19/8/18

Οι όμβριές μου αναμνήσεις


ΔΙΗΓΗΜΑ


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ

Είναι πράγματι η μνήμη σαν το σφουγγάρι αλλά όχι με τη συμβατική και καθιερωμένη έννοια της απορρόφησης γνώσεων. Η μνήμη κάνει όλες τις βρόμικες δουλειές κι ύστερα στέκεται στραγγισμένη μπρος σε έναν ολοκάθαρο νιπτήρα. Εκλαμβάνω τη γραφή σαν τον νεροχύτη της εδώ αλληγορίας.
Έχω λοιπόν μια μνήμη σφουγγάρι. Που παρά τις τραγελαφικές μνημονικές της επιδόσεις δεν αφήνει τίποτα απολύτως από στίγματα, κηλίδες, μικρές και μεγάλες βρομιές. Οτιδήποτε δηλαδή θα μπορούσε εν καιρώ να προκαλέσει πουρί στα τοιχώματα του μυαλού μου, να δημιουργήσει αποικίες από μύκητες, παθογόνους ιούς και άλλους μικροοργανισμούς στις συνάψεις των νευρώνων μου ή να προσφέρει καταφύγιο για κατσαρίδες, σαρανταποδαρούσες και φαντάσματα στις πιο σκιερές γωνίες του εγκεφάλου μου.
Έτσι καθαρό και ενιαίο παραδίδω τον εαυτό μου σε μένα, στους φίλους και σε όλον τον κόσμο. Εντελώς άδειο από ενοχλητικές αναμνήσεις. Πιο πολύ σαν βολική επιλογή και σαν αποτέλεσμα αφαίρεσης παρά σαν σωρευτικό άθροισμα της μνήμης. Μια επιφάνεια χωρίς βάθος. Μια ρετουσαρισμένη εικόνα αυτού που ποτέ δεν υπήρξα. Ένα ζωντανό και περιφερόμενο τοτέμ του εαυτού μου. Όπου προσέρχομαι ολημερίς με τη δέουσα σεμνότητα για να θύσω την ευγνωμοσύνη, την τιμή και τη λατρεία που κρίνω ότι δικαιούμαι. Κι αργά το βράδυ να αναλάβω στην απολυμασμένη μου κουζίνα τις καθιερωμένες αγγαρείες της ημέρας. Δηλαδή να τρίψω τα κολλημένα υπολείμματα των τροφών από τις κατσαρόλες, να σκουπίσω το τραπέζι, να πλύνω τα μαχαιροπίρουνα, να διευθετήσω με γεωμετρική συνέπεια όλα τα πιατικά στη ντουλάπα και να μην παραλείψω, βεβαίως, να χλωριώσω τον νιπτήρα και να στραγγίξω μια τελευταία φορά το σφουγγάρι, για να αποδώσω τα δέοντα στον αδηφάγο νεροχύτη.

Από δω ακριβώς, εννοώ από τα πολύ ιδιωτικά και δημόσια μου λύματα, προέρχεται η όζουσα πηγή της δικής μου έμπνευσης. Ενίοτε σκύβω και πίνω από τα στεκάμενα νερά της ή παίρνω με τις χούφτες και πλένω το πρόσωπό μου φροντίζοντας σε κάθε περίπτωση να αρδεύω όμβριες αναμνήσεις  από το μακρινό ή το πρόσφατο παρελθόν μου. Κάτι διάσπαρτα στιγμιότυπα, που έρχονται στα καλά καθούμενα στο μυαλό μου, δίχως καμιά ενότητα και συνοχή. Παίζω μπάλα, λέω τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα και πάω στην καλοκαιρινή κατασκήνωση της ενορίας. Κάνω ποδηλατάδα στα άλλα τα χωριά, πίνω την πρώτη μου μπίρα και έχω ερωτική απογοήτευση. Περνάω στο πανεπιστήμιο, βγαίνω στους δρόμους να διαδηλώσω, βρίσκω δουλειά. Γράφω κείμενα, παρακολουθώ τις πολιτικές εξελίξεις, βλέπω τον τόπο να καταρρέει. Ή τώρα τελευταία στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και παρατηρώ αμήχανος τις ρυτίδες που πληθαίνουν απότομα στο πρόσωπό μου και ανοίγουν ρωγμές κάτω από τα μάτια, στα μάγουλα και πάνω από τα χείλη.
Κρύβω μπόλικους εγώ εγώ. Σαν τις διαδοχικές επιστρώσεις της παράδοσης, τις ρώσικες μπαμπούσκες και τα βαθιά συρτάρια από την κουζίνα της μάνας μου. Διαθέτω τον καλό, τον κακό, τον χείριστο εαυτό μου, τον πληκτικό, τον αδιάφορο και τον ενδιαφέροντα, τον καλλιεργημένο, τον ρηχό και τον άξεστο. Ανάλογα δε με την ανάγκη, τον συνομιλητή, τον σκοπό ή την περίοδο της ζωής μου είμαι άλλοτε εκπαιδευτικός, άλλοτε συγγραφέας, άλλοτε λογοτέχνης, άλλοτε αγρότης και άλλοτε οικοδόμος. Μπορώ δηλαδή να επικαλούμαι όποιο παρελθόν, όποια μνήμη και όποιον εαυτό γουστάρω, για να εξυφάνω την απαραίτητη συνέχεια, να εγγράψω παρακαταθήκες για το μέλλον, να βεβαιώσω την αδιατάρακτη συνέπειά μου και πάνω απ’ όλα να παρουσιάσω τον κατάλληλο εγώ.
Αλλά όταν πιάνω το πληκτρολόγιο προτιμώ την εκδοχή του χασάπη εγώ. Με τα μέλη του σφαγμένου ζωντανού κρεμασμένα στο τσιγκέλι του έντυπου κρεοπωλείου: μια γδαρμένη ραχοκοκαλιά, ένα γουρουνίσιο κεφάλι γεμάτο αίματα και τέσσερα καρδαμωμένα άκρα. Αρνούμενος κατηγορηματικά να συμβιβαστώ με τις καθιερωμένες εκδοχές ενός συγγραφέα που είναι είτε πλάστης του λογοτεχνικού του σύμπαντος είτε νεκρό κουφάρι που παρασέρνεται από το χείμαρρο των λέξεων είτε άμοιρος οποιουδήποτε νοήματος.
Αν λοιπόν για κάτι ευγνωμονώ τη γραφή είναι που διασώζει τη λειτουργία της μνήμης. Αλλά της μνήμης που σαν σφουγγάρι ρουφάει γνώσεις και αποθηκεύει εμπειρίες, όχι της μνήμης που σαν σφουγγάρι καθαρίζει στίγματα και κηλίδες, μικρές και μεγάλες βρομιές. Και φέρνω στο μυαλό μου τη σχετική εικόνα του ογδοντάχρονου πατέρα μου, που ύστερα από δυο σταγόνες τσίπουρου πιάνει τη μακριά αφήγηση για την Α που αγαπούσε και για τη Β που τον ήθελε. Είναι δε οι μόνες φορές που βλέπω το γερασμένο πρόσωπό του να φωτίζεται από νεανικό οίστρο και να ανασύρει στην επιφάνεια του εγώ του έναν από δεκαετίες πεθαμένο εαυτό.
Τούτη ακριβώς είναι η μεγαλύτερη ευεργεσία που βρίσκω στη γραφή. Ότι δεν χρειάζεται να πας στα ογδόντα σου και ούτε έχεις ανάγκη κάποιες σταγόνες τσίπουρου για να θυμηθείς. Γιατί γράφω πάει να πει ότι εαυτώνω πολλούς εαυτούς, αντιστεκόμενος με όλες μου τις δυνάμεις στον χρόνο, στη φθορά και στην ασχήμια με το να αντλώ από κει ακριβώς, δηλαδή από τον χρόνο, τη φθορά και την ασχήμια.

Γκάρυ Χιλλ, Happenstance (part one of many parts) [Σύμπτωση (μέρος πρώτο από πολλά μέρη], 1982-83, βίντεο, μαυρόασπρο, στερεοφωνικός ήχος, 6΄:30΄΄

Δεν υπάρχουν σχόλια: