29/4/18

Ροζίτα Σώκου


Αντιπροσωπευτική μιας «αυτοδίδακτης» εποχής

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

ΡΟΖΙΤΑ ΣΩΚΟΥ, Ο αιώνας της Ροζίτας (1900-1950) και Ο αιώνας της Ροζίτας (1957-2017), επιμέλεια Ιρένε Μαρεντέι, εκδόσεις Οδός Πανός, σελ. 440 & 472

«Βικτωριανή» χαρακτήρισε ο Μάρλο Μπράντο την Ροζίτα Σώκου, και η κοινή φωτογραφία τους κοσμεί τον δεύτερο από τους δύο τόμους της αυτοβιογραφικής έκδοσης Ο αιώνας της Ροζίτας που φιλοξενείται στον προγραμματισμό της Οδού Πανός, ενός ιστορικού εκδοτικού οίκου που χαρακτηρίζεται τόσο από τον εκλεκτικισμό των επιλογών όσο και από την ανάδειξη όψεων της δημοφιλούς κουλτούρας. Οι περίπου εννιακόσιες σελίδες του βιβλίου είναι γραμμένες με τον τρόπο της Ροζίτας, δηλαδή με τον τρόπο μιας εγγράμματης και πολυμαθούς δημοσιογράφου που γνώρισε τη γνώμη και τα ήθη πολλών ανθρώπων και από μια «προχωρημένη» ηλικία πια θεωρεί, αναδρομικά αλλά καθόλου «ολύμπια», εποχές και πρόσωπα. Η αφήγηση δεν μοιάζει να έχει νοσταλγική διάθεση καθώς δεν εξιδανικεύονται χαρακτήρες και καταστάσεις. Ακόμη και αν υιοθετείται το βλέμμα ενός ευφυούς παιδιού που περιγράφει τις συνθήκες ζωής κατά το μεσοπόλεμο, ένας ενήλικος εαυτός παρακολουθεί και επεμβαίνει με κριτική διάθεση και απομυθοποιητικό βλέμμα.
Το βιωματικό υλικό της κυρίας Σώκου τέμνεται με την ιστορία της Ελλάδας κατά τον εικοστό αιώνα. Παρακολουθούμε μια συναρπαστικής ροής, κυρίως γραμμική, αφήγηση, κατανεμημένη με άξονα άλλοτε ιστορικές περιόδους, άλλοτε πρόσωπα και άλλοτε φάσεις του βίου της. Η Σώκου αποκαλύπτει αλλά δεν σκανδαλοθηρεί: ενώ μια σειρά από λεπτομέρειες, υπογραμμίσεις και… αποσιωπήσεις διατηρούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, η ίδια σχολιάζει τις καταστάσεις με τόλμη και δεν χαρίζεται ούτε στον εαυτό της. Η αυτοβιογραφική αφήγηση αποδεικνύεται χυμώδης, καθώς ένα ισχυρό «εγώ» θεάται και αυτοαναλύεται στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα. Από την δυνατή σχέση με τον πατέρα της όπου ψυχαναλύεται (Α΄ τόμος, σ. 56) μέχρι τα οικογενειακά/προσωπικά: οι αντιφάσεις και οι δυσκολίες μιας εργαζόμενης γυναίκας και μητέρας (επάγγελμα, γάμος, μητρότητα) αλλά και τη σύνθεση μιας «αθηνογραφίας» (χαρακτηριστικά και ήθη της γειτονιάς). Η περιγραφή των τραυματικών περιόδων του πολέμου, της κατοχής (Α΄ τόμος, 3ο κεφ. «Πόλεμος-Κατοχή») και του εμφυλίου δεν έχει καμιά αγωνιστική ωραιοποίηση. Αυτή η διασταύρωση ιδιωτικού και δημόσιου γίνεται με την αξιοποίηση του ημερολογιακού λόγου (Α΄ τόμος, σσ. 252-255), ενώ οι αναφορές στην περίοδο του Εμφυλίου (Α΄ τόμος, σσ. 273-319) αποτελούν, ίσως, τις πιο όμορφες σελίδες του βιβλίου.

Η Ροζίτα Σώκου ασχολήθηκε για περισσότερο από μισό αιώνα με όλα τα μέσα επικοινωνίας, διαμορφώνοντας και μια sui generis εικόνα δημοσιογράφου. Έχοντας μόνιμες στήλες (κινηματογραφικής και θεατρικής κριτικής αλλά και «ποικίλης» θεματικής ύλης) σε εφημερίδες και περιοδικά της «συντηρητικής παράταξης» με μεγάλη αναγνωσιμότητα αλλά και συμμετέχοντας στη δημοφιλή και ιστορική πια εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης Να η ευκαιρία [1977-1983] (βλ. Β΄ τόμος, σσ. 310-315) απέκτησε ευρεία αναγνωρισιμότητα. Από τους πρώτους κριτικούς κινηματογράφου, με τα κείμενά της να προσαρμόζονται και υφολογικά στον αναγνωστικό κοινό που απευθύνονταν (Ανεξαρτησία, Ακρόπολις, Η Βραδυνή, Απογευματινή, Η Καθημερινή), υπήρξε το «αντίπαλο δέος» και ήρθε συχνά σε σύγκρουση, κατά την αισθητική αποτίμηση των ταινιών, με τους εκπροσώπους της «μαρξιστικής» («στρατευμένης») προσέγγισης (Βασίλης Ραφαηλίδης, Κώστας Σταματίου) αλλά και με πιο νηφάλιες δημοσιογραφικές πένες (Αντώνης Μοσχοβάκης, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος). Η ίδια επικαλείται το δίκαιο του «μέσου»(;) θεατή και επισημαίνει μια, σχεδόν, διαισθητική προσέγγιση του έργου τέχνης: «Ξέρω τι είναι Τέχνη γιατί μου δημιουργεί μια μαγεία. Αυτό είναι το κριτήριό μου. Σπουδές στην κριτική κινηματογράφου δεν έκανα ποτέ. Αλλά όταν προχωράει μια ταινία και εκείνη την ώρα νιώθω μια ζέστη στο στομάχι, μια ζέστη που ανεβαίνει και θέλω, όλοι οι άνθρωποι που αγαπώ, να είναι μαζί μου, ε… τότε καταλαβαίνω πως ένα έργο είναι καλό» (Β΄ τόμος, σ. 28, 29).
Αναφορικά με το επιλεκτικό χρονικό για τα έτη και τα πρόσωπα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ίσως ο αναγνώστης θα ήταν καλύτερο να ζητήσει τις πρωτότυπες κριτικές: εκεί θα συναντήσει ορισμένες απροκατάληπτες αλλά και εμπαθείς σελίδες σχολιασμού σημαντικών ταινιών της ελληνικής κινηματογραφίας που αποκτούν, αναδρομικά, μια άλλη αξία με τη σαφήνεια τους και την απουσία μεταπρατικών «θεωριών». Στο δίτομο αυτοβιογραφικό έργο της Σώκου ο αναγνώστης θα απολαύσει τα σχόλια για τις συναντήσεις και τις σύντομες διασταυρώσεις της δημοσιογράφου με μύθους του σινεμά (Όρσον Ουέλλς, Μάρλο Μπράντο) αλλά και με μορφές του ελληνικού πολιτισμού (Γιάννης Τσαρούχης, Α΄ τόμος, σσ. 212-222) κατά τη νεότητα και τα πρώτα τους καλλιτεχνικά βήματα (Ιάνης Ξενάκης, Χρήστος και Ντένη Βαχλιώτη, Νίκος Γεωργιάδης). Θα διαβάσει με ενδιαφέρον για τα παρασκήνια των διεθνών κινηματογραφικών φεστιβάλ αλλά και για τις συνθήκες εργασίας στις εφημερίδες και τα περιοδικά της μεταπολεμικής Ελλάδας (σελίδες για την Ελένη Βλάχου).
Ακόμη και αν θα περιμέναμε περισσότερα για τη σχέση της με ορισμένους καλλιτέχνες (περίπτωση Δημήτρη Ποταμίτη) άλλα πορτρέτα μοιάζουν συναρπαστικά και πρωτότυπα (Ρούντολφ Νουρέγιεφ). Η περιγραφή του κλίματος και του «προγράμματος σπουδών» στη «Σχολή Ρώτα» (Α΄ τόμος, σσ. 198-208) και οι σελίδες (Β΄ τόμος, σσ. 175-192) περί της έρευνας (1972) για τις χρηματοδοτήσεις του Ιδρύματος Φορντ έχουν τη δύναμη μαρτυρίας/τεκμηρίου. Όπως τεκμήρια αποτελούν και οι πολλές φωτογραφίες που κοσμούν την έκδοση. Νύξεις, σύντομες παράγραφοι, υπονομευτικά δηκτικά σχόλια, έπαινοι, δυναμιτίζουν μια σειρά από βεβαιότητες: η Σώκου απομυθοποιεί (και) πρόσωπα του ελληνικού σινεμά (Κακογιάννης, Αγγελόπουλος), επιλέγει τη σιωπή (Κούνδουρος), περιγράφει τα πρώτα τους βήματα και τη σχέση με τη δημοσιότητα (Τάκης Κανελλόπουλος, Κώστας Μανουσάκης, Νίκος Νικολαϊδης).
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες περιοδικών και εφημερίδων στην ελληνική επαρχία μιας άλλης εποχής, όταν, στα χωριά, ο αθηναϊκός Τύπος έφτανε (όταν έφτανε…) με το μεσημβρινό αργοκίνητο λεωφορείο, αισθανόμουν αμήχανα, ως παιδί, για την «ένοχη» απόλαυση (σήμερα την αποκαλώ έτσι…) της ανάγνωσης των σελίδων της Ροζίτας σε εφημερίδες με αποκρουστικούς, συνήθως, τίτλους. Ερχόμουν σε επαφή με υπόγειες αναφορές στη σεξουαλικότητα (από μια «πουριτανή») και διάβαζα σχόλια για ταινίες που δεν καταλάβαινα γιατί δεν της άρεσαν (πχ. το Σαλό το Παζολίνι και ο Καυγατζής του Φασμπίντερ), γραμμένες, ωστόσο, με ένα χυμώδες ύφος και έναν ιδιοσυγκρασιακό αλλά όχι αδέκαστο τρόπο ψευδεπίγραφης ψυχραιμίας. Και, αναρωτιέμαι, πάλι, μήπως σελίδες όπως εκείνες στο τηλεοπτικό και ποικίλης ύλης περιοδικό Τηλέραμα (στήλη «Να η ευκαιρία») έρχονται να εκφράσουν κάποια άλλα «στοιχεία για τη δεκαετία του ’80»;

Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών

Μιχάλης Νικολινάκος,  Ευρώτας- Λακωνία, 1953, ακουαρέλα, 34 x 48 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: