12/8/18

Ελληνική λογοτεχνική κριτική

Διαβάζοντας ανάμεσα στα κείμενα

ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Έργο του Κώστα Τσώλη, ξύλινη βαλίτσα, γύψινα αντίγραφα, μολύβι 


ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ (επιμ.), Ελληνική Λογοτεχνική Κριτική, Πρακτικά Συνεδρίου, Κομοτηνή 4-6 Δεκεμβρίου 2015, Μνήμη Παναγιώτη Μουλλά, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2018

Στον παρόντα τόμο συγκεντρώνονται πρακτικά συνεδρίου που έγινε στη μνήμη του καθηγητή Παναγιώτη Μουλλά, ο οποίος ασχολήθηκε συστηματικά με τη διδασκαλία, καθώς και την κριτική και φιλολογική μελέτη κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τα άρθρα, γραμμένα είτε για το πρόσωπο και την ιδιότητά του (πρώτο και δεύτερο μέρος) είτε με αφορμή τα παραπάνω (τρίτο μέρος) καλύπτουν πολύτροπα, γραμματολογικά και θεωρητικά, πτυχές της λογοτεχνικής κριτικής. Στον τόμο η κριτική αποκαλείται «ελληνική», στο βαθμό που αφορά την ελληνική λογοτεχνία, συγκεκριμένα από τον 19ο αιώνα, στον οποίο εστίασε ο Μουλλάς, έως και τη χρονιά που αποκλήθηκε χρονιά των μνημονίων, δηλαδή το 2010. 
Προφανώς, είναι άχαρη μια κριτική παρουσίαση και η έκθεση της αναγνωστικής εμπειρίας από έναν τέτοιο τόμο, καθώς αποτελείται από είκοσι πέντε πυκνά άρθρα, καθένα από τα οποία ανοίγει διαφορετικά, και συχνά επίμαχα, παράθυρα συζήτησης. Αρκετά θέτουν χρήσιμα ερωτήματα για μελλοντική έρευνα. Λαμβάνοντας υπόψη τη δομή του τόμου, θα ήθελα επομένως να εστιάσω περισσότερο σε μια σημαντική περιοχή ενδιαφέροντος: τη σχέση αυτοβιογραφίας και κριτικής, υποκειμενικότητας και φιλολογίας.
Η και επιμελήτρια του τόμου Βασιλική Κοντογιάννη, συμβαδίζοντας με σύγχρονες θεωρητικές τάσεις του εξωτερικού, παρέχει ενδείξεις αυτοβιογραφικού λόγου στον κριτικό λόγο του Ξενόπουλου, του Σεφέρη και του Ελύτη, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για μια προσεκτικότερη μεθοδολογική επεξεργασία της σχέσης αυτοβιογραφίας και κριτικού λόγου. Αν ο αυτοβιογραφικός λόγος είναι καθαρά υποκειμενικός (χώρος και χρόνος της κριτικής, ατομική συνείδηση του κριτικού: ιδεολογία, βιοθεωρία, φύλο, καταγωγή, μεταβολισμός ιστορικών και προσωπικών βιωμάτων), πώς είναι εφικτό να παραχθεί ένας κριτικός λόγος, με κριτήρια και σχετική διάρκεια; Από την άλλη, έχει παρατηρηθεί ότι ο αυτοβιογραφικός λόγος συμπεριλαμβάνει αληθινά τεκμήρια κριτικής προσέγγισης και διαλόγου με τα κείμενα. Παρατηρώντας όμως κανείς όψεις της φιλολογίας, έχει συχνά την αίσθηση ότι η επιδίωξη της όποιας αντικειμενικότητάς της προκύπτει είτε στην απολύτως αποστασιοποιημένη προσέγγιση είτε, ακόμη, στη μη ουσιαστική επαφή της με τα κείμενα της λογοτεχνίας, τα οποία θεωρούνται ούτως ή άλλως υποκειμενικά.

Κάποια άρθρα (Βούλγαρης, για την πεζογραφία, με παράδειγμα τον Μουλλά) επιχειρούν τον διαχωρισμό μεταξύ φιλολογίας και κριτικής, με το σκεπτικό ότι η φιλολογία εστιάζει στο παρελθόν και στη συνέχεια, ενώ η κριτική στην ασυνέχεια και στο μέλλον, ενώ άλλα (Βασιλειάδης, γενιά του ’20) συζητάνε για την, υπό προϋποθέσεις, παραλληλία και συμπληρωματικότητα μεταξύ ποίησης και κριτικής, ενώ κάποιοι επιμένουν στην αναζήτηση σταθερών κριτηρίων, σε ό,τι φορά την κριτική προσέγγιση της σύγχρονης λογοτεχνίας (Κοτζιά, Χατζηβασιλείου). Στην ουσία της, αυτή η συζήτηση αφορά την ανάγκη διαμόρφωσης ενός αξιόπιστου κριτικού λόγου, βασισμένου σε κανονιστικές αρχές. Έτσι, θίγεται εμμέσως ένα φλέγον θέμα: η επίκληση του κανόνα, ή της λογικής ενός πλαισίου, συγκρούεται με τα κριτήρια της καθιέρωσης και της αποδοχής του κριτικού λόγου στο λογοτεχνικό πεδίο από τη μεταπολίτευση και μετά, κριτήρια που συχνά είναι κοινωνιολογικά, ιδεολογικά, συγκυριακά και επικαιρικά. Το άρθρο της Πολυξένης Συμεωνίδου για την κριτική στον Τύπο, αποτελεί αφορμή να σκεφτούμε αν, ειδικά στις μέρες μας, η πληθωρικότητα και η διασπορά κριτικών στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, κάθε στόχευσης και είδους, μετέχει του λογοτεχνικού πεδίου, και αλλάζει την ποιότητα, την ποσότητα και το περιεχόμενο του κριτικού λόγου.
Ο Γιώργος Αράγης θυμίζει δύο μισοξεχασμένες εκδοχές του «ιδανικού κριτικού»: την εσωτερική ελευθερία και την απουσία έξωθεν εγγυήσεων (συνταγών, σχημάτων). Παρέχει χρήσιμα παραδείγματα κριτικής πρακτικής (όπως για παράδειγμα τη στιγμή που ο Ζήσιμος Λορεντζάτος εντόπισε ως αληθινή στροφή στην ποίηση όχι τη Στροφή του Σεφέρη, αλλά το Ελεγεία και Σάτιρες του Καρυωτάκη) δείχνοντας την αναγκαιότητα για μια ηθική (με την έννοια που δίνει η κριτική θεωρία) επιστήμη.  
Στο πλαίσιο της αναζήτησης κριτικού παραδείγματος, η Χριστίνα Ντουνιά, η Λίζυ Τσιριμώκου, η Φραγκίσκη Αμπαζοπούλου, η Στέλλα Σπ. Χελιδώνη, η Βενετία Αποστολίδου και ο Ιωάννης Στάμος ανασύρουν περιπτώσεις κριτικών όπως η Άλκης Θρύλος, ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Δημήτριος Καπετανάκης, ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο Απόστολος Σαχίνης και ο Άριστος Καμπάνης, μέσα από τα παραδείγματα των οποίων θίγονται ιστορικογραμματολογικά δεδομένα της εποχής, στοιχεία της προσωπικότητας και της περιπέτειας των κριτικών, αλλά και κείμενα που προέβαλαν ταυτόχρονα τις αρχές της κριτικής τους σκέψης.
Τα άρθρα συνολικά, παρότι εστιασμένα στα ερευνητικά ενδιαφέροντα ή και τη σχέση των αρθρογράφων με τον Παναγιώτη Μουλλά, φαίνεται να εκπέμπουν την παραδοχή ότι η μεταφορικότητα συνιστά χαρακτηριστικό όχι απλώς του λογοτεχνικού λόγου, αλλά του λόγου (discourse) γενικά. Πράγμα που σημαίνει ότι και η κριτική και η φιλολογία και η ιστοριογραφία (Hyden White), εφόσον εστιάζουν σε ένα υλικό ή σε εμπειρίες που προηγούνται της γραφής, συμπαρασύρουν με το λόγο τους, λίγο ή έως πολύ, μια ερμηνευτική διάσταση. Η Ελισάβετ Αρσενίου στο άρθρο της καταπιάνεται μάλιστα με τη δυνατότητα της ίδιας της ελληνικής λογοτεχνίας να γίνεται (μετα)κριτική, και η Κατερίνα Σχινά με την ανάγκη ύπαρξης μιας κριτικής της μετάφρασης με όρους μη λαθοθηρικούς. Η Μαίρη Μικέ, με αφορμή τις χειρόγραφες σημειώσεις του Μουλλά, τοποθετεί τα ίδια τα λογοτεχνικά κείμενα Ροΐδη και Βιζυηνού, ως συστήματα και πρακτικές λόγων, σε διαλεκτική σχέση.
Η παραδοχή ότι ο λόγος δεν είναι το μέσον για το είδος στο οποίο ανήκει, δεν αποτελεί παραδοχή της επιστημονικής αφερεγγυότητάς του, όσο αποδοχή του γεγονότος ότι οι επιστήμες του ανθρώπου δεν μπορεί να λειτουργούν ερήμην του ανθρώπου. Η παραδοχή της μεταφορικότητας του λόγου αποτελεί κανονικά έναυσμα για περαιτέρω κριτική αξιοποίησή του. Μία από τις ενδιαφέρουσες στιγμές του τόμου είναι και η υπόνοια του Βασιλειάδη για την ανάγκη οργάνωσης της γνώσης μας, και συνεπώς της κριτικής μας αντίληψης, σε μορφή «δικτύου».
Δεν είναι τυχαίο που η έκκληση για επιστημονική μέθοδο συχνά αναλίσκεται σε ζητήματα επιστημονικού ύφους (φιλολογικό άρθρο ή δοκίμιο;). Πώς θα απαλλαγεί η φιλολογία από την ψευδαίσθηση της «αντικειμενικότητας», που παράγεται συχνά από την υφολογική και μόνο ακαμψία; Πώς θα απαλλαγεί η κριτική ματιά από την ελευθεριότητα της απλής γνώμης ή/και της προκατάληψης που κρύβεται πίσω από καλογραμμένα και αφηρημένα κείμενα; Ποιοι υπήρξαν σπουδαίοι κριτικοί στην Ελλάδα και πώς μπορούμε να εξετάσουμε τη μέθοδό τους χωρίς να επηρεαστούμε από τη συμπάθειά μας σε κάποια πρόσωπα; Πώς συνδιαμορφώνει η ιστορική εμπειρία έγκυρα αισθητικά κριτήρια;
Κι ένα τελευταίο ερώτημα: Πώς θα γίνει να καταλάβουν οι αναγνώστες, όχι τι εννοεί μόνο ο κριτικός, αλλά αν εννοεί τα όσα γράφει;

Η Ευτυχία Παναγιώτου είναι ποιήτρια και δρ Νεοελληνικής φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: