ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ
Πώς προετοιμάστηκε το «1968»; Ο Μάης μπορεί να το συμβολίζει, αλλά το
«1968» έχει τις αφετηρίες του στις αρχές της δεκαετίας και, μάλλον, συνεχίζει
μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Πολλοί και διαφορετικοί λόγοι οδήγησαν σε
μία γενικευμένη κριτική της κυρίαρχης ιδεολογίας, κυρίως όπως αυτή αποτυπώθηκε
στον επαναπροσδιορισμό του κοινωνικού ρόλου της νεολαίας, των γυναικών, και των
μαύρων.
Μια πτυχή της περιόδου, για την οποία μάλλον δεν έχει γίνει τόσο ενδελεχής
συζήτηση, είναι οι επιπτώσεις του πολέμου του Βιετνάμ στην διαμόρφωση ενός
κριτικού λόγου για τις φυσικές επιστήμες. Η σχεδόν αξιωματική αποδοχή, ότι η
πρόοδος των επιστημών θα φέρει την λύση όλων των κοινωνικών προβλημάτων,
καθιερώθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και αποτέλεσε βασικό στοιχείο
της ιδεολογίας του Ψυχρού Πολέμου: η πυρηνική ενέργεια θα παρείχε φτηνή
ενέργεια σε όλα τα φτωχά νοικοκυριά, η πράσινη επανάσταση τροφή για όλους. Ο
καπιταλισμός διέθετε περισσότερα ψυγεία και τηλεοράσεις στα νοικοκυριά, και ενώ
οι Σοβιετικοί ήταν πρώτοι με το Σπούτνικ, οι Η.Π.Α. είχαν βάλει στόχο και έγιναν
οι πρώτοι που κατάφεραν να
προσεληνωθούν.
Από τις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, είναι δυνατόν να ανιχνευθούν αποκλίσεις
από την, γεμάτη θριαμβολογία και υποσχέσεις, ιδεολογία του. Πολλά γεγονότα και
πρωτοβουλίες, των οποίων οι θεωρητικές παραδοχές και οι πρακτικές επιπτώσεις
συγκρούστηκαν με τις απόψεις που εξέφραζε ο Ψυχρός Πόλεμος, αμφισβήτησαν το status quo και επιχείρησαν να
προτείνουν εναλλακτικές για πολλές όψεις της καθημερινότητας, όπως για
παράδειγμα στο πεδίο της βιομηχανικής παραγωγής, της επιστημονικής έρευνας,
στην εκπαίδευση.
Η αμφισβήτηση αυτή είχε μια αναγνωρίσιμη γενεαλογία σε όλη τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1960, και επέφερε σημαντικές ρωγμές στην κρατούσα αντίληψη πως η
επιστήμη ήταν μια συνεχής συσσώρευση νέας και χρήσιμης γνώσης που εξυπηρετούσε το
καλό της ανθρωπότητας. Ήδη το 1962, δημοσιεύεται το βιβλίο της Rachel Carson, Η Σιωπηλή Άνοιξη, που αναδεικνύει τις ολέθριες
επιπτώσεις των εντομοκτόνων. Σε λίγα χρόνια, ακολουθεί ο Barry Commoner με το βιβλίο του Επιστήμη και Επιβίωση.
Και τα δύο βιβλία εγκαινίασαν έναν νέο λόγο, αυτόν την περιβαλλοντικής
επιστήμης, και επηρέασαν πολλούς επιστήμονες, ανεξάρτητα αν το αντικείμενό τους
σχετιζόταν άμεσα με αυτά τα προβλήματα. Έχει ενδιαφέρον, ότι η ανάδειξη του
περιβαλλοντικού προβλήματος και η νομιμοποίηση των επιστημών περιβάλλοντος
αποτέλεσαν –προφανώς μέσα από τις αντιφάσεις τους− σημαντικές εναλλακτικές
προτάσεις στην τεχνοκρατία. Η δημοσίευση του βιβλίου Επιστήμη Ενάντια στον Λαό αποκάλυπτε τις δραστηριότητες της
Επιτροπής Jason, στην οποία επιφανείς επιστήμονες της εποχής σχεδίαζαν ολοένα
και πιο φονικά όπλα που θα χρησιμοποιούνταν στο Βιετνάμ. Με αφορμή τις εξεγέρσεις
στα γκέτο των μαύρων, το 1965 στο Watts, δόθηκε τεράστια δημοσιότητα αλλά και χρηματοδότηση στις έρευνες που
«αποδείκνυαν» την γενετική βάση της επιθετικότητας.
Όλα αυτά, και άλλα παρεμφερή, όχι μόνον
τραυμάτισαν την καθοριστική για την ηγεμονική ιδεολογία σχέση της επιστημονικής
προόδου με την κοινωνική ευημερία, αλλά δημιούργησαν για πρώτη φορά βαθιά
ρήγματα ανάμεσα στα μέλη της επιστημονικής κοινότητας. Δεν ήταν ρήγματα που
δημιουργήθηκαν λόγω των διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων των μελών της
κοινότητας, όπως έγινε στον μεσοπόλεμο, με τους αριστερούς επιστήμονες να αμφισβητούν
την κοινωνική λειτουργία των επιστημών στον καπιταλισμό. Στην δεκαετία του
1960, τα ρήγματα ανάμεσα στα μέλη της επιστημονικής κοινότητας είχαν σχέση με τον
χαρακτήρα της ίδιας της επιστήμης, με την άκριτη αποδοχή της επιστημονικής
προόδου, με το αξιακό σύστημα των επιστημόνων, και, το σημαντικότερο, με την
υποψία ότι οι επιστήμες δεν είναι ουδέτερες αλλά κι αυτές κοινωνικά
καθορισμένες. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και του
1970, ένας σημαντικός αριθμός επιστημόνων δημοσιοποίησαν την κριτική τους και
προσπάθησαν να αρθρώσουν έναν εναλλακτικό λόγο.
Οι σοκαριστικές επιπτώσεις των εντομοκτόνων, η εμπλοκή επιστημόνων στην
οργάνωση των φρικαλεοτήτων που διαδραματίστηκαν στο Βιετνάμ, η εκ νέου συζήτηση
για τις λοβοτομές, με στόχο τον περιορισμό της βίας, η ενεργειακή κρίση και η
συνειδητοποίηση πως υπήρχαν μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον από
ανθρώπινη δραστηριότητα, άφησαν αποτυπώματα τα οποία ακόμη και σήμερα είναι,
άλλα λίγο και άλλα πολύ περισσότερο, ορατά στον δημόσιο λόγο περί των
επιστημών. Πολλές ήταν πια οι σκιές που έπεσαν στην λαμπερή εικόνα των φυσικών
επιστημών, και δεν κατάφεραν να απαλλαγούν από αυτές.
Στην Αγγλία, τα δύο περιοδικά που συσπείρωσαν την κριτική της επιστήμης
ήταν το Radical Science Journal και το Undercurrents, the magazine for radical science and the people’s technology. Το 1972, το δεύτερο, συμπύκνωνε στην ιδρυτική του διακήρυξη το πνεύμα της
εποχής:
«Έχουμε την αίσθηση πως η
επιστήμη έχει σε μεγάλο βαθμό απωλέσει την αρχική της επιδίωξη, “την αναζήτηση
της αλήθειας”. Κι αν αυτό σήμερα ακούγεται παρωχημένο, δίνει το μέτρο της απομάκρυνσής
της από αυτόν τον στόχο. Το περιοδικό πιστεύει πως υπάρχει περιθώριο
δημιουργίας μιας πιο προσγειωμένης αλλά και πιο “σοφής” επιστήμης, μιας
επιστήμης που θα έχει επίγνωση των ορίων της αλλά και των δυνατοτήτων της, και
η οποία θα δώσει έμφαση σε ανεξερεύνητες περιοχές της ανθρώπινης εμπειρίας,
προκειμένου να εντοπίσει εκείνα τα ίχνη που θα μπορέσουν ενδεχομένως να
αναδείξουν συνθέσεις με περισσότερο νόημα και σχετικότητα από ό,τι
οραματίζονται τα φιλοσοφικά μας σχήματα σήμερα».
Η αμφισβήτηση αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστη την ακαδημαϊκή κοινότητα, ακόμη
και των πιο συντηρητικών ιδρυμάτων. Το 1969, ένα σημαντικός αριθμός
καταξιωμένων ακαδημαϊκών, περιλαμβανομένων 40 Μελών της Βασιλικής Ακαδημίας με
επικεφαλής τον νομπελίστα Maurice Wilkins, είχαν ήδη ιδρύσει τη Βρετανική Εταιρία
για την Κοινωνική Ευθύνη των Επιστημών. Στόχος τους ήταν η διερεύνηση των
ατομικών και συλλογικών ευθυνών που έφεραν οι επιστήμονες, ο εντοπισμός
πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων που επηρεάζουν την πρακτική της
επιστήμης και της τεχνολογίας, και η ανάδειξη των επιπτώσεων που επιφέρει η
επιστημονική πρόοδος, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα κοινό με κριτική αντίληψη
σε θέματα επιστήμης. Το αποτέλεσμα της αρθρογραφίας αυτών των περιοδικών, και
των πρωτοβουλιών που ανέλαβαν συσπειρώσεις επιστημόνων, ήταν να αναδειχθούν
πρωτίστως οι πολιτικές συνδηλώσεις της επιστημονικής έρευνας σε κάποιους
τομείς. Η επιστήμη και η τεχνολογία δεν μπορούσαν πλέον να πορεύονται στο
απυρόβλητο. Υπήρχε ολοένα και περισσότερο η πεποίθηση πως το πρόβλημα δεν
εξαντλούνταν στο «κακές» εφαρμογές, μιας κατά τα άλλα «καλής» επιστήμης. Το
πρόβλημα είχε τη ρίζα του στην συγκρότηση της ίδιας της επιστημονικής
δραστηριότητας, είτε αυτή σχετιζόταν με την παραγωγή νέας γνώσης είτε στις
εφαρμογές της.
Είναι ενδιαφέρον, ότι τα αγγλικά πανεπιστήμια της δεκαετίας του 1960 αναδείχθηκαν
σε προνομιακούς χώρους αυτής της κριτικής, και πως η κριτική διαχύθηκε από και
προς πανεπιστημιακούς χώρους μέσα από ένα σύστημα «συγκοινωνούντων δοχείων». Η
μεταπολεμική Βρετανία είχε βιώσει την δραματική αύξηση των εισακτέων στα
πανεπιστήμιά της, αριθμός που διπλασιάστηκε στην δεκαετία του 1960. Αυτή η νέα
φοιτητική κοινότητα, που περιελάμβανε περισσότερες γυναίκες και παιδιά από
φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, έγινε ο
πολλαπλασιαστής του αιτήματος για ένα άλλο παράδειγμα της επιστήμης.
Οι αποδείξεις για τις ολέθριες επιπτώσεις πολλών επιστημονικών εφαρμογών,
οι αποκαλύψεις ότι οι επιστήμονες ήταν οργανικό κομμάτι των φρικαλεοτήτων στο
Βιετνάμ, οι διεισδυτικές κριτικές στις προσπάθειες να θεωρηθούν οι εξεγέρσεις
φτωχών στρωμάτων ως αποτέλεσμα ελαττωματικών γονιδίων, έφεραν στο προσκήνιο
νέες προβληματικές, γύρω από τις επιστήμες, τον κοινωνικό τους ρόλο, τις αξίες
που εμπεριέχουν και την ηθική των λειτουργών της. Ήταν όλα αυτά μέρος του
«1968» και παραμένουν ένα σημαντικό τμήμα της δυναμικής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου