη στην Αγγλία και καταδίκη του με τον
περιβόητο 509, ένταξη στο τροτσκιστικό επαναστατικό ρεύμα, εμπειρία από την
φυλάκισή του για τρεις εβδομάδες για τροχαίο παράπτωμα στις αγγλικές φυλακές… Σ’
αυτή την πολυτάραχη, ανυπότακτη και στρατευμένη ταξικά ζωή, που συνεχίζεται
αμείωτη στα χρόνια της μεταπολίτευσης, μέχρι σήμερα στο χώρο της Ριζοσπαστικής
Αριστεράς, είναι προφανώς αδύνατο να σταθούμε περισσότερο, όπως και στο
συναπάντημά του και την αλληλοεκτίμηση που κατέκτησε στα χρόνια της Αγγλίας
στον αντιδικτατορικό αγώνα με διάφορα γνωστά επώνυμα πρόσωπα, από τον Γιώργο
Βότση, τον Περικλή Κοροβέση τον Μανώλη Ρασούλη μέχρι την Ελένη Βλάχου.
Θα σταθούμε όμως σε
ένα χαρακτηριστικό δείγμα της απέραντης ανθρωπιά του, την βοήθεια που δεν
δίστασε να δώσει στον …χουντικό δήμαρχο της Δάφνης μέσα στη δικτατορία, όταν
του χτύπησε την πόρτα στο Λονδίνο ζητώντας βοήθεια για την βαριά άρρωστη γυναίκα
του και στη συνέχεια τη μεταφορά της σορού της στην Ελλάδα. Γεγονός που τον
έφερε σε απολογία στους συντρόφους του και τον Ρασούλη, όπως γράφει, που αποδέχτηκαν
ότι δεν ήταν χαφιές «Οι …σταλινικοί όμως, ‘Κολιγιανικοί’ και ‘Μπριλακικοί’ με κοίταγαν
για καιρό με μισό μάτι. Παραλίγο να περάσω από …λαϊκό δικαστήριο …στο βόρειο
Λονδίνο …και όχι σε κάποια ψηλή ραχούλα στο Καρπενήσι ή με μια σφαίρα στο σβέρκο
στα Δεκεμβριανά της Αθήνας από την ΟΠΛΑ του
Μπαρτζώτα».
Σκληρή γλώσσα,
απόλυτη, μα ιστορικά αληθινή. Αυτή είναι η γλώσσα που διατρέχει καθάρια και τα
δυό βιβλία του Χρήστου Τζουρντού. Που αφιερώνονται το μεν πρώτο σ’ ένα φίλο του
που δεν λύγισε στην …πεντάχρονη τελικά θητεία του στο Ναυτικό και το δεύτερο
στην Μάννα του που επίσης δεν λύγισε στις τόσες αντιξοότητες που της έμελε να
αντιμετωπίσει.
Χριστίνα Σγουρομύτη, «Ταβά Χαβασί», 2016-2018, καταγεγραμμένη περφόρμανς σε σειρά τριών φωτογραφιών, εκτύπωση ψεκασμού σε χαρτί fine art |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου