12/8/18

Το κορίτσι στο δρόμο με τις χαρουπιές


Φορούσε ένα φόρεμα από καραβίσιο ύφασμα. Τίποτε άλλο. Ξυπόλητη περπατούσε πάνω στα καμένα της Αττικής. Τίποτε δεν άγγιζε τα πόδια της. Μόνο το έγκλημα τόσων χρόνων. Μόνο το πένθος. Προσπαθούσε να γιάνει πληγές, εκείνες που καίνε περισσότερο, αυτές της ψυχής. Προσπαθούσε να δροσίσει τα φρυγμένα χείλη των ανθρώπων. Έτσι είναι, δοτική. Κανείς δεν την ήξερε, ήταν ξένη στα μέρη εκείνα. Αλλά δεν είχε σημασία.
Μην ήταν, σκέφτηκαν, κάποια Αιγύπτια; Μήπως από κάποια άλλη χώρα, από αυτές που δεν τις θεωρούμε σοβαρές; Τότε, πώς βρήκε τέτοια γενναιοδωρία; Αγνοούσε τις κραυγές των τσακαλιών, των παλιών ενόχων, για το έγκλημα. Με τα μάτια της θεράπευε τα πάθη των ανθρώπων. Κοιτούσε κατά την μεριά της θάλασσας. Κι έβλεπε τείχη να κλείνουν τη ματιά της και τον δρόμο προς τα κει. Δείγματα μιας φιλαυτίας τα τείχη αυτά, στέρησαν τη ζωή από ανθρώπους.
Είχε ένα σακουλάκι με κέδρο του Λιβάνου, λίγο σαφράν και κάποια άλλα βότανα που δεν τα ήξεραν οι άνθρωποι της πόλης. Γιατί είχαν χάσει χρόνια τώρα τις γεύσεις τις πραγματικές. Όμως με αυτά τα λίγα γιάτρευε. Δεν ήθελε χρήματα. Δεν ήθελε τίποτε. Α, κάπου φύλαγε ένα μυστικό, δικό της. Αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να κάνει αυτό που έπρεπε. Κι όταν οι άνθρωποι τη ρωτούσαν από που είναι, αυτή χαμογελούσε και δεν απαντούσε.
Μπορεί να μην  καταλάβαινε τη γλώσσα τους, έτσι νόμιζαν. Χάιδευε τα καμένα δέντρα και τα καμένα σπίτια. Κανείς δεν κατάλαβε, της είπαν, πώς έγινε το κακό. Εκείνη όμως ήξερε· δεν έφταιγε ούτε η Μοίρα, ούτε ο Θεός. Κατά βάθος, πολλοί ήξεραν τι έφταιγε, αλλά σκύβαν οι πιο ντροπαλοί το κεφάλι κάτω.

Το κορίτσι πέρασε από τα χώματα του ολέθρου. Προσπαθούσε να βρει μια στάλα ζωής, να τη δείξει στους ανθρώπους, να τους πει: να, δείτε, υπάρχει. Πήγε σε ένα εκκλησάκι που βρήκε ανοιχτό, έκανε μια προσευχή – δεν έχει σημασία σε ποιον. Σε κάποιον ίσως που περπάτησε κι αυτός πάνω στα καμένα. Μα το μυαλό της και η καρδιά της γύρισαν στα χώματά της. Αυτά τα χώματα που τα δέρνει ο ήλιος κι ο αέρας, αυτόν που οι άνθρωποι λένε λίβα και άλλοι Σιμούν. Ήθελε να βρει δύναμη, για να συνεχίσει αυτό που έκανε. Μια αύρα την συνόδευε και μια μυρουδιά οικεία. Αυτά της δίναν δύναμη να συνεχίσει. Μαυρισμένη από τον ήλιο, μα τα μαλλιά της είχαν ξανθέψει. Κι αυτό μπέρδευε ακόμη περισσότερο τους ανθρώπους.
Είχε πάρει να βραδιάζει και ο ματωμένος ήλιος έγερνε προς την δύση του. Ένα κόκκινο χρώμα σκέπαζε τον ουρανό και η μυρουδιά των καμένων τσάκιζε τους ζωντανούς. Γιατί τους θύμιζε συνεχώς εκείνους που είχαν φύγει. Μα το κορίτσι έμενε ανέγγιχτο από όλα αυτά. Είχε γυρίσει πίσω, και μια μυρουδιά αισθαντική της ερχόταν, η μυρουδιά ενός αγοριού που είχε συναντήσει στο δρόμο με τις χαρουπιές. Η μυρουδιά από το κορμί του, από την αγκαλιά του, από το φιλί του. Ήξερε πως εκείνος είχε τη δική της μυρουδιά.
Ποτέ πια εξόριστοι, του είπε. Και η φωνή της έφυγε πάνω από τα καμένα, πέρασε τη θάλασσα και έφτασε στο δρόμο με τις χαρουπιές. 

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Γιώργος Γυπαράκης, Βιο-ποιητής, γυάλινα δοχεία, λάστιχο pvc, σιλικόνη,
κομποστοποιημένο χώμα, δέντρο ελιάς, χαλίκια, κάρβουνο, σκουλήκι

Δεν υπάρχουν σχόλια: