21/10/18

Σκέψεις πάνω στο μυθιστόρημα

Ανδρέας Λόλης, Άτιτλο, 2018, μάρμαρο


ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Μια μελέτη για τα προβλήματα του μυθιστορήματος μπορεί να επικεντρωθεί στη σχέση ανάμεσα σ’ εκείνες τις φιγούρες που είναι οι πρωταγωνιστές και τη λεγόμενη συνείδηση του συγγραφέα. Και φυσικά αυτή η τελευταία δεν είναι κάτι έξω από το έργο, αλλά καθορίζεται και μετριέται από το ίδιο το έργο. Πράγματι, δεν ξεκινάμε από το πνεύμα για να ορίσουμε τη γλώσσα, αλλά αντίθετα από τη γλώσσα για να ορίσουμε τη λειτουργία των πνευματικών πράξεων. Γεγονός που θα μας επιτρέψει να θέσουμε με κριτικό πνεύμα σε λογοτεχνικό επίπεδο το πρόβλημα των ιδεολογιών και ειδικά να δούμε μέχρι ποιο σημείο μια ιδεολογία έγινε μια λειτουργία της γλώσσας που αναδεικνύει τις μη φορμαλιστικές συνθήκες χρήσης και, αντίθετα, μέχρι ποιο σημείο επικάλυψε την επικοινωνιακή λειτουργία. Σ’ αυτή τη δεύτερη μαρξική εκδοχή,  όπως είναι γνωστό, όχι μόνο η ιδεολογία είναι μια μεταμφίεση της πραγματικότητας, αλλά είναι μια διατύπωση των αξιών που οντολογικά παρουσιάζονται, βασισμένη στη σύγχυση ανάμεσα σε κριτήρια αξίας και κριτήρια γεγονότων. Και γίνεται αντιληπτό ότι τα γεγονότα μπορούν να γίνουν αποδεκτά στο βαθμό που μετατραπούν οντολογικά σε αξίες: αντίθετα όλες οι διαδικασίες εξύψωσης δεν θα ήταν δυνατές και οι αντιφάσεις που ενυπάρχουν στην πραγματικότητα θα περιορίζονταν. Και ρασιοναλιστικά θα ελευθερώνονταν, δηλαδή σύμφωνα με μια ρεαλιστική διαδικασία μετατροπής της πραγματικότητας∙ ή ακόμη σε μια πτώση στο παθολογικό, δηλαδή σε μια κατάσταση ακραίας σύγκρουσης. Έτσι οι διαστάσεις του σύγχρονου μυθιστορήματος, επηρεασμένου από την ιστορία και την κοινωνιολογία και άλλες επιστήμες όπως η λογική και η ψυχανάλυση, οι οποίες συγκλίνουν σε ένα βασικό στοιχείο: στο να έχουν ανακαλύψει κάτω από τα δεδηλωμένα νοήματα εκείνα που υποθάλπονται, κάτω από τις σχέσεις αξίας, τις πραγματικές σχέσεις, πίσω από τις ιδεολογίες, τους εμπειρικούς προσδιορισμούς.
Ενώ το ρεαλιστικό μυθιστόρημα αναδεικνύει την εμπορική δυναμική και τη σχέση εκμετάλλευσης (σύμφωνα με εκείνη που ίσως είναι η πιο βαθιά και εμπνευσμένη ιδέα του μαρξισμού), από μια κοινωνιολογική οπτική γωνιά, το μη αντιπροσωπευτικό μυθιστόρημα, δεν θεωρεί το πρόβλημα της ενσωμάτωσης στην ολότητα, ή στο σύνολο των πολιτισμικών δομών που αποτελούν την κοινωνία, αλλά το πρόβλημα της κοινωνικής μονάδας, τις φόρμες αποδόμησης της κοινωνικής διάστασης. Δεν πρόκειται βέβαια για αντικειμενισμό ή υποκειμενισμό, σύμφωνα με την αντιπαράθεση δύο οντολογιών ή αντιλήψεων για τον κόσμο, στις οποίες θα ανήκε και η γλώσσα, ως πολιτισμικός οργανισμός που μπορούμε να αντιληφθούμε σε μη γλωσσολογικούς όρους, έτσι ώστε η δομή θα είναι σύμφωνη με το πνεύμα, ή την ιστορία, ή την ευφυΐα ενός λαού ή ενός ατόμου. Αντίθετα πρόκειται για δύο διαφορετικές γλωσσικές συμπεριφορές που τείνουν να καθορίσουν διαφορετικές στιλιστικές φιγούρες στο πεδίο της κοινωνικής επικοινωνίας. Πράγματι, μόνον αν ταυτίσουμε γλώσσα και οντολογία, στις δύο όχθες του αντικειμενισμού και του υποκειμενισμού, οι δύο σκηνικές δυνατότητες είναι σύμπλευση στην ή  απόσταση από τη νόρμα, εκεί όπου μια δομή έχει, θεωρητικά, απεριόριστη διάρκεια σε αντίθεση προς τις χρηστικές νόρμες, και λογοτεχνικές, που είναι ιστορικές, ενώ στη δεύτερη περίπτωση διεκδικεί μια ελευθερία από τη γλώσσα ή ακόμη και μια αντι-γλώσσα.  
Τώρα, αν η πολιτισμική αποκάλυψη, σε ανθρωπολογικό πλαίσιο, αντιπροσωπεύει μια διάλυση των προκαθορισμένων ρόλων, μια φοβερή αποσάθρωση, μια βαριά διάσπαση της κριτικής συνείδησης,  και οι συλλογικές αξίες αντιπροσωπεύουν την άλλη διαλεκτική πλευρά της εμπειρίας, οι φόρμες του ρεαλισμού και του αντι-ρεαλισμού μπορούν να διατηρούν μια κριτική αξία αρκεί να ενυπάρχουν λογοτεχνικές κριτικές: τεχνικές απομόνωσης των σταθερών μορφών, γενικών ή, ακριβέστερα, κοινωνιολογικών της γλώσσας, ή ακόμη μορφές κοινωνιολογικά ασυνήθιστες και αποκλίνουσες από την ίδια τη γλώσσα. Φυσικά ο συγγραφέας δεν μπορεί ο ίδιος να αναλάβει ούτε τις σταθερές γλωσσικές μορφές, ούτε και τις αποκλίνουσες, αλλά πρέπει να είναι σε θέση να τις κατανοεί. Ούτε πρέπει να αποφεύγει να παίρνει θέση, όχι μόνο γιατί μια κριτική πράξη είναι πάντα μια πολιτισμική και πολιτική επιλογή, αλλά κυρίως γιατί στο επιχειρησιακό επίπεδο αφορά έναν θεσμό κοινωνικά καθορισμένο, και κάθε άλλο παρά αδιάφορο πολιτικά όπως είναι η κοινή γλώσσα.     
Στην Αισθητική του Λούκατς, ο μαρξιστής καλλιτέχνης πρέπει να ξεκινήσει από το υψηλότερο σημείο συνειδητοποίησης της ιστορικής πραγματικότητας για να αποτυπώσει σε φόρμα άμεση τις ενδιάμεσες μορφές: από εδώ ξεκινά η θεωρία της λεπτομέρειας ως οργανωτικό ενδιάμεσο του ατομικού και του παγκόσμιου, ενώ η γλώσσα (με τις παραδοσιακές της λογοτεχνικές δομές) ως υποστήριγμα της έμπνευσης είναι ένα μη συζητήσιμο a priori αλλά απλά αποδεκτό. Η πράξη της τέχνης επιφέρει μια επική διατύπωση, στην πρακτική γλώσσα, ενός μοντέλου θεωρητικής αντίληψης όπως είναι η μαρξική κοινωνιολογία και ένα πέρασμα από τη μεθοδολογία στην οντολογία στο βαθμό που η κανονικότητα ή η φυσικότητα της γλώσσας δεν αποξενώνεται. Η ταυτοποίηση μεθοδολογίας και οντολογίας στην πραγματικότητα οδηγεί τον Λούκατς να πριμοδοτεί, ως κύρια προσωπικότητα, τον διανοούμενο ανθρωπιστικού  τύπου, για τον οποίο αληθινό και πλαστό δεν είναι λογικο-γλωσσικές αξίες αλλά ουσιαστικές αξίες που προβάλλονται από μια αντίληψη για τον κόσμο, από μια ηθική θέση∙ ενώ είναι αναμφίβολο ότι αν ο διανοούμενος είναι μέρος της πραγματικότητας, όχι μόνο δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί την προνομιακή έννοια, αλλά την επισκιάζει ιδεολογικά, σε μεγαλύτερο  βαθμό από ανώνυμους ή λιγότερο κατασκευασμένους πρωταγωνιστές. Η αποσάθρωση των γλωσσικών δομών, σε λογοτεχνικό επίπεδο, επιδρά στην πολιτική φύση των σταθερών κοινωνικών μηνυμάτων.
Στο μαρξικό μοντέλο, δημόσιο και ιδιωτικό διαχωρίζονται και ο διαχωρισμός αυτός είναι η μορφή της σχέσης τους. Αν πίσω από την εξωτερική μιας ενοποίησης, στο κατασκευασμένο δημόσιο, βρίσκεται το ιδιωτικό, και τα κοινωνικά και επικοινωνιακά σύμβολα ενοποιούνται με λανθασμένο τρόπο, το πρόβλημα της λογοτεχνικής τέχνης καταλήγει στη ριζοσπαστικοποίηση ενός οργανισμού τόσο λίγο ριζοσπαστικού όπως είναι η γλώσσα: και δεν εννοούμε την κατασκευή μιας νέας γλώσσας, όπως κάνει η λογική, αλλά επαναδιατυπώνοντας σε τρόπο πολύσημο και διαφοροποιημένο το κοινό μήνυμα: εκείνο του περάσματος από την γενικότητα του κοινού μηνύματος στο επίπεδο των λειτουργιών της γλώσσας.

Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: