ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
Το πανάρχαιο έθιμο της αναγέννησης της ζωής μέσα από την αναγέννηση
της φύσης κάθε Άνοιξη, συμβολικά καταγράφεται σ’ όλες τις θεογονίες από τον
Άδωνη μέχρι τον Χριστό, όπως και το κόκκινο χρώμα που επίσης από την αρχαιότητα
συμβολίζει την αίσθηση της δύναμης και της ελπίδας για το Νέο: άνθρωπο, συλλογικότητα,
αξιακά προτάγματα, ιδεολογικο-πολιτικά οράματα, εξεγερσιακές αναζητήσεις,
αμφισβητήσεις βεβαιοτήτων, σε όλα τα επίπεδα, ιδιωτικά για πολιτικά. Και καθόλου
τυχαίο δεν είναι ότι βρίσκει την έκφρασή του στα χρόνια της Α΄ Βιομηχανικής
Επανάστασης με τον γιορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς με τα κόκκινα λάβαρα, από
το νέο Συλλογικό Υποκείμενο που διεκδικεί, στα χρόνια της νεωτερικότητας, την
λευτεριά τ’ ανθρώπου.
Ούτε προφανώς είναι τυχαίο ότι Άνοιξη συνεχίζουν να καταγράφονται, σε
όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μέσα στο χρόνο, οι περισσότερες εξεγερσιακές
ή επαναστατικές αναζητήσεις της λευτεριάς, από κάθε μορφή εκμετάλλευσης και
αλλοτρίωσης. Από την Ελληνική και Λατινοαμερικανική Επανάσταση, την μισο-αγνοημένη
«Άνοιξη των Λαών» του 1848, την Κομμούνα του Παρισιού Άνοιξη του 1871, την
άφιξη του Λένιν στην επαναστατημένη Πετρούπολη και τις Θέσεις του Απρίλη του 1917, τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα,
μέχρι την ανεπανάληπτη εκείνη Άνοιξη του 1968, που διεκδίκησε μια Ελευθερία όχι
μόνο συλλογική μα και ατομική και ταυτόχρονα παγκόσμια. Μια ελευθερία …ελευθεριακή,
όπως την χαρακτηρίζει και η Ροσάνα Ροσάντα, και αέναα νέα: αγέραστο σύμβολό της
η νεανική μορφή του Τσε, καθόλου επίσης τυχαίο.
«Θύελλα που σάρωσε την οικουμένη», την χαρακτηρίζει ο Ταρίκ Αλί και
η οποία «ξεκίνησε από το Βιετνάμ φύσηξε πάνω
από την Ασία, πέρασε τις θάλασσες και τα βουνά για να φτάσει στην Ευρώπη και
πέρα από αυτήν…» , στην Βόρεια και Νότια Αμερική, στην Αφρική,
υπερβαίνοντας και τις δύο πλευρές των διαχωρισμών που επέβαλε ο ψυχρός πόλεμος.
Μπέρκλεϋ Βερολίνο, Παρίσι, Πράγα, Ρώμη, Βαρσοβία, Λονδίνο, Βελιγράδι, Τόκιο,
νοτιοαφρικανικό Σοβέτο, Μεξικό, Ρίο ντε Τζανέιρο, και πόσες ακόμη πόλεις…. συγκλονίζονται
από ένα εξεγερσιακό κύμα με παλιά και νέα κοινωνικά κινήματα-αιτήματα, από το
νέο, δυναμικό γυναικείο κίνημα, το κίνημα ειρήνης, το οικολογικό, μα και εκείνο
των Χίπις, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της μουσικής των Μπήτλς, της Μαύρης Δύναμης,
των «Λυσσασμένων» και «Kαταστασιακών»
των πανεπιστημιακών καταλήψεων, του κινηματογράφου, της άνθισης της
υποκειμενικότητας, της έξαρσης του αυθόρμητου.
Φορέας αυτής της πλανητικής εξέγερσης ένα νέο Αριστερό Συλλογικό
Υποκείμενο, το οποίο συγκροτούν διαταξικές «διακεκριμένες
κοινωνικές κατηγορίες» φοιτητών και μεγάλης μερίδα διανοουμένων παραγωγών.
Δηλαδή, κοινωνικά σύνολα τα οποία −σύμφωνα με τις αναλύσεις του Πουλαντζά− λόγω
της «υπερπροδιοριστικής τους σχέσης με
την ιδεολογικο-πολιτική σφαίρα… και το ειδικό τους κάθε φορά βάρος» τα
καθιστά δυνάμει ικανά, να αποκτούν πολιτική ενότητα και συνοχή, στον τρόπο
πρόσληψης των αξιών της ζωής, με κοινές ευαισθησίες, στυλ εμφάνισης, ακροάματα,
και παρά τις ταξικές, πολιτισμικές, εθνοτικές καταγωγές των μελών τους, να
μετεξελίσσονται, με μια εκπλήσσουσα συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου, σε
κοινωνικές δυνάμεις επίδρασης με «κατάλληλα
αποτελέσματα»!
Οι συνθήκες συμπύκνωσης του
ιστορικού χρόνου εμφανίζονται από τις απαρχές της δεκαετίας του ’60. Συνθήκες δυναμικές
μα και αντιφατικές, ετερόκλητες, πολλές φορές και συγκρουόμενες, που διατρέχουν
την υφήλιο: αντιαποικιακά κινήματα, πόλεμος στην Αλγερία, πορεία της Κουβανικής
Επανάστασης, αμερικανική αποτυχία απόβασης στον Κόλπο των χοίρων, κρίση
πυρηνικού ολέθρου, κίνημα μη βίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ αλλά και Μαύροι
Πάνθηρες, πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα, πείραμα Αλλιέντε στη Χιλή, κίνημα
Αδεσμεύτων, κίνημα ειρήνης, βίαιη διάψευση των ελπίδων που γέννησε το 20ό
Συνέδριο του ΚΚΣΣΕ, ψυχροπολεμικοί ανταγωνισμοί στη γη και το διάστημα, τέλος
της ευρωκεντρικής αντίληψης της πορείας του κόσμου, άρνηση της αλλοτριωτικής
εξέλιξης των μεταπολεμικών μοντέλων ανάπτυξης κι ενός παθητικού καταναλωτικού προτύπου
αυξανόμενης γραφειοκρατικής πορείας των κοινωνιών και απαξίωσης της ουσίας της Δημοκρατικής
Αρχής.
Και τόσα ακόμη, που πολλαπλασιάζονται όσο προχωράει η δεκαετία του ’60,
με κορύφωση, στις αρχές του ’68, την δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, την
απόπειρα εναντίον της εμβληματικής μορφής του βερολινέζικου φοιτητικού
κινήματος Ρούντι Ντούτσκε, και ένα χρόνο πριν την αμερικανική στήριξη της
πρώτης μεταπολεμικά στην Ευρώπη στρατιωτικής δικτατορίας, που επιβλήθηκε στην
Ελλάδα, τις ελπίδες που γέννησε η «Άνοιξη της Πράγας». Ενώ την ίδια περίοδο πληθαίνουν
οι μαυρόασπρες συγκλονιστικές εικόνες στις εφημερίδες, αλλά και μέσα από το νέο
δυναμικό μαζικό μέσο ενημέρωσης την τηλεόραση, που εισβάλει στον ιδιωτικό χώρο των
πολιτών, αναδείχνοντας τη βία των αμερικανών στο Βιετνάμ και τη νικηφόρα
προέλαση των Βιετκόνγκ.
Κάτι αντίστοιχο είχε να εμφανιστεί από το άλλο ιστορικό προηγούμενο –αν
και μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο– της «χρονιάς θαυμάτων» του 1848. Το πιστοποιούν,
εκτός των άλλων, και οι ίδιας μορφής και έντασης πολεμικές, των συντηρητικών
πολιτικών αναλυτών, τότε του Τοκβίλ, το ’68 του Αρόν, που παραπέμπει άλλωστε
στον Τοκβίλ για να κατακεραυνώσει αυτό το «καρναβάλι
μιας μαραθώνιας πολυλογίας».
Μιας πολυλογίας, όμως, η οποία ανατρέπει τον κυρίαρχο Λόγο, μιας
μαρξιστικής ανάγνωσης, αναγωγής όλων των κοινωνικών αντιθέσεων, σε αγώνα των
δυνάμεων της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο. Αναγωγής που θεωρεί όλες τις άλλες
αντιθέσεις και αλλοτριωτικές καταστάσεις, απαξιωτικά ως «δευτερεύουσες», ή
αποπροσανατολιστικές και ψευδείς, παρά την ανάλυση του ίδιου του Μαρξ. Η Ροσάνα
Ροσάντα –όπως μας θύμισε ο Χ. Λάσκος στο «Εντός εποχής» στα 40χρονα του Μάη−
σημείωνε πως η γενιά που ξεσηκώθηκε δεν αντιτάσσονταν μονοδιάστατα στην
αντίδραση, αλλά σε ολόκληρη την αρχιτεκτονική του καπιταλιστικού συστήματος «εμείς τους λέγαμε δικαίωμα στις σπουδές,
αυτοί έκαναν επίθεση στο σχολείο ως όργανο διαμόρφωσης της συναίνεσης· εμείς λέγαμε
δικαίωμα στην εργασία, αυτοί ήθελαν το τέλος της μισθωτής εργασίας· εμείς
θέλαμε περισσότερη αναδιανεμητική δικαιοσύνη κι αυτοί περιφρονούσαν την
κατανάλωση … Ήταν το πρώτο κύμα που αμφισβητούσε τον προοδευτισμό … Οι
αγωνιστές του ’68 ήταν ελευθεριακοί, ενάντια στους αστούς, ενάντια στο σύστημα,
αντικαπιταλιστές και αντιιμπεριαλιστές …», και συνάμα, προσθέτουμε εμείς,
ενάντια στην ανελευθερία των καθεστώτων που είχαν επιβληθεί πάνω στην
Μπολσεβίκικη Επανάσταση, ενός αυτο-αποκαλούμενου αυτάρεσκα «Υπαρκτού
Σοσιαλισμού».
Η γυμνή βία των κάθε είδους εξουσιαστικών μηχανισμών, προσλαμβάνεται
από τους ευαίσθητους δέκτες του νέου Συλλογικού Υποκειμένου, που συγκροτούν
φοιτητές και διανοούμενοι παραγωγοί, ως απαξίωση κάθε έννοιας νομιμότητας,
πολιτικής, ηθικής, αξιακής λειτουργίας και των δύο ετεροδιαχειριζόμενων μεταπολεμικών
κοινωνικών συστημάτων. Η έννοια της αυτοδιαχείρισης από τους ίδιους τους
πολίτες παραγωγούς του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου επανέρχεται στην
επικαιρότητα, υπερβαίνοντας τις γιουγκοσλαβικές στενωπούς και προσεγγίζοντας
τις χαμένες ελπίδες των πρώτων χρόνων της Αλγερινής Επανάστασης. Τα κείμενα των
Μαρκούζε και Βίλχεμ Ράιχ της δεκαετίας του ’30, της θεωρίας του αυθόρμητου της
Ρόζας Λούξεμπουργκ της δεκαετίας του ’10, του επαναστατημένου ανθρώπου του Καμύ
της δεκαετίας του ’50, οι θέσεις και η δράση των Λακάν, Μαντέλ, Αλτουσέρ και
προπάντων η ενεργή παρουσία του Σαρτρ, φλογίζουν τα πνεύματα και τις καρδιές,
δημιουργούν ελπίδες και οράματα μιας νέας ελευθερίας. Τα πάντα φαίνονται να
είναι δυνατά. Οι ιεραρχικές πυραμιδοειδείς δομές συλλογικότητας, ο
αλλοτριωτικός φορντισμός της παραγωγικής διαδικασίας που μετατρέπει την εργασία
σε μια απρόσωπη δουλειά, πνίγοντας κάθε έννοια Εγώ μέσα σ’ ένα άμορφο Εμείς,
οφείλουν να καταστραφούν.
Ένας συγκρουσιακός κύκλος, πλανητικών διαστάσεων, με καινοφανή και σε
μεγάλο βαθμό «ουτοπικά», για τους αναλυτές της ρεάλ πολιτικής του τότε μα και
του τώρα, ρεπερτόρια συλλογικής δράσης, με αξιακά περιεχόμενα ευαισθησιών,
ιδιαιτεροτήτων κάθε είδους και προσωπικής αξιοπρέπειας, διατρέχει τούτη την
Άνοιξη. Το ιδιωτικό απαιτεί την ισότιμη παρουσία του στον δημόσιο χώρο, η
ανάγκη ύπαρξης ελεύθερου χρόνου, υπέρβασης των ψυχοκαταναγκαστικών
καταναλωτικών μοντέλων ζωής, μέσα από μια γενικευμένη ελευθεριακή αντι-κουλτούρα
αυτοπροσδιορισμού συλλογικής και ατομικής «συνείδησης ζωής», που ονειρεύονταν ο
Καρλ Μαρξ, δημιουργούν νέα πολυφωνικά πεδία συγκρούσεων. Η λέξη αλλοτρίωση
κυριαρχεί παντού.
Το Παρίσι, για μια ακόμη φορά στην
ιστορία του, γίνεται το κέντρο συμπύκνωσης όλων αυτών των εξελίξεων. Από τα
αμφιθέατρα της Ναντέρ και της Σορβόννης, η εξέγερση απλώνεται στους δόμους και
τις λεωφόρους της πόλης −οι κυβόλιθοι των οδοστρωμάτων, για μια ακόμη φορά στην
ιστορία, γίνονται υλικό οδοφραγμάτων στο Καρτιέ Λατέν– συνεγείρει μαθητές
δασκάλους και καθηγητές των σχολείων όλης της χώρας, συμπαρασύρει τους
εργαζόμενους στα ραδιο-τηλεοπτικά μέσα, τις υπηρεσίες, ανατρέπει την γκλαμουριά
του φεστιβάλ των Κανών, για να σμίξει δυναμικά –παρά την αρνητική στάση των
επίσημων συνδικάτων και του Κομμουνιστικού Κόμματος– με τους εργάτες μέσα από
ακαθοδήγητες καταλήψεις εργοστασίων στην μεγαλύτερη Γενική Απεργία −κράτησε
σχεδόν ένα μήνα− του 20ού αιώνα, δέκα εκατομμυρίων εργατών.
Τι απέγινε και τι απέμεινε απ’ όλο αυτό το εξεγερσιακό κύμα; Αν όλα αυτά
φαίνεται να χάθηκαν μέσα στην παλινόρθωση των καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών
δομών, και μάλιστα στην πιο ακραία νεοφιλελεύθερη εκδοχή τους, η οποία επαναεπικαιροποίησε
τις ιδέες των αγνοημένων από την δεκαετία του ’40 Χάγιεκ και Φρίτμαν που τώρα ηγεμόνευσαν
για δεκαετίες, το πνεύμα αυτής της εξέγερσης δεν έσβησε. Η Άνοιξη του 1968
αρνείται να πεθάνει. Το επιβεβαιώνουν όχι τόσο οι συνεχείς αναφορές σ’ αυτή των
ριζοσπαστικών αριστερών ρευμάτων και τα ατέλειωτα αφιερώματα κάθε χρόνο σ’
αυτήν, όσο ένας διάχυτος φόβος ξορκισμού και απαλλαγής από το ελευθεριακό του
πνεύμα και συνειδητής προσπάθειας υποτίμησης από τους κάθε είδους συντηρητικούς
και ενσωματωμένους στο κυρίαρχο σύστημα πολιτικούς και αναλυτές.
Αυτή η μήτρα αναζητήσεων υπέρβασης του εκμεταλλευτικού σήμερα αποτελεί
αέναη πηγή έκφρασης κάθε αμφισβητησιακού κινήματος από τότε. Δεν είναι λοιπόν
τα 50 χρόνια μνήμης που ανασκαλεύουμε σήμερα, δεν είναι πολύ περισσότερο ένα
«μνημόσυνο» των νιάτων και των ελπίδων μας, είναι το πρόπλασμα του αύριο στον 21ο
αιώνα, όπως η Κομμούνα αποτέλεσε το πρόπλασμα εξεγέρσεων και επαναστάσεων του 20ού
αιώνα. Ο τυφλοπόντικας της ιστορίας συνεχίζει αέναα να σκάβει για το πότε και
πώς θα ξεσπάσει. «Τα βλαστάρια της
ουτοπίας –έγραφε ο Μπενσαΐντ– ξαναφυτρώνουν
από την αρχή. Το να ζητάς σήμερα το αδύνατο είναι να παλεύεις, με νύχια και με
δόντια, για το δικαίωμα στην εργασία, στη στέγη, στο να είσαι πολίτης. Είναι
ίσως λιγότερο λυρικό από το «η φαντασία στην εξουσία» κι από το «τα πάντα τώρα
αμέσως». Δεν είναι όμως λιγότερο ανατρεπτικό. Εξάλλου, ακόμα και οι γίγαντες
γεννήθηκαν μικροί» !
Αρκεί να μην αποδεχτούμε το σημερινά
αδύνατο ως παντοτινά αδιανόητο !
Να μην αναγάγουμε το όραμα της
ελευθερίας τ’ ανθρώπου σ’ ένα μεταφυσικό σοσιαλιστικό αύριο, να συνεχίσουμε να
παλεύουμε μέσα από μικρές και μεγαλύτερες ρωγμές σε όλα τα επίπεδα, προσωπικά,
συλλογικά, πολιτιστικά, ιδεολογικο-πολιτικά, κάθε μέρα, γι’ αυτό το μη
αλλοτριωτικό αύριο.
Και αν αυτό τον αγώνα τον
θεωρούν οι ρεαλιστές ουτοπικό, τους καλούμε, μαζί με τον Μπρεχτ, «να σκεφτούν γιατί είναι ουτοπικό;» Μια
που, όπως τόνιζε και ο Σαρτρ: «αυτό που
είναι σημαντικό [το 1968] είναι ότι η
δράση έγινε, όταν όλοι έκριναν πως ήταν αδιανόητη, επομένως μπορεί να ξαναγίνει»
!
Άλλωστε : «Ακόμα κι αν κόψουν όλα τα λουλούδια, η Άνοιξη θα έρθει»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου