20/5/18

Ο Σικελιανός και η αρχαία πλαστική


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ

Έργο των Σέραπις, Maritime Corporatin

Μνήμη Μανώλη Ανδρόνικου

Ο Άγγελος Σικελιανός είναι ο πλέον αρχαιολάτρης ποιητής μας. Δεν ξέρω όμως πόσο έχει απασχολήσει τους μελετητές του η σχέση του με την αρχαία πλαστική. Το ζήτημα είναι από τα πλέον ενδιαφέροντα, γιατί η αρχαία πλαστική βοήθησε τον Νεοέλληνα λυρικό να επικοινωνήσει άμεσα με το ζωντανό αρχαίο πνεύμα, να πιει τα ζωογόνα νάματα μιας αρχαίας πηγής που ρέει ακόμα. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει μήτε με τα αρχαία κείμενα, που ο χρόνος τα γύμνωσε από τον προσωδιακό τους χιτώνα και που, εμάς τους νεοέλληνες, η σύγχρονη προφορά δεν μας βοηθά να τον ξαναϋφάνουμε, όσο είναι βέβαια βολετό κάτι τέτοιο, μήτε τα συγκαιρινά του μελετήματα, μολονότι  κάποια τους ξεσκέπασαν  κοιτάσματα  -διονυσιακά ή μητριαρχικά- που πριν μήτε καν τα υποπτευόμαστε. Ο Σικελιανός υπήρξεν οπωσδήποτε δεινός αναγνώστης και των συγχρόνων του αρχαιοδιφών και των ίδιων  αρχαίων κειμένων. Όμως περισσότερο από όλα αυτά, στην ζωντανή αρχαιότητα τον εμύησε η αρχαία τέχνη.
Όλη η σικελιανική ποίησις είναι εμποτισμένη με αρχαία τέχνη. Θα αποτολμήσω μια σύντομη επισκόπηση. Ξεκινώ με τους εναρκτήριους στίχους του  «Τύμβου», ενός στιχηρού από τις Ραψωδίες του Ιονίου, που δεν προσέχθηκεν όσο του άξιζε:
Στην πλάκα αρχαία, και το σκυλί το χώμα αναρωτούσε
λαγωνικόν ανάγλυφο σαν το στενό φεγγάρι.
Ορτός μες στον ανάλαφρο σαν καταχνιά χιτώνα,
ο νέος  εστύλωνε νεκρός τα μάτια απ’ τη γαλήνη
της πλάκας στην απέραντη γαλήνη του θανάτου,
και τα ματόκλαδα ανοιχτά στον αιώνιον είχε ξύπνο.
Αποκοιμήθη το παιδί, στα πόδια του, απ’ το κλάμα·
Της νιοσκαμμένης η ευωδιά της γης, εσίγασέ του
το ανεβρυτό παράπονο, κ’ η απέραντη ηρεμία.
Γυρτός στο χώμα ερώταγε και του παιδιού ο πατέρας.
Αλλά ο νεκρός, στον αλαφριό σαν καταχνιά χιτώνα,
τα μάτια του άφησε βαθιά στην άβυσσο, σα μάτια
που απάνω αλησμονήθηκαν στο ημερινό φεγγάρι…

Είναι μια θαυμάσια ποιητική ανάπλαση  της περίφημης «στήλης του Ιλισού», που αναπαριστάνει  έναν σχεδόν γυμνό νέο, που, με σταυρωμένα πόδια και κρατώντας λαγωβόλο, ακουμπά σ’ έναν κιονίσκο και  βλέπει  στο κενό, ενώ ένας ιματιοφόρος γέρος, ο πατέρας του, τον κοιτάζει  με άφατη θλίψη κρατώντας με την παλάμη το πηγούνι του. Τη σύνθεση συμπληρώνουν το σκυλί που ιχνεύει το έδαφος κι ένας μικρός δούλος, κουλουριασμένος στη βάση του κιονίσκου και με γερμένο το κεφάλι στα γόνατα. Ο Μανώλης Ανδρόνικος (δική του περιγραφή παραφράζω) σημειώνει: «το τελευταίο στάδιο της αττικής επιτύμβιας στήλης στην πιο δυνατή του έκφραση· η πονεμένη μόνωση του νέου, που ατενίζει, θαρρείς, το υπερπέραν, όπως αποδόθηκε από έναν μέγιστο γλύπτη του 4ου αιώνα π. Χ. – μερικοί πιστεύουν από τον ίδιο τον Σκόπα».
O Πρόλογος στη Ζωή είναι η αρχαιοπρεπέστερη σύνθεση του Σικελιανού κι εδώ η αρχαία πλαστική είναι πανταχού παρούσα. Αναφέρω τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές.
Στον μεγαλόπνοο ύμνο «τα Χώματα» ο ποιητής περιγράφει με απαράμιλλη λυρική δύναμη την περίφημη μετώπη από τη δυτική πλευρά του ναού του Διός στην Ολυμπία, που απεικονίζει τον άθλο των Στυμφαλίδων. Ο Ηρακλής έχει σκοτώσει τα φοβερά πουλιά και δείχνει τα λάφυρά του στη θεά Αθηνά, την προστάτριά του, που κάθεται, πεπλοφόρος και με την αιγίδα στο στήθος μα δίχως κράνος, ξυπόλητη σ’ ένα βράχο. «Η σκηνή», σημειώνει ξανά ο Ανδρόνικος, «δεν έχει το ταίρι της σ’ όλη την ελληνική τέχνη». Και τώρα, μετά την περιγραφή του αρχαιολόγου, αυτή του ποιητή:
Και καθώς στη θεία μετώπη σου /όπου μοναχά σ’ αγάπησα / ο καθάριος Ηρακλής,/ γυμνός / σου φέρνει με τα δυό του χέρια / τις πεσμένες Στυμφαλίδες,// και που εσύ σα μια παιδούλα / καθισμένη σ’ ένα βράχο / απάνου από τη λίμνη / του χαμογελάς / με πρόσωπον αναπαμένο, / όπως της άγουρης παρθένας / που ξυπνώντας / από την κρυφή  / αρμονία του ύπνου / δοκιμάζει τη ζωή μ’ ένα χαμόγελο.
Στον ίδιο ύμνο ο Σικελιανός μιλάει για τη μύησή του στην μεγάλη τέχνη των γλυπτών του Παρθενώνα: «Και μόνος, Ναέ, γνώρισα τότε / μες τα βάθη της ψυχής μου / το μακάριο πένθος της ζωφόρου σου· /  κι ωσάν εκείνος όπου απάνω στις μετώπες Σου  / οδηγά το βόδι στη θυσία, /  με το κεφάλι του σκυφτό / και με τη χλαίνα σηκωμένη από τα χείλη του- / όμοια κι εγώ από τότε / ω λιτανεία των Παναθηναίων, /  σ’ ακολούθησα βουβός!»
Ένα άλλο αρχαίο άγαλμα, που  συγκίνησε ιδιαίτερα τον Σικελιανό και που εμφανίζεται συχνά στο έργο του είναι η μορφή του Απόλλωνος από το δυτικό εναέτιο του ναού του Διός στην Ολυμπία, όπου ο θεός με ριγμένο το ιμάτιό του πίσω από το  δεξιό του ώμο, σε θεϊκή γυμνότητα, στρέφει το κεφάλι και  εκτείνει το δεξιό του χέρι προς την πλευρά του συμπλέγματος του Πειρίθου, του Ευρυτίωνος και της Δηιδάμειας, «σημάδι ευλογίας και επιβολής της απολλώνιας ευταξίας και καταδίκης της άνομης βίας των Κενταύρων» (Ανδρόνικος). Όπως είπα, αυτή η μορφή διαπνέει όλο το έργο του Σικελιανού και συμπυκνώνει τον βαθύν ανθρωπισμό του, από  τους όμορφους νεανικούς στίχους που προτάσσονται  στον  «Γιάννη Κήτς» ( «Κλώνος τ’ Απολλωνα το χέρι· / πλατάνου κλώνος λείος και τροφανός, / απλωμένος επάνω σας, να φέρει / την αμβροσία γαλήνη του παντός…) μέχρι  το όψιμον εκείνο «Κατορθωμένο Σώμα»: «Δε θε να απλώθεί το χέρι μου / απάνω απ’ όλες τις αντινομίες / γαλήνιο, / σαν πλατάνου κλώνος, / σαν του Απόλλωνα το χέρι, / ολόισιο, / πάνω απ’ τον αγώνα το σφοδρό / των Λαπιθών και των Κενταύρων;».
Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε σ’ αυτή την επισκόπηση τον «Παντάρκη», ένα ποίημα «ιστορικής μυθοπλασίας», που αναδιφά το βίωμα του κάλλους, από το οποίον ανέβλυσε  η μεγάλη πλαστική τέχνη της αρχαιότητας,   τέτοιον όπως το αποτύπωσε ο Φειδίας με τις λέξεις  «Παντάρκης καλός», που χάραξε σε μιαν άκρη του Ολυμπίου Διός του.  Δεν επεκτείνομαι στα μελετήματα του Σικελιανού για τον Rodin, που θα συμπλήρωναν τη θητεία  του στη γλυπτική.
Τα παραδείγματα που παρέθεσα και που θα μπορούσαν να επαυξηθούν αποδείχνουν πως ο Σικελιανός ένιωσε την αρχαία τέχνη, πιο σωστά: την ψηλάφισε ευλαβικά με «βλέμμα που αγγίζει», περισσότερο από κάθε άλλον ποιητή μας.  Κανένας ποιητής μας δεν είδε τόσο καθαρά ( με μόνην εξαίρεσιν ίσως τον Καβάφη) τα κλασσικά γλυπτά. Διαβάζω, λ. χ. τον «Δεξίλεω» του Παλαμά, και σ’ όλα τα  φλύαρα λόγια που βάζει στο στόμα του ο νεώτερος, δεν βρίσκω, δεν βλέπω πουθενά το αρχαίο παλικάρι. Ο Σεφέρης κι ο Ρίτσος μιλούν συνέχεια για αγάλματα, μα εκεί τα αγάλματα παύουν να είναι αγάλματα κι  εξαϋλώνονται σε σύμβολα νόστου ή ηδονοπάθειας.  Αλλά  τι  σχέση έχουν τα σύμβολα  με την αρχαία πλαστική; 
                                                   
Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι φιλόλογος και ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: