ΤΗΣ ΜΥΡΣΙΝΗΣ ΖΟΡΜΠΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΠΕΡΟΥΛΗΣ,
Αυτόματα, εκδόσεις Αντίποδες, σελ. 120
Σε μια εποχή που οι φήμες θέλουν την εργασία να έχει καταρρεύσει, να έχει αδειάσει από
περιεχόμενο, χρειαζόμαστε μια ματιά προσηλωμένη στον ορίζοντα του «κόσμου της εργασίας». Και αυτόν τον ορίζοντα
τον προσφέρουν τα διηγήματα αυτού του βιβλίου. Μεγάφωνα και
σειρήνες ουρλιάζουν για την «απελευθέρωση» της αγοράς των υπηρεσιών, που νοικιάζονται, πουλιόνται κι αγοράζονται άνευ
ορίων άνευ όρων αλλά ο συγγραφέας διασχίζει το ναρκοθετημένο τοπίο της «αγοράς
εργασίας» των τελευταίων χρόνων δεμένος
στο κατάρτι, μοναχικός μέσα σε ένα τοπίο ερειπίων.
Αναζητά μέσα στα ερείπια τον κόσμο της εργασίας, μαστορεύει το δικό του ανθρώπινο ορίζοντα, με πρώτη ύλη το βίωμα της δουλειάς
ως «μεταφοράς του εαυτού». Σε μια εποχή που η έννοια της εργασίας έχει καταρρακωθεί και λοιδορηθεί ασύστολα μέχρι τελικής εξοντώσεως, ο συγγραφέας γυρνάει γύρω από τον τόπο του εγκλήματος
για να ανασυστήσει και να συγκροτήσει τις εντάσεις, τις επιθυμίες και τα πάθη που
βιώνουν τα υποκείμενα στη σχέση με τη δουλειά τους. Σωματοποιεί την εργασία,
που πολλοί βιάστηκαν να κηρύξουν νεκρή, ανασαίνει στο ρυθμό της και
μας καλεί να την αγγίξουμε για να πεισθούμε ότι είναι ακόμη ζεστή, αντιδρά και διαψεύδει καθημερινά το θάνατό της.
Η αγορά εργασίας
Ο Κώστας Περούλης αγνοεί με πείσμα και εξορίζει από τα διηγήματά του την τρέχουσα
κυρίαρχη ορολογία, που διαμορφώνει για την αγορά εργασίας ένα αφηγηματικό σιδερένιο
κλουβί. Δεν σπαταλάει τις πολύτιμες
λέξεις του στα εργασιακά προαπαιτούμενα και το αγκάθι των εργασιακών στις
διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ, στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, τις ατομικές
συμβάσεις, την εκ περιτροπής απασχόληση. Αρνείται να φλυαρήσει για μπλοκάκια, κλαδικές συμβάσεις, μισθωτή
απασχόληση, ομαδικές απολύσεις, κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, βαριά
και ανθυγιεινά επαγγέλματα, επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας, θέσεις πλήρους εργασίας, μερική απασχόληση, εταιρίες μίσθωσης
εργαζομένων, εξαναγκαστική (εκβιαστική) επιστροφή μισθού (ενέσεις μαύρου
ρευστού στον εργοδότη), εργολαβικούς
εργαζόμενους, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οικειοθελείς αποχωρήσεις, προγράμματα απασχόλησης, ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και
δημιουργία θέσεων εργασίας, προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, θετικό και
αρνητικό ισοζύγιο προσλήψεων, δείκτη ανεργίας, υπεράριθμους συμβασιούχους. Τίποτε
απ’ αυτά δεν περνάει μέσα από το φίλτρο της προσοχής του.
Κρατάει αποστάσεις από τη δημόσια κουβέντα και τη δημόσια
εκτόνωση. Δεν υπαινίσσεται καν το
σιδερένιο κλουβί και τους όρους
φυλάκισης. Η στρατηγική του, ο τρόπος του να το πολεμήσει και να σταθεί αντιμέτωπος
είναι να δώσει ζωή και να παρατάξει
απέναντι σ’ αυτό το κλουβί τα δρώντα υποκείμενα της λογοτεχνικής συνθήκης. Με δουλειά μυρμηγκιού συλλέγει εμπειρίες, πληροφορίες, λεπτομέρειες, νήματα, φτεράκια, υλικά για να
δώσει ζωή σε πρόσωπα που κινούνται από
την αναζήτηση του νοήματος, που «ψάχνουν κάτι να αγαπούν στη δουλειά τους», για την ακρίβεια, όχι κάτι αλλά το παν: «να
αγαπούν τη δουλειά τους ως μεταφορά του
εαυτού τους».
Τα δρώντα υποκείμενα
Είναι αυτό ακριβώς που κάνει τα υποκείμενα ανθρώπινα, που τα
κινεί να αντιστέκονται απέναντι στην επιβολή, που τους δίνει δυναμική, ατομική
στρατηγική και σχέδιο και τα οδηγεί να παλεύουν προκαλώντας τους όρους
επιβίωσης που έχουν επιβληθεί στην αγορά εργασίας, στο σιδερένιο κλουβί. Στις περισσότερες
περιπτώσεις επιτυγχάνουν, παρά το κόστος κι αυτό είναι ο θρίαμβος της
συμφιλίωσης με τον κόσμο της εργασίας. Στις λίγες περιπτώσεις που αποτυγχάνουν, όπως συμβαίνει με τη νεαρή
ηθοποιό στο ρόλο της («Βεάκειο»), η ματαίωση είναι σκληρή: «Δεν χρειαζόταν τίποτα για να πλάσει το ρόλο,
καμία ανάμνηση αισθημάτων, κανένα βίωμα… δεν χρειαζόταν να νιώσει τίποτα». Η ανθρώπινη
διάσταση είναι συνδεδεμένη με τη δουλειά, το κύκλωμα που τροφοδοτεί το
κοινωνικό υποκείμενο, σώμα-αισθήματα-βίωμα-αίσθηση-νόημα, ή θα είναι
ολοκληρωμένο ή θα καεί, θα σβήσει. Τι άνθρωπος είσαι αν δεν μπορείς να τα δώσεις
όλα, αν δεν έχεις υπόσταση, αν δεν μπορείς να πράξεις αυτό που νιώθεις, αν εντέλει
δεν νιώθεις;
Έχουμε εδώ μπροστά μας τη λογοτεχνική αυτονόμηση της «δουλειάς»,
την αφηγηματική της επανεννοιολόγηση, μέσα από
τις «δομές και σχέσεις εργασίας
που χαρακτηρίζουν γενικότερα την εποχή μας» αλλά και με το οδηγητικό νήμα του συγγραφέα για την «ιδιαίτερη καθολικότητα που έχει
αποκτήσει σήμερα ο εργαζόμενος άνθρωπος». Ποιος μίλησε για τους εργαζόμενους ως
παράρτημα των μηχανών, άβουλους και παθητικούς; Ποιος μίλησε για απόλυτη
αλλοτρίωση; Ο συγγραφέας διαπιστώνει πως «δεν έχει νόημα πια να δικάσουμε
άκριτα ό,τι θεωρούμε ως αυτοματοποίηση και άρα αλλοτρίωση, και σίγουρα να
σταματήσουμε να τη θεωρούμε απλουστευτικά ως το κακό "άλλο" μιας
"αληθινής" κοινωνικής και εργασιακής ζωής». Η διαπίστωσή του
δικαιώνεται καθώς καταφέρνει να σηκώσει
την αυλαία ενός πολέμου χαρακωμάτων, του κόσμου της εργασίας ως μιας μάχης σώμα
με σώμα. Ναι, τα πλαίσια και οι κανόνες που επιβάλλονται από την
κεφαλαιοκρατική κοινωνία και την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού είναι άτεγκτα,
ωστόσο αυτό έχει ειπωθεί με πολλούς τρόπους, καιρός είναι να δούμε τώρα τι
κάνουμε, όχι στο γενικό θόλο που
περιβάλλει το σύμπαν αλλά στον
ίδιο τον κόσμο της εργασίας, εκεί που συντελούνται οι καθημερινές αέναες διαδικασίες,
εκεί που «η εργασία η ίδια είναι η
ένταση των ιστοριών του βιβλίου και στο υπόγειό της βρίσκεται ο εσωτερικός
κόσμος των ηρώων».
Αυτή η γήινη ματιά
του συγγραφέα μας μαθαίνει πολλά περισσότερα και πολύ διαφορετικά από τις
αναλύσεις που διαβάζουμε στα εργασιακά και αφορούν τις «δομές». Χωρίς
ουμανιστική ρητορική, χωρίς δικαιωματική λογική, χωρίς επίδειξη τραυμάτων. Το
τραύμα υπονοείται δεν επιδεικνύεται. Δεν είναι γρατζούνισμα στο γόνατο, είναι
βαθύ, κοινωνικό και πολιτισμικό. Η δουλειά είναι η υπέρβασή του πότε μέσα από το
ίδιο της το νόημα, πότε από τη συμπληρωματικότητά της, την κινητικότητα (από εργάτης
τεχνίτης, από ανθρακέας συγκολλητής, από
προσωρινός μόνιμος) και πότε μέσα από τη χρηματική ανταμοιβή που μετατρέπεται σε αυτοκίνητο, παραθαλάσσιο
οικόπεδο, στην τράπεζα πενήντα χιλιάδες ευρώ, τριώροφο για τα παιδιά («Στο
Μουσείο») ή σε εξασφάλιση για το μέλλον («Στα τέσσερα»). Αλλά το κυριότερο, η δουλειά είναι μια φλέβα
που αιματώνει τον τρόπο να
αντιλαμβάνονται τα υποκείμενα τη θέση τους, τη δράση τους, την κοινωνικότητά
τους, τη δύναμη και την αδυναμία τους, είναι η δομή αίσθησης της κοινωνίας (R. Williams).
Το τραύμα
Το τραύμα, διαρκώς
παρόν, ταξικό, τρόπου ζωής, ανήκειν, αιμορραγεί και επιδεινώνεται από την ανασφάλεια, την
υπερβολική προσπάθεια, την αμφιθυμία, τη σωματική εξάντληση, τον ανταγωνισμό, την
έλλειψη κυρίως εμπιστοσύνης, συμπόνιας,
οικειότητας, αλληλεγγύης. Όμως στην
αφήγηση του Κώστα Περούλη τα τραύματα είναι μπανταρισμένα σφιχτά για να
αντέξουν οι ήρωες την κόπωση και τις κακουχίες και, κυρίως, για να αντέξουν τις
σχέσεις εξουσίας που γεννιόνται μέσα τους και διεισδύουν από παντού με τη μορφή
χρήματος, σεξισμού, κάθε είδους κυριαρχικής επικράτησης. Ο κόσμος αυτός δεν
είναι αγγελικά πλασμένος. Αντίθετα, μαζί με τον ιδρώτα, την αγωνία και το
μόχθο, ο συγγραφέας μας φέρνει σε επαφή με την κουλτούρα της καθημερινής ζωής, όποια κι αν
είναι η κοινωνική θέση του ήρωά του.
Οι ήρωες είναι
επινοητικοί, ικανοί, διεκδικητικοί, προσανατολίζονται προς το καλύτερο
μεροκάματο, προς την πιο απαιτητική αλλά προσοδοφόρα δουλειά, μερικές φορές στα
όρια της παρανομίας, παίρνουν ρίσκα, κάνουν δοκιμές, συγκρούονται, παθιάζονται .
Δεν υπάρχουν στο βιβλίο ήρωες παθητικοί
και στο έλεος ενός εργοδότη, όλοι βρίσκονται
κάπου ανάμεσα στη δουλειά και τη στάθμιση, την αριθμητική της προσθαφαίρεσης
και τον υπολογισμό. Ξύπνιοι τεχνίτες, αυτοαπασχολούμενοι
ελεύθεροι επαγγελματίες, εργολάβοι,
αγρότες, ευκατάστατοι γόνοι, δικηγόροι, προσπαθούν να μαντέψουν τις αλλαγές, να καβαλήσουν το κύμα, αναζητούν
μια καλύτερη θέση εργασίας, παίρνουν δουλειές με κάθε τρόπο. Οι πληροφορίες, οι
εκτιμήσεις, οι τιμές, οι ναυπηγήσεις, οι
συνεταιρισμοί, οι διαφημίσεις στο διαδίκτυο, τα ποσοστά κέρδους, τα τραπεζικά
μικροδάνεια, οι πιστωτικές κάρτες, οι μετοχές, δεν τους είναι ξένα, αντίθετα τα
επεξεργάζονται ως την τελευταία
λεπτομέρεια και πιθανότητα, όλα βρίσκονται στον ορίζοντά των υπολογισμών
τους, κόστος-όφελος-κόστος-όφελος. Από δω και η σκληρή ματιά χωρίς
νοσταλγία απέναντι στο παρελθόν των ίδιων των πατεράδων τους: “Εργάτες
κουρελήδες του πενήντα κι όλο για αρρώστιες, φτώχεια, απεργίες, πασχαλινά
γλέντια μέσα στο εργοστάσιο. Γραφικότητες.” Είναι ένας κόσμος της εργασίας που
αντιστέκεται στην επιβολή, ψάχνοντας στα τυφλά να μάθει τους κανόνες της γνώσης, της τέχνης, του επαγγέλματος και
του κέρδους, να πλησιάσει ένα βήμα πιο
κοντά σ’ αυτή τη μηχανή που όλα τα αλέθει, με όλο του το είναι. Με όλο του το
είναι κι όχι «σα δαρμένο σκυλί».
Οι μηχανισμοί
Γι’ αυτό και οι
ήρωες ανιχνεύουν και βιώνουν με σχολαστική
επιμέλεια (χάρη στην εξαιρετική έρευνα του συγγραφέα), καθένας από τη μεριά του
το
μηχανισμό του εργοστασίου, του χωραφιού, του διαδικτύου, του
χρηματιστηρίου, του καραβιού, του δικαστηρίου, του σώματος ασφαλείας, του
νοσοκομείου, του θεάτρου, τα συστήματα πορνείας των αρσενικών. Οι εκβιασμοί, οι μικρές κομπίνες, οι παλιανθρωπιές, η παράκαμψη των ηθικών
κανόνων, η βία ακόμη απέναντι στον πιο αδύναμο δεν τους είναι άγνωστα, ωστόσο
αυτά δεν αναιρούν την πίστη τους στην «τεχνογνωσία» των λειτουργιών του χώρου
της δουλειάς τους. Σε όποιο σημείο της κοινωνικής κλίμακας κι αν βρίσκονται
βιώνουν την αίσθηση του εαυτού τους και σε επέκταση του κόσμου της εργασίας σαν
μια διαδραστική σύνδεση. Όπως μας λέει ο Κώστας Περούλης «κάθε δουλειά φέρει
μέσα της την μοναδική αίσθηση ενός κόσμου. Αυτός ο κόσμος, ζωντανός κόσμος,
όταν κάνουμε τη δουλειά μας, μας περνάει όλο και πιο απαρατήρητος επειδή μαζί
μ' αυτόν μας περνάει απαρατήρητος και ο εαυτός μας». Σαν συγγραφέας, ο Περούλης
αποφασίζει να μην αφήσει αυτή την πολύτιμη σχέση να ματαιωθεί και την κρατάει ζωντανή στους ήρωές του,
δίνοντας ένα σήμα στην πραγματική ζωή όπου διαπιστώνεται έλλειμμα.
Με τον τρόπο
αυτό, η τεχνογνωσία, οι πληροφορίες, οι
τεχνολογίες, όλα αναδεικνύονται σε απαραίτητα
στοιχεία της δουλειάς αλλά και σε
«αρμούς του κοινωνικού κόσμου». Οι ήρωες αντιμετωπίζουν την εργασία τους σε μεγάλο βαθμό ως εμπόρευμα και
επένδυση, είναι εξαρτημένοι αν τους τοποθετήσουμε στο μεγάλο κάδρο αλλά
ανεξάρτητοι κάτοχοι των μέσων παραγωγής
τους και ελεύθεροι διαχειριστές των κοινωνικών τους σχέσεων στο μικρό. Κανείς
δεν κλαίγεται, δεν παραπονιέται, δεν καταγγέλλει την αδικία, δεν κάνει πίσω, δεν
ζητάει με παράπονο το δίκιο του, δεν
ζητάει χάρες. Όλοι παλεύουν με το θηρίο. Και είναι οξύμωρο που μόνο ο ευκατάστατος
νεαρός γόνος που παίζει μετοχές στο διαδίκτυο αναζητώντας αεριτζίδικο κέρδος,
μόνος αυτός παραπονιέται σε κάποια στιγμή: «Μου ‘ρχόταν να βάλω τα κλάματα, ήταν αδικία, αδικία. Κοίταζα την οθόνη
περιμένοντας δεν ξέρω τι.»
Κοινωνικός
ρεαλισμός
Το γεωγραφικό σκηνικό
ανοίκειο, ξένο, χωρίς προσωπικές αναφορές για τον μέσο αναγνώστη, χωρίς
ευκολίες πρόσβασης, χωρίς
συναισθηματικές φορτίσεις, αναμνήσεις, σχολιασμούς: Σχιστό, Ταύρος, Ρέντη, Δραπετσώνα, Πέραμα,
Ελευσίνα, Ιερά οδός, Καβάλας, Μανιάτικα,
Χαϊδάρι, Αιγαλέου, Σκαραμαγκάς,
Ασπρόπυργος. Μια άλλη πόλη, γυμνή, άγνωστη κατά τεκμήριο στους αναγνώστες
διηγημάτων, πιο κοντά στο άγριο σινεμά, πιο κοντά στο ερώτημα παρά στην
απάντηση, πιο κοντά στο φόβο παρά στην ελπίδα. Ένα με τη δράση της ιστορίας, «όχι
απλώς το ντεκόρ της».
Ο ρυθμός
εξοντωτικός, ανελέητος, αποδοτικός, χωρίς ανάσα: «πενήντα χιλιάδες δραχμές σε
τρεις μέρες», «πεντακόσια τελάρα το κατοστάρικο», «εξήντα κλούβες σε είκοσι
λεπτά». Ενώ η εργασία κάθε ήρωα είναι «ο κόσμος που φέρει ο ήρωας, όχι απλώς ο
κόσμος μέσα στον οποίον κινείται».
Ο «κοινωνικός
ρεαλισμός» του Κώστα Περούλη μας προσφέρει μια εξαιρετική πολιτισμική ανάγνωση
του διευρυμένου «λαϊκού», με την έννοια των πολιτισμικών πρακτικών της
καθημερινότητας. Δεν χρησιμοποιεί τη σχέση με τη δουλειά για να παράξει δράμα αλλά για να ανιχνεύσει νόημα. Χωρίς να της αφαιρεί τον βιοπορισμό, αποκαθιστά τη θεμελίωση της δουλειάς στην «κοινωνική ζωή, που περιλαμβάνει
κατά κανόνα τον ταξικό και τον πολιτισμικό
προσδιορισμό» του υποκειμένου. Δεν πρόκειται για το αδικημένο,
ανυπεράσπιστο κοινωνικό λαϊκό περασμένων
εποχών αλλά για μια μαχητική καθημερινότητα που παλεύει με το τραύμα και το habitus και τη Διάκριση και τις πολιτισμικές πρακτικές, με τις στάσεις, τις
νοοτροπίες, τις συμπεριφορές. Ένας διαρκής και αέναος πόλεμος ταυτοτήτων μέσα από την «ολοκληρωμένη
αίσθηση ενός κόσμου αξεχώριστα υλικού
και κοινωνικού και προσωπικού».
Το πολιτισμικό
πεδίο της καθημερινής ζωής
Εδώ και καιρό, τα
πολιτισμικά σχήματα του προοδευτικού
χώρου μοιάζουν αποστειρωμένα και στείρα, αδύναμα να φωτίζουν όσα σκοτεινά και περίπλοκα
προβλήματα της κατανόησης του κόσμου και του εαυτού έχουμε να λύσουμε. Το
βλέμμα του Κώστα Περούλη είναι απροκατάληπτο, ανατρεπτικό, ανελέητο σαν νυστέρι. Καταφέρνει
να διατρέξει το πολιτισμικό πεδίο μάχης υποψιασμένος και αποκαλυπτικός μπροστά στα «φαινομενικά ανεξήγητα φαινόμενα της
καθημερινής ζωής» όπως τα χαρακτηρίζει ο
Geertz. Ερευνά με κοινωνιολογικό βάθος και ακρίβεια την
κουλτούρα της καθημερινής ζωής, την εννοιολογεί με τα ιδιαίτερα εργαλεία της
λογοτεχνικής γραφής, με σπάνια τρυφερότητα, σαν κάτι πολύ δικό μας, ζεστό
και μοναδικό στις ιθαγενείς εκφράσεις της.
Γι’ αυτό, πέρα
από την εξαιρετική του πρόκληση στο πεδίο της λογοτεχνικής αφήγησης, ο Κώστας Περούλης μας
προκαλεί στο πεδίο του νοήματος της
κουλτούρας της καθημερινής ζωής και της παραγωγής νέων υποκειμενικοτήτων. Έχοντας στήσει το παρατηρητήριό του στο κρίσιμο πεδίο όπου δίνεται καθημερινά η
μάχη για την πολιτισμική κυριαρχία, διαστέλλει τον πολιτισμικό ορίζοντα της πόλης και της ανθρωπογεωγραφίας της,
αναδεικνύοντας τα έκκεντρα δίκτυα, διαδικασίες και πρωταγωνιστές που εργάζονται
αενάως κάτω στο χώμα, στη μυρμηγκοφωλιά. Πάνω οι βιτρίνες γυαλίζουν στο ήλιο
αλλά είναι κενές. Ο εκπολιτισμός
απέτυχε, ώρα να ξανασκεφτούμε την πολιτισμική μας ζωή απ’ την αρχή με το δικό
μας τρόπο, να αναζητήσουμε την πολιτισμική μας ιθαγένεια.
Άποψη της έκθεσης |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου