1/4/18

Με τον τρόπο της μεταμυθοπλασίας

Εμμανουήλ Μπιτσάκης, Lenin Souvlaki, 2007, λάδι σε καμβά, 18 x 24 εκ. 


ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΩΣΤΙΟΥ

Η μεγάλη και συχνά αντικρουόμενη βιβλιογραφία για τη μεταμυθοπλασία, που αυξήθηκε κατά πολύ τα τελευταία χρόνια, δίχως να αποσαφηνίσει επαρκώς την έννοια, την έχει συνδέσει κυρίως με πρακτικές του μεταμοντερνισμού, παρά το γεγονός ότι ως τεχνική απαντά και σε κείμενα του παρελθόντος. Πέρα από τις αναπόφευκτες διαφωνίες τους, σημαντικοί θεωρητικοί του μεταμοντερνισμού [R. Federman, Surfiction (1975)· R. Scholes, Fabulation and Metafiction (1979)· P. Waugh, Metafiction (1984)] φαίνεται να συμφωνούν πως οι όροι μεταμυθοπλασία, υπερμυθοπλασία και εκμύθευση, ανεξάρτητα από τον λόγο για τον οποίο επινοήθηκαν αρχικά, κυρίως χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν μια συγκεκριμένη τάση του μεταμοντερνισμού για αυτοσυνειδησία της μυθοπλασίας. 
Είναι κοινός τόπος της θεωρίας ότι η αυτοσυνειδησία της τέχνης, ασφαλώς, ξεκίνησε στο πλαίσιο του μοντερνισμού, αφού κάθε τέχνη και άρα και η λογοτεχνία μετέθεσε τη στόχευσή της από την αναπαράσταση της πραγματικότητας στη διαδικασία της αναπαράστασης. Η μεταμυθοπλασία έδωσε τη δυνατότητα στον συγγραφέα να διερευνήσει τα όρια της αφήγησης με την αναδίπλωση του κειμένου στον εαυτό του. Στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού, που συμβαδίζει με την προϊούσα ενσυνείδηση του δυτικού πολιτισμού, έγινε συνείδηση ότι τόσο η γραφή όσο και η πρόσληψή της είναι πράξεις πολιτικά και πολιτισμικά καθορισμένες, ενώ η μεταμυθοπλασία από τεχνική αυτοαναφορικότητας και αυτοσυνειδησίας του κειμένου που υπήρχε και σε εποχές «αθώες» θεωρίας, διευρύνθηκε για να περιλάβει την παρωδία, την παραδοξολογία, τη μείξη των οντολογικών επιπέδων του κειμένου (της αφήγησης και της ιστορίας), την ειδολογική ώσμωση ή και σύμφυρση, τη διατάραξη των χρονολογικο-αιτιακών σχέσεων, την αυτοαναφορικότητα, το ανοιχτό τέλος και κάθε είδους τεχνική που καταδεικνύει την πλασματικότητα και τη μίμηση ή, όπως υποστηρίζει ο John Barth, ότι πρόκειται για μυθιστορήματα που μιμούνται τη μορφή του μυθιστορήματος από έναν συγγραφέα που μιμείται τον ρόλο του συγγραφέα.

Επιχειρώντας πριν από 20 χρόνια να διερευνήσω τη λειτουργία της μεταμυθοπλασίας στη νεοελληνική λογοτεχνία, πέρα από μια ενδεικτική τυπολογία λειτουργιών, που αν τότε μπορούσε να εμπλουτισθεί, σήμερα οφείλει να διευρυνθεί σημαντικά (παρά τον κίνδυνο της «αμφίβολης επάρκειάς» της, που πάντα ελλοχεύει σε ταξινομικά σχήματα), διατύπωνα κάποιες σκέψεις σχετικά με την έξαρση της μεταμυθοπλασίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι θεωρητικοί φαίνεται να συμφωνούν ότι κατά την κρίσιμη δεκαετία του 1960 προέκυψε ένα ιδιαίτερο πολιτισμικό ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι ανακαλούν, δομούν και κοινωνούν την εμπειρία τους από τον κόσμο. Είναι αυτονόητο ότι μέσα σ’ αυτήν την ευρύτερη διεργασία πολιτισμικής και κοινωνικής αυτοσυνειδησίας εντάσσεται και το ενδιαφέρον για όρους που εμπεριέχουν ένα μετα-επίπεδο, όπως μεταπολιτική, μεταρητορική, μεταθέατρο κ.ά.
Όλοι αυτοί οι όροι φανερώνουν αυξημένη συνείδηση για τη λειτουργία της γλώσσας ως διαμεσολοβητή της πραγματικότητας. Από την άλλη μεριά, οι πεζογράφοι απομακρυνόμενοι από την πραγματικότητα και διερευνώντας τη μορφή, ανακάλυψαν ένα δρόμο που θα τους έβγαζε από τα διλήμματα που δημιουργούσαν οι έως τότε κυρίαρχες συμβάσεις. Η μεταμυθοπλαστική αποδόμηση όχι μόνο αποκάλυπτε εναργέστερα σε συγγραφείς και αναγνώστες τη βασική δομή της αφήγησης, αλλά πρόσφερε αξιόπιστα μοντέλα για την κατανόηση της σύγχρονης εμπειρίας του κόσμου ως δικτύου σημειωτικών συστημάτων. Η έλλειψη σταθερής ταυτότητας του αφηγήματος έπειτα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με όλες τις πολιτικές, πολιτισμικές και τεχνολογικές αλλαγές, άφησε το αφήγημα ευάλωτο. Αρχικά, πολλοί κριτικοί, αλλά και λογοτέχνες είδαν τη μεταμυθοπλασία ως στοιχείο παρακμής, αντί να αναγνωρίσουν τις θετικές όψεις της αυτοσυνειδησίας. Η αμφισβήτηση της ίδιας της συγγραφικής πράξης δεν αντιμετωπίσθηκε ως μια τεχνική της ούτε ως επιθανάτιος ρόγχος των συμβάσεων του ρεαλισμού, αλλά συνδέθηκε με τη φιλολογία για το τέλος του μυθιστορήματος. Ωστόσο, βαθμιαία, πεζογράφοι και κριτικοί άρχισαν σιγά σιγά να συνειδητοποιούν πως μια φάση κρίσης μπορεί να ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι το γνωστό έχει ήδη αντικατασταθεί από κάτι καινούργιο.
Η ιστορική φάση των τελευταίων δεκαετιών είναι περισσότερο αβέβαιη, ανασφαλής και πολιτισμικά πλουραλιστική από οποιαδήποτε άλλη. Αυτή την συνθήκη αντανακλά η σύγχρονη πεζογραφία. Η μεταμυθοπλασία δεν είναι παρά μια απάντηση στο πρόβλημα της αναπαράστασης της ρευστότητας. Ιδίως στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού, η μεταμυθοπλασία αποθέωσε την επινοητικότητα ορισμένων συγγραφέων στην προσπάθειά τους να υπερβούν και να συνθέσουν τις αντιθέσεις, όπως αυτές εκφράζονται από τους προμοντερνιστικούς και τους μοντερνιστικούς τρόπους γραφής. Σύμφωνα με τον Barth, o ιδανικός μεταμοντερνιστής δεν απορρίπτει ούτε μιμείται τους μοντερνιστές γονείς του, του πρώτου μισού του 20ού αιώνα ή τους προμοντερνιστές του 19ου αιώνα. Τους μεταφέρει αλλά δεν τους φορτώνεται στην πλάτη του. Επομένως, η αφήγηση πρέπει να πραγματώνεται ταυτόχρονα με την αναίρεσή της.
Το να ορίσει κανείς τον όρο «μεταμυθοπλασία» είναι ένα εγχείρημα επισφαλές, αφού πρόκειται για έναν όρο-ομπρέλα που εκτός του ότι δηλώνει την αναδίπλωση του λογοτεχνικού εγχειρήματος στον εαυτό του, επικαθορίζοντας την πρόσληψή του, στεγάζει και ποικίλες συγγραφικές τεχνικές και κειμενικές λειτουργίες. Επομένως, μπορεί κανείς μόνον να περιγράψει τον όρο, να καταδείξει μέσα από κείμενα την ιστορικότητά του ή να κάνει κάτι πιο ευρηματικό: αυτό στο οποίο οδήγησε τον Κώστα Βούλγαρη, ως γνήσιο εραστή της μεταμοντέρνας μεταμυθοπλασίας, η «αναρχική ατομικότητά» του∙ να αφηγηθεί στο βιβλίο Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία «τον ορισμό της μεταμυθοπλασίας με τον τρόπο της μεταμυθοπλασίας, έναν ορισμό στον οποίο κάθε ένα από τα περιλαμβανόμενα κείμενα συμβάλλει ισότιμα και ουσιαστικά χωρίς να χάνει τη δική του φωνή» (15).
Δίχως να αποϊστορικοποιεί την έννοια, αλλά και δίχως να συνθλίβει την πρωτεϊκή ιδιοσυστασία της με μια γραμμική αφήγηση, ο Βούλγαρης, με το χρονικό άνυσμα και την ειδολογική ποικιλότητα των κειμένων που επιλέγει, δείχνει τις καταβολές της αντίληψης που οδήγησε σε ένα από τα πιο διακριτά προτάγματα του μοντερνισμού, καθώς και τη διαδρομή της αντίληψης για τη λογοτεχνική δημιουργία από τη μονοσήμαντη σχέση πραγματικότητας και μυθοπλασίας, στην υπονόμευσή της και από εκεί στην πολύμορφη, πολυφωνική, πολυπρισματική αντίληψη του μεταμοντερνισμού. 
Το εγχείρημα ακολουθεί την ειδολογική ελευθερία της λογοτεχνικής διαδικασίας, η οποία διέπει όλες τις ενότητες, από τις οποίες έχω επιλέξει τυχαία ένα παράδειγμα:  στο δεύτερο κεφάλαιο, που έχει τίτλο «Παρεκκλίσεις και παρακαταθήκες» και υπότιτλο «Ρωγμές της νεωτερικότητας», αποτυπώνεται η περίπτωση του Σολωμού. Ο Βούλγαρης εκκινεί από τη διαισθητικά σωστή, αλλά ερμηνευτικά αθώα πρόσληψη της ποιητικής του σολωμικού αποσπάσματος από τον Πολυλά, για να αγκυρώσει τις φιλοσοφικές της προϋποθέσεις και την κριτική άλω που τις περιβάλλει στον στοχασμό του Στέφανου Ροζάνη, που προϋποθέτει τη σχετική ελληνική και ξένη βιβλιογραφία για το θέμα, και, στη συνέχεια, να  εξακτινώσει την ουσία του θεωρητικού προβληματισμού προς την μεταμυθοπλασία μέσα από το κείμενο του Βασίλη Αλεξίου για τον «ατεχνόφοβο Βάρναλη» του έργου «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», αφού προηγουμένως παραθέσει σπάραγμα του  βαρναλικού κειμένου. Αυτή η σπειροειδής κίνηση, από την ανίχνευση των φιλοσοφικών ή θεωρητικών προϋποθέσεων προς το λογοτεχνικό έργο, και από εκεί στον κριτικό στοχασμό που το έχει περιβάλει με τις όποιες θεωρητικές αποκρυσταλλώσεις του,  ή στην ανάδειξη των εγγενών θεωρητικών συνιστωσών του ίδιου του λογοτεχνικού έργου και των παραφυάδων του, διέπει τη σύνθετη λογική της συγκρότησης αυτού του τόμου, o οποίος έρχεται να συνθέσει «μια αφήγηση της μεταμυθοπλασίας, ειδικότερα στη νεοελληνική πεζογραφία», όπως ο ίδιος ο συν-συγγραφέας και συντάκτης του παρατηρεί (16).
Η γνωσιακή εξάρτυση του Βούλγαρη, όσον αφορά τη γραμματολογική και τη θεωρητική  σκευή που υποστασιώνουν τον τόμο, κατοπτρίζεται στον προβληματισμό του για τη σχέση ιστορικού παρόντος και μεταμυθοπλασίας, αφού «η μεταμυθοπλασία  συνομιλεί με τα ευρύτερα ιστορικά αιτούμενα, με το υπό διαμόρφωση νέο κοσμοείδωλο, εκείνο που ανώδυνα ή δραματικά, βιαίως ή ανεπαισθήτως, αντικαθιστά το αύταρκες μονολογικό κοσμοείδωλο του υποκειμένου της νεωτερικότητας» (16). Στο πλαίσιο αυτής της πρόσληψης της μεταμυθοπλασίας, ο συγγραφέας προβαίνει σε επιμέρους γόνιμες παρατηρήσεις (π.χ. για την ιστορικότητα του «εξωφρενικά πολυφωνικού μυθιστορήματος μεταμυθοπλασίας»  Στοιχεία για την δεκαετία του ’60 του Θανάση Βαλτινού και την εκκρεμή, κατά τον Βούλγαρη,  αποτίμησή του μέσα στην ιστορία των μορφών). 
Το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι: κατά πόσο το βιβλίο του Βούλγαρη διαυγάζει την έννοια γύρω από την οποία συγκροτείται; Αντιλαμβάνεστε ότι η απάντηση δεν μπορεί  παρά να αντιστοιχεί στο σύνθετο εγχείρημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο όρος προκαλεί αμηχανία και ασφαλώς η παλίμψηστη συμφωνία φωνών που συνθέτουν τον τόμο απευθύνεται σε αναγνώστη μυημένο στον κόσμο της λογοτεχνίας, της κριτικής και της θεωρίας. Όπως ο ίδιος γράφει με άλλη αφορμή, «το κείμενο δεν είναι φτιαγμένο από μια γραμμική ακολουθία λέξεων, απ’ όπου αναδύεται μια έννοια μοναδική, αλλά είναι ένας χώρος όπου συνυπάρχουν και αλληλοαμφισβητούνται ποικίλες γραφές, απ’ τις οποίες καμιά δεν είναι η αρχική, αλλά και καμιά δεν έχει τον τελευταίο λόγο. Το δε αισθητικό πρόταγμα αυτής της αφήγησης συντίθεται από μια ακολουθία ασύμμετρων και πολυποίκιλων μορφών» (401). Ο λόγος εδώ για την πολυφωνική μεταμυθοπλασία,  το επίσης παλίμψηστο, πολυπρισματικό Εμφύλιο σώμα (2014) του Βούλγαρη, που ακολουθεί την ίδια λογική της συνήχησης και της ανοιχτότητας.
Όπως εκεί, έτσι και στον τόμο Η μεταμυθοπλασία…, ο αναγνώστης καλείται να συνθέσει τη δική του αναγνωστική κατασκευή στη βάση της ποιητικής του Αρχείου, όπως έχει προτείνει η Τζίνα Πολίτη για το Εμφύλιο Σώμα (403). Ανάλογα, λοιπόν, με την εξάρτυση, τη συγκρότηση και την ανταπόκριση του αναγνώστη μπορούν να προκύψουν καίρια ερωτήματα για διπολικές σχέσεις, η διερεύνηση των οποίων αν δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις οπωσδήποτε οδηγεί σε καίρια ερωτήματα, όπως π.χ.: ποια είναι η σχέση παρωδίας και μεταμυθοπλασίας, μεταμυθοπλασίας και διακειμενικότητας; Είναι η μεταμυθοπλασία χαρακτηριστικό του μεταμοντερνισμού, δηλαδή ένας τρόπος δόμησης της αφήγησης, που επιβάλλει η ίδια η κουλτούρα της εποχής;  Και με ποιες τεχνικές πραγματώνεται; Ποια είναι τα όρια της μεταμυθοπλασίας; Ποιο είναι το sine qua non χαρακτηριστικό της μεταμυθοπλαστικής αφήγησης; Ποιες είναι οι μεταμορφώσεις του όρου και των τεχνικών του; Πώς διασταυρώνεται η ιστορία των μορφών με τη μυθοπλασία; Πώς διαμορφώνεται η σχέση αναγνώστη και κειμένου; Και πώς επηρεάζει η μεταμυθοπλασία την απόλαυση της ανάγνωσης; κ.ο.κ
Πέρα από τα ερωτήματα, που ποικίλουν ανάλογα με την προσληπτική ικανότητα και την εξάρτυση του αναγνώστη, το υλικό που έχει συγκεντρώσει ο Βούλγαρης στον τόμο αυτό αποτελεί μια πολύ καλή βάση εκκίνησης για μελέτη του έργου συγγραφέων των οποίων το πεζογραφικό έργο συχνά έχει αναφερθεί σε σχέση με τη μεταμυθοπλασία ή τις τεχνικές της χωρίς να έχει μελετηθεί, όπως π.χ. το έργο του Δημήτρη Καλοκύρη, του Άρη Μαραγκόπουλου, του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου κ. ά.  Τελειώνοντας, θέλω να προσθέσω ότι  το βιβλίο του Βούλγαρη δεν οριοθετεί μόνον έναν γνωσιακό χώρο, αλλά και  προτείνει έναν τρόπο διερεύνησής του, που διέπεται από τον ίδιο κανόνα που διέπει τη λογοτεχνία της μεταμυθοπλασίας: την εγρήγορση και την επάρκεια του αναγνώστη.

Η Κατερίνα Κωστίου διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών

Δεν υπάρχουν σχόλια: