Έτσι
είπες, ή έτσι νόμιζα; Εκεί σε μια πλατεία στην Σορβόνη; Ή κάπου αλλού; Όχι,
φθινόπωρο ήταν όταν σε γνώρισα, σ’ ένα σχολείο επαρχιακό. Μα τα βλέμματά μας, είπες,
είχαν ήδη συναντηθεί σε μια κόκκινη πλατεία, κάτω από τα πανώ που μιλάγανε για
έναν άλλο κόσμο, σοσιαλιστικό, ελευθεριακό.
Πενήντα
χρόνια πέρασαν από τον Μάη που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Και συ γρήγορα
ξεπέρασες τα στενά πολιτικά. Η πιο πολιτική πράξη, είχες πει, είναι νάναι
ελεύθερο το σώμα σου. Από εκεί όλες οι άλλες ελευθερίες έρχονται. Να διαθέσω το
σώμα μου όπου εγώ θέλω, είχες πει. Ακόμη και το μέρος που είναι το όλον, το
βλέμμα μου. Να ζωγραφίσει πάνω σε ένα άλλο βλέμμα τις ιστορίες της ζωής. Αυτές,
ξέρεις, της μέρας που κρύβει την νύχτα. Ναι, σε θυμάμαι να φωνάζεις γη και
ελευθερία, και ήξερα πως μέσα σου έλεγες γη το υπέροχο ερωτικό κρεβάτι κι ελευθέρια
το δόσιμο του κορμιού.
Ύστερα,
σε είδα, χρόνια μετά, να σεργιανάς στις αγορές του Καΐρου. Πάλι πρώτη Μαΐου ήτανε
θαρρώ. Τότε που είχες βγάλει πια τα πάνω ρούχα σου κι είχες μείνει εκεί,
μισόγυμνη, να φωνάζεις πάλι γη και ελευθερία, τότε που τρόμαξαν οι αχαλίνωτοι
της ηθικής, αυτοί με τουρμπάνια του θανάτου. Σε πήρα από εκεί, και στη ματωμένη
πλατεία βρεθήκαμε, να διαβάζουμε Ναζίμ Χικμέτ. Δεν έχω να σου δώσω τίποτε άλλο,
πάρεξ ένα κόκκινο μήλο, την καρδιά μου, μου είπες, κι εγώ δειλά έσκυψα το
κεφάλι μου, το βλέμμα μου σάρωσε τις αιμάτινες στάλες του δρόμου.
Πότε
στ’ αλήθεια σε γνώρισα; Νοιώθω ότι σε ήξερα πάντα. Τότε ακόμη που στο Σικάγο
είχαν βγει οι εργάτες να ζητήσουν αξιοπρέπεια. Ή, όταν διάβαζες δυνατά Λόρκα
και σταματούσαν οι σφαίρες οι φασιστικές στο άκουσμα των πυρωμένων στίχων. Και
στον τοίχο της Καισαριανής, ελάχιστα πριν ακουστεί ο κρότος του θανάτου,
έσταξες λίγες στάλες νερό στα χείλη των μελλοθανάτων. Χέρι, χέρι περπατήσαμε στην
πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα. Και νοιώθαμε την βία από το τραμπούκικο
εμπάργκο. Venceremos είπες, και στο βλέμμα
σου μια σιγουριά αταλάντευτη έδινε την υπόσχεση.
Δεν
υπήρχε φως εκείνη την νύχτα που το Παρίσι καιγόταν. Εκείνοι που δεν είχαν φωνή
κατέβηκαν στις πλατείες. Μα μέσα σε εκείνο το σκοτάδι μ’ αγκάλιασες. Δεν είπες
τίποτε, μόνο μια αγκαλιά από κείνες που θυμίζουν τα αρχέγονα. Πρώτη Μαΐου,
στους δρόμους της Πράγας, μια επανάσταση που χάθηκε, γιατί έγινε κράτος, έγινε
τύραννος. Ακούγαμε τζαζ παράνομα αλλά και λόγια από κείνα που σφραγίζουν τις
ζωές.
Τώρα με
βλέπεις; Δεν φοράω καθώς πρέπει ρούχα. Ένα τριμμένο τζιν φορώ κι ένα φθαρμένο
πουκάμισο. Δεν έχω τίποτε άλλο, ανέστιος, μόνο το βλέμμα έχω που μένει κραταιό
να θυμάται την πρώτη του Μάη. Και συ καπνίζεις πάλι άφιλτρα της Τσιγγάνας που
χάνεται κάπου στο βάθος του Δούναβη. Πάντα πρώτη του Μάη οι πολύχρωμοι δρόμοι.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Μιχάλης Νικολινάκος, Βάρκες, π. 1980, ακουαρέλα, 38 x 49 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου