ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
Ανδρέας Λόλης, Άτιτλο, 2018, μάρμαρο |
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ο
άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 343
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος κατασκευάζει
ένα εμπρηστικό αιρετικό μυθιστόρημα με στοιχεία πολιτικής επικαιρότητας, κοινωνικού
σχολιασμού, μαύρης κωμωδίας, ερωτικού κόμικ. Γράφει ένα μανιφέστο και
ταυτόχρονα ένα λαϊκό ρομάντζο με πλοκή αστυνομικού θρίλερ. Αφηγείται μια
ανοιχτή σε ερμηνείες, εικασίες και αμφισβητήσεις ιστορία, μέσα από τη συρραφή ετερόκλητων
κειμένων, που κοιτάζουν καλειδοσκοπικά τον βίο και την πολιτεία του κεντρικού ήρωα,
αλλά και την δραματική περιπέτεια της Ελλάδας και των πολιτών της τα τελευταία
χρόνια. Χωρίς την αυταρχική ποδηγέτηση του ενός και μόνου αφηγητή, αφού στο
βιβλίο συνηχούν μαζί με τη φωνή του ήρωα (εγγραφές στο ημερολόγιο του που
βρέθηκε μετά τον θάνατό του), η φωνή της γυναίκας του (απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις,
μηνύματα, σεξουαλικές φαντασιώσεις, κείμενα στον υπολογιστή), αυτή του
επιστήθιου φίλου του, συναδέλφου και θαυμαστή της γυναίκας του (ερωτικές
εξομολογήσεις, μηνύματα, γραπτά κείμενα) και οι παρεμβάσεις και οι παρεμβολές
τρίτων με τη μορφή ανώνυμων και επώνυμων άρθρων, συζητήσεων σε φόρουμ, ρεπορτάζ
σε τηλεοπτικούς σταθμούς, αναρτήσεων, σχολιασμών και αμφιβόλου εγκυρότητας
επιστημονικών πληροφοριών σε κανάλια, ραδιοφωνικούς σταθμούς, blogs, ιστότοπους και μέσα κοινωνικής
δικτύωσης. Ένα νεφέλωμα πληροφοριών, εκδοχών, αναλύσεων που πλανάται πάνω από
την τάλαινα πόλη, απότοκο της επικοινωνίας (ή της ανούσιας φλυαρίας) μιας
ευρείας και απρόσωπης ψηφιακής κοινότητας. Ένα πολυειδές υλικό, που άλλοτε
αποσαφηνίζει και άλλοτε συσκοτίζει τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν. Άλλοτε τα αναδεικνύει,
τα επικροτεί και τα μυθοποιεί και άλλοτε τα αμφισβητεί, τα λοιδορεί και τα
καταδικάζει στην ανυποληψία και τη λήθη.
Ο κεντρικός ήρωας του αναγνώσματος, ο
Δημήτρης Αποστολάκης, υπήρξε, προ κρίσης, επιτυχημένος δημοσιογράφος, σύζυγος
και πατέρας δύο κοριτσιών. Μετά την απόλυσή του από την εφημερίδα που εργαζόταν,
άνεργος και οργισμένος αποφασίζει να τραβήξει τη δική του μοναχική ανένδοτη πορεία,
εγκαταλείποντας την οικογένειά του και μένοντας άστεγος. Η περίπτωσή του συμπυκνώνει
την αμηχανία, τον θυμό, τη θλίψη και την ταπείνωση του Νεοέλληνα μετά την
ισοπέδωση της ζωής του με την έλευση της κοινωνικής, οικονομικής και
ανθρωπιστικής λαίλαπας. Της καταιγίδας διαρκείας, που σαν τυφώνας σάρωσε την
κανονικότητα του βίου του βολεμένου ανυποψίαστου μεσοαστού, μαζί με τις μικρές
και μεγάλες βεβαιότητές του και τον μετέτρεψε από παραπλανημένο κυρίαρχο του
παιχνιδιού της ευζωίας και της ανάπτυξης, σε μια θλιβερή μαριονέτα στα χέρια
των επιτήδειων πολιτικών. Και καθώς η χώρα του μετατρεπόταν σε υποχείριο των
χρηματοπιστωτικών αγορών και των συμφερόντων των δυνατών του πλανήτη, εκείνος
βίωνε την απόλυτη κατακρήμνιση στο ναδίρ του αυτοσεβασμού. Κατρακυλούσε ανεξέλεγκτα
από την αλαζονεία της προσωπικής επιτυχίας και την ευπιστία της ανέφελης
αδιατάρακτης ζωής, τον εφησυχασμό και τον άκρατο ατομικισμό, τη μεγαλομανία και
τον κομφορμισμό, στην φτωχοποίηση, την ανεργία, την απώλεια στέγης και την καθολική
συντριβή.
Μόνο που ο ήρωας, ο Δημήτρης Αποστολάκης
έχει πυρογενετικές ή πυροκινητικές ικανότητες. Έχει το χάρισμα να βάζει φωτιά
σε ό,τι τον θλίβει και τον αποσταθεροποιεί. Τη δύναμη να πυρπολεί τη λύπη του (μαζί
και τη λίμπιντο της γυναίκας του) και μέσα από την καθαρτήρια δύναμη της φωτιάς
να εξαγνίζεται και να ανακάμπτει ψυχικά και σωματικά. Να εκτονώνει την πίεση
και να λυτρώνεται από τον δυσβάσταχτο πόνο, αρχής γενομένης από την κηδεία της
μάνας του. Όταν στα οκτώ του χρόνια έδωσε διέξοδο στην απόγνωσή του με μια
μεγαλειώδη φωτιά που άναψε εντός του ναού στον οποίο τελούνταν η εξόδιος τελετή,
ενώ οι τεθλιμμένοι συγγενείς και το φέρετρο με την νεκρή την τελευταία στιγμή γλίτωσαν
την αδόκητη αποτέφρωση.
Ο ήρωας μετεωρίζεται ανάμεσα στην παράνοια
και την ιερατική μεγαλοπρέπεια ενός μύστη. Στον ψυχωτικό μεγαλοϊδεατισμό, την φαντασιοκοπία
του σούπερ ήρωα ενός κόμικ και τον πολιτικό ακτιβισμό μιας αριστερίστικής σκληροπυρηνικής
ομάδας. Όταν θα βρεθεί στο δρόμο, να αντιμετωπίζει τη σκληρή πραγματικότητα της
απόλυτης ένδειας μακριά από την οικογενειακή θαλπωρή, θα μετατραπεί σε έναν
αυτόκλητο ανελέητο τιμωρό, που αναλαμβάνει προσωπικά το ρόλο του εκδικητή,
προσπαθώντας να πυρπολήσει, εκτός από εφορίες, υπουργεία, τράπεζες, πολυεθνικές
επιχειρήσεις και δημόσια κτίρια, και τις συνειδήσεις των πασχόντων συμπολιτών
του. Ένα «ανθρώπινο φλογοβόλο» που σπέρνει τον όλεθρο στους ενόχους, και όχι
μόνον (η δράση του είχε σημαντικές παράπλευρες απώλειες αθώων) και ταυτόχρονα
μια «καιόμενη βάτος» που αυτοτιμωρείται και αυτοχειριάζεται.
Το σχέδιο που καταστρώνει εκεί όπου
βρίσκει καταφύγιο μαζί με τους άλλους νεοάστεγους κατατρεγμένους αυτής της πόλης
και βάζει σε εφαρμογή, με έναν σχεδόν αυτιστικό και απόλυτο τρόπο, σε ένα internet καφέ του κέντρου για μετανάστες, θα
ανάψει φωτιές εξ αποστάσεως, βοηθούσης και της τεχνολογίας, σ’ ολόκληρη την
Ελλάδα. Θα πυροδοτήσει τις «μαύρες
γιορτές», ένα μεγαλειώδες φαντασμαγορικό παρανάλωμα πυρός πανελλαδικής
εμβέλειας σε real
time, ενώ στο
μυαλό του ηχούν οι στίχοι του Γιάννη Αγγελάκα (βάλε φωτιά σε ό,τι σε καίει…) και αχνοφέγγουν οι μυστικιστικές φλόγες του εικαστικού Μιχάλη Μανουσάκη.
Ο συγγραφέας με γλώσσα καθημερινή και κοφτερή,
χωρίς αναστολές και ωραιοποιήσεις συνθέτει το αφήγημά του. Ακολουθεί τον ήρωα
στα στέκια και τις πιάτσες των αστέγων. Σε μια διαφορετική χαρτογράφηση της
Αθήνας συλλέγει τις σκοτεινές εικόνες της κρίσης. Επισημαίνει τα καταφύγια και
τις κόγχες, τις κινήσεις και τις πρακτικές των αφανών αυτών κατοίκων του
δημόσιου χώρου. Απαριθμεί τις περιπτώσεις ανθρώπων που ατύχησαν και τσάκισαν.
Ανθρώπων με τσαγανό και μπέσα, ικανότητες και χιούμορ, μικρές αδυναμίες, αθώα
όνειρα και φρούδες ελπίδες να ανακτήσουν, κάποια στιγμή, όσα έχασαν: το σπίτι,
την οικογένεια, τη δουλειά, την αξιοπρέπεια τον αυτοσεβασμό.
Και ενώ η ζωή προχωρά για τους
εναπομείναντες συγγενείς και φίλους του αποδημήσαντος Αποστολάκη, του ανθρώπου
που επεχείρησε σε ένα ντελίριο οργής, πάθους και απόγνωσης να εκθεμελιώσει τις σάπιες
κρατικές δομές «καίγοντας την Ελλάδα»
και ταυτόχρονα να εξωθήσει τους νωθρούς πολίτες της σπαρασσόμενης Αθήνας στην
εξέγερση και την ανατροπή. Και ενώ η χήρα του βρίσκει στην αγκαλιά του φίλου το
ερωτικό υποκατάστατο που θα της απάλυνε τον πόνο από την απώλεια, αλλά και το απαραίτητο
στήριγμα για να δημοσιεύσει σε βιβλίο, την απίστευτη περιπέτεια του άντρα της,
ως παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενεές. Κάποιοι επίγονοι με ανάλογες
ιδιότητες, στα σπάργανα σχεδόν ακόμα, κυοφορούν ανεπίγνωστα το μήνυμα της αντίστασης.
Και αναζητούν την απάντηση στο ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας ως κατακλείδα του
προκλητικού και αιχμηρού αυτού αναγνώσματος: που ζούμε;
Αλλά και τι κάνουμε; θα πρόσθετα
εγώ!
Η Μαρία Μοίρα είναι
αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου